των Ευδοξία Παπαλιούρα, Ευγενία Τάκα, Ελένη
Χλιοπάνου
Η σύγχρονη προσέγγιση για τον σχεδιασμό τόπων για παιδιά είναι τα natural playscapes- φυσικοί χώροι παιχνιδιού, που αντιπροσωπεύουν φυσικές θέσεις, π.χ. δάσος και προσφέρουν ευρύ φάσμα αόριστου παιχνιδιού, μη καθορισμένων μορφών. Μία πολύ βασική σχεδιαστική αρχή είναι η εκπαιδευτική διάσταση, καθώς είναι πλέον αποδεκτό πως τα παιδιά μαθαίνουν βιωματικά πώς λειτουργούν οι αισθήσεις τους, μέσα από το παιχνίδι. Άλλωστε, «το παιχνίδι είναι η μόνη ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να επιτύχει ικανή εμβύθιση ώστε να ενεργοποιηθούν πλήρως οι μηχανισμοί του ‘projected self’ και μπορεί να επιτύχει τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης, ενώ διατηρεί τον ενθουσιασμό και αντιστέκεται στην αδιαφορία λόγω επαναληψιμότητας.» (Brown, 2009)
Η σύγχρονη προσέγγιση για τον σχεδιασμό τόπων για παιδιά είναι τα natural playscapes- φυσικοί χώροι παιχνιδιού, που αντιπροσωπεύουν φυσικές θέσεις, π.χ. δάσος και προσφέρουν ευρύ φάσμα αόριστου παιχνιδιού, μη καθορισμένων μορφών. Μία πολύ βασική σχεδιαστική αρχή είναι η εκπαιδευτική διάσταση, καθώς είναι πλέον αποδεκτό πως τα παιδιά μαθαίνουν βιωματικά πώς λειτουργούν οι αισθήσεις τους, μέσα από το παιχνίδι. Άλλωστε, «το παιχνίδι είναι η μόνη ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να επιτύχει ικανή εμβύθιση ώστε να ενεργοποιηθούν πλήρως οι μηχανισμοί του ‘projected self’ και μπορεί να επιτύχει τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης, ενώ διατηρεί τον ενθουσιασμό και αντιστέκεται στην αδιαφορία λόγω επαναληψιμότητας.» (Brown, 2009)
Σύμφωνα με τους Πορτοκαλίδη & Λαλένη, η
‘Οικολογική Πόλη’ (ή Οικοπόλη), αποτελεί την προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αρχές
της οικολογίας και της αειφορίας στη δημιουργία νέων αστικών τόπων ή στην
αναδόμηση (ανάπλαση, αναμόρφωση, εξυγίανση) των υφισταμένων. Και συνεχίζουν,
υποστηρίζοντας πως ο βασικός στόχος, ως ολιστική προσέγγιση, είναι η δημιουργία
καθετοποιημένων διεργασιών χωρικού σχεδιασμού (Fleischer, 2002), που μπορούν να
οδηγήσουν σε μια ιδανική ισορροπία μεταξύ του ανθρωπογενούς και του φυσικού
περιβάλλοντος των πόλεων (Downton, 1997). Η συγκεκριμένη συνολική και
συνεργατική προσέγγιση, για να πραγματοποιηθεί, προϋποθέτει τον σχεδιασμό και
τη διαχείριση της πόλης σε διάφορα επίπεδα, κλίμακες και επιμέρους τομείς.
Προκύπτει έτσι ότι απαιτείται η υιοθέτηση της έννοιας του ‘οικοχώρου’, που να
σχεδιάζει και να διαχειρίζεται εναλλακτικά τον δομημένο χώρο, τους ανοιχτούς
(ελεύθερους) χώρους, τη μεταφορική υποδομή και τα υπόλοιπα λειτουργικά στοιχεία
της πόλης, με τρόπο τέτοιο ώστε να μεγιστοποιήσει τη δυνατότητα πρόσβασης για
όλους τους πολίτες, συντηρώντας παράλληλα την ενέργεια και τους πόρους και
ανακουφίζοντας προβλήματα, όπως τα αυτοκινητικά δυστυχήματα, την ατμοσφαιρική
ρύπανση, την ερημοποίηση, την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του
φαινομένου του θερμοκηπίου κ.λπ. (Coplak και Raksanyi, 2003).
Δεδομένων των παραπάνω, η συγκεκριμένη πρόταση
αφορά τη δημιουργία ενός τόπου για παιδιά, ενός ‘οικοτόπου’ (κατά το
‘οικοχώρος’), μέσα στον αστικό ιστό, με φυσικά υλικά και χαρακτηριστικά, ο
οποίος θα ενισχύει την οικολογική και συλλογική συνείδηση μέσα από αυθόρμητες
δραστηριότητες παιχνιδιού. Είναι ένα εγχείρημα, με πιλοτικό χαρακτήρα,
εισχώρησης της φύσης στον αστικό ιστό, συμβάλλοντας στη μείωση του αστικού
οικολογικού αποτυπώματος και στην επίτευξη της αστικής αειφορίας, μέσω της
αποδοτικότερης χρήσης φυσικών πόρων και της αξιοποίησης των χαρακτηριστικών του
υφιστάμενου περιβάλλοντος.
Κατά τους Kahn & Friedman (1995), ένα
από τα πιο πιεστικά και παραγνωρισμένα προβλήματα της εποχής μας είναι το ψυχολογικό
φαινόμενο της Περιβαλλοντικής Διαγενεακής
Αμνησίας, το οποίο ερμηνεύουν ως εξής: Το φυσικό περιβάλλον που βιώσαμε
κατά την παιδική μας ηλικία αποτελεί το μέτρο σύγκρισης, με το οποίο αξιολογούμε
την περιβαλλοντική υποβάθμιση που συναντάμε στη μετέπειτα ενήλικη ζωή μας. Με
κάθε γενιά που περνά, το ποσοστό της περιβαλλοντικής υποβάθμισης αυξάνεται. Ωστόσο,
κάθε γενιά κατά την παιδική της ηλικία εκλαμβάνει αυτή την υποβαθμισμένη
κατάσταση ως μη υποβαθμισμένη- ως φυσιολογική. Άρα, οι γενιές -καθώς
διαδέχονται η μία την άλλη- ξεχνάνε, ενώ η ποιότητα του περιβάλλοντος συνεχώς υποβαθμίζεται.
Μέσω όμως της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης,
η Περιβαλλοντική Διαγενεακή Αμνησία
μπορεί να περιοριστεί, καθώς τα παιδιά-μελλοντικοί πολίτες αποκτούν
ενσυναίσθηση -ότι δηλαδή είναι μέλη μίας ευρύτερης βιοκοινότητας- και
βιοκεντρική θεώρηση της αειφορίας, ώστε να διεκδικήσουν μία καλύτερη ποιότητα
ζωής για τους ίδιους και τους απογόνους τους. Η σημασία και η αναγκαιότητα της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης καταγράφεται
στην Ατζέντα 21 (1992), στο κεφάλαιο 36 της οποίας αναφέρεται ότι: «Η
εκπαίδευση, όπου συμπεριλαμβάνονται τόσο η συστηματική εκπαίδευση όσο και η
ευαισθητοποίηση του κοινού και η κατάρτιση, πρέπει να αναγνωρισθεί ως μία
διαδικασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι και οι κοινωνίες μπορούν να φθάσουν στο
μέγιστο του δυναμικού τους. Η εκπαίδευση είναι κρίσιμος παράγοντας στην
προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και στη βελτίωση της ικανότητας των πολιτών ν’
αντιμετωπίσουν ζητήματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης.» Δηλαδή, για να
εξασφαλίσουμε την υιοθέτηση της βιώσιμης ανάπτυξης εκ μέρους της κοινωνίας,
είναι απαραίτητο να βελτιώσουμε την περιβαλλοντική πληροφόρηση και να
καλυτερεύσουμε την εκπαίδευση σχετικά με περιβαλλοντικά και οικολογικά
ζητήματα. Αποτελέσματα ερευνών των
τελευταίων ετών αποδεικνύουν πως η εκπαίδευση των παιδιών από τις μικρές
ηλικίες για το περιβάλλον, εντός του περιβάλλοντος, με βιωματικές, οργανωμένες
εκπαιδευτικές δραστηριότητες, μπορεί να ανατρέψει τον τρόπο που ως τώρα
‘βλέπουμε’ τον κόσμο. Οι βιωματικές εμπειρίες στη φύση, αναδεικνύονται σε
σημαντικές εμπειρίες ζωής, οι οποίες είναι δυνατόν να διαμορφώσουν τις σχέσεις
ανθρώπου-περιβάλλοντος, επιδρώντας στη μετέπειτα ανάπτυξη κατάλληλου
ενδιαφέροντος και θετικής στάσης για το περιβάλλον. Οι εμπειρίες αυτές είναι
σημαντικές για το παιδί και καθοριστικές για τις μελλοντικές στάσεις και
συμπεριφορές του, γιατί είναι συνυφασμένες με έντονα θετικά συναισθήματα τα
οποία, σύμφωνα με τις έρευνες, φαίνεται να έχουν διάρκεια στον χρόνο. (Δασκολιά
& Γριλλιά, 2012) & (Tarrant & Green, 1999). Έρευνες επίσης, αναδεικνύουν την ταυτότητα
του τόπου ως σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των σχέσεων ατόμου-περιβάλλοντος
καθώς ο τόπος αποτελεί πεδίο προσωπικής ανάπτυξης και πεδίο συνεχών διαδράσεων,
οι οποίες εντασσόμενες κατάλληλα στα πλαίσια της Περιβαλλοντικής Eκπαίδευσης είναι
δυνατόν να οδηγήσουν σε δυνάμει ενεργούς πολίτες με περιβαλλοντικά υπεύθυνη
συμπεριφορά (Palmer, Suggate & Τσαλίκη, 1998).
Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι ένας ‘οικότοπος’ μέσα στον αστικό ιστό, μπορεί
αποτελέσει τον ιδανικό χώρο για Περιβαλλοντική
Εκπαίδευση. Στόχος είναι μέσω αυτού, να δημιουργηθούν στα παιδιά μνήμες,
ικανές να συντελέσουν στη συνειδητοποίηση της σημασίας της φύσης, της
πολιτιστικής ταυτότητας (τοπικότητα), της ευθύνης για το περιβάλλον και στην
αλλαγή συμπεριφοράς και τρόπου ζωής των ανθρώπων, ώστε να αποκτήσουν οικολογική
συνείδηση (Roseland
1997), οδηγώντας τελικά στην αναζήτηση αστικών οικοσυστημάτων, βασισμένων στις
αρχές της Διαγενεακής Περιβαλλοντικής
Δικαιοσύνης, δηλαδή της οικολογικής κατανομής της χρήσης πόρων ή
περιβαλλοντικών υπηρεσιών, όπως η βιοποικιλότητα, και φορτίων, όπως η ρύπανση,
στον χρόνο (J.M. Alier, 2009).
Η πρόταση έχει αναφορές στα Περιβαλλοντικά μονοπάτια (Environmental trails) ή αλλιώς Μονοπάτια της φύσης, έναν βιωματικό
τρόπο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης,
όπου τα παιδιά βιώνουν μία διαδρομή μέσα στο φυσικό η και ανθρωπογενές
περιβάλλον, από το οποίο μπορούν να λάβουν διάφορα ερεθίσματα και να οδηγηθούν
σε μία βαθιά γνώση του τοπικού τους περιβάλλοντος, να δούνε τα χαρακτηριστικά
του, την εξέλιξη του και να ευαισθητοποιηθούν έτσι ώστε να το διατηρήσουν
(Γεωργόπουλος, Τσαλίκη, 1993). Σύμφωνα με τον Δημητρίου (2009), το παιδί που θα
ακολουθήσει τη διαδρομή ενός περιβαλλοντικού
μονοπατιού θα κατανοήσει σε βάθος τις σχέσεις αλληλεπίδρασης και
αλληλεξάρτησης του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Μέσα από αυτή του
την εμπειρία αναπτύσσεται γνωστικά και ψυχοσυναισθηματικά και είναι σε θέση να
κατανοεί τα αίτια των προβλημάτων που προκύπτουν στο περιβάλλον, να τα
προσεγγίσει ολιστικά και να προτείνει νέες λύσεις.
Η υφιστάμενη κατάσταση της τοποθεσίας προς
διαμόρφωση (Εικόνα 1) είναι μία κατακερματισμένη επιφάνεια, που αποτελείται από
αστικά ‘θραύσματα’, απομεινάρια μίας προγενέστερης φυσικής κατάστασης (‘ίχνος’
περιαστικού δάσους), η οποία ‘συμπιέζεται’, χωρικά και αντιληπτικά, από τις
παρακείμενες χρήσεις (εκκλησία, σχολείο, πάρκο και παιδική χαρά).
Εικόνα 1. Η περιοχή μελέτης στα Πεύκα Θεσσαλονίκης (Πηγή: google maps) |
Η πρόταση αφορά τη συνένωση, φυσική και
οπτική, των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων, οι οποίοι έχουν κρυμμένο δυναμικό,
χωρίς όμως σαφή χρήση. Η βασική σχεδιαστική αρχή είναι η ενοποίηση των,
αποκομμένων μεταξύ τους, τόπων, με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου αστικού
δικτύου ανοικτών, πράσινων τοποθεσιών, με διακριτή χωρική ταυτότητα,
αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το υπάρχον ‘πνεύμα του τόπου’. Συγκεκριμένα, προτείνεται
η διαμόρφωση επιμέρους μικροτοποθεσιών, οι οποίες αναπαριστούν φυσικές θέσεις,
όπως ‘το δάσος’, ‘ο λόφος’, ‘ο αγρός’, ‘το ποτάμι’, ‘το πέρασμα’, ‘η όχθη’ και
‘η λίμνη’, που παίζουν βασικό ρόλο στις ιστορίες των παιδιών (Εικόνα 2).
Εικόνα 2. Η πιλοτική σχεδιαστική πρόταση. (Πηγή: προσωπικό αρχείο) |
Οι κατασκευές των χωρικών ενοτήτων θα είναι
φτιαγμένες από φυσικά υλικά (κορμοί δέντρων). Σχεδιασμένα μονοπάτια, από χώμα ή
βιοκλιματικά υλικά (υδατοπερατά), οργανώνουν τον χώρο, ενώνοντας και ταυτόχρονα
χωρίζοντας τις υποενότητες. Στον σχεδιασμό περιλαμβάνονται μία δεντροφυτεμένη
επιφάνεια (χρήση τοπικών φυτικών ειδών) και σε άμεση συνέχεια, μία πλαγιά με
τοπόσημα – αναφορές στη βιοποικιλότητα της περιοχής (Εικόνα 3), η οποία
καταλήγει σε ένα λιβάδι με αγρωστώδη φυτά.
Εικόνα
3. The Hillside Eco-Park, Changsha, Hunan, China (Πηγή: e-magazine.Landezine)
|
Μία διαμόρφωση με κυρίαρχο το υγρό
στοιχείο, ‘το ποτάμι’ συναντάει τον ‘αγρό’ και διακόπτεται από ‘το πέρασμα’, το
οποίο αποτελείται από ξύλινες εξέδρες και επεισόδια νερού με τη μορφή υδρατμών (Εικόνα
4). Στη συνέχεια, διαμορφώνεται ένας κήπος με αρωματικά είδη (σήμανση
βοτανολογικής ονομασίας για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού χαρακτήρα) και ένας
κήπος βροχής (‘η λίμνη’) για την εκπαίδευση των παιδιών στην προστασία του
νερού (κύκλος του νερού). Τέλος, ‘η όχθη’ φιλοξενεί αυθόρμητες και οργανωμένες
δραστηριότητες παιχνιδιού με κορμούς δέντρων σε αμμώδη επιφάνεια (Εικόνα 5). Η
επιλογή των υλικών γίνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια: ελάχιστη οικολογική
επιβάρυνση κατά την κατασκευή, οικολογικά -πλήρως
επαναχρησιμοποιούμενα/ανακυκλώσιμα- υλικά, ελαχιστοποίηση χρήσης φυσικών πόρων.
Επιδίωξη είναι αφενός η ελαχιστοποίηση του οικολογικού αποτυπώματος του
οικότοπου και αφετέρου η ουσιαστική συνεισφορά του στη μείωση του οικολογικού
αποτυπώματος της πόλης στην οποία είναι εγκατεστημένος.
Εικόνα 4. AVIC Park, Hongdu Nanchang, China (Πηγή: e-magazine.Landezine) |
|
Τα παιδιά χρειάζονται τόπους με ταυτότητα
και δυναμική, χωρίς στερεότυπα. Έχουν ανάγκη από ευέλικτα ‘σημεία στίξης’ για
να τα ενώσουν και να ζωγραφίσουν τη δική τους ξεχωριστή εικόνα για τους εαυτούς
τους, για την πόλη τους και για τον κόσμο γενικότερα. Με τους ‘φυσικούς τόπους
εκπαίδευσης μέσω του παιχνιδιού’, τα παιδιά, αφενός έρχονται σε επαφή με το
φυσικό περιβάλλον, το οποίο συμβαίνει σπάνια εντός αστικού ιστού, μέσα από
ευφάνταστους τρόπους προσέγγισής του και αφετέρου ‘εκπαιδεύονται’, διαμέσου του
παιχνιδιού, πώς να το διαχειρίζονται υπεύθυνα.
Νatural
educational playscapes
Evdoxia
Papalioura – Architect Engineer (A.U.T.) – Master of Philosophy in Landscape
Architecture (Heriot Watt University)
Evgenia Taka
– Civil Engineer(A.U.T.) –Master of Science in Environmental Design of Cities
and Buildings (H.O.U.)
Eleni Chliopanou
– Mechanical Engineer(A.U.T.) – Master of Science in Protection of the
Environment and Sustainable Development (A.U.T.)
The current
approach for children’s places is the designing of ‘natural playscapes’ that
provide infrastructure for spontaneous activities and help children learn about
the world through their senses. Our proposal is to bring nature into the
urbanscape with a pilot-design which leaves the minimum ecological footprint, teaching
children environmental awareness.
The proposal refers
to the principles of Environmental
Education, that is learning to respect and preserve the environment, Generational Environmental Justice which means environmental sustainability for
all people and next generations and Environmental
Generational Amnesia, the psychological phenomenon, where «With each ensuing generation, the amount of
environmental degradation increases, but each generation, in its youth, takes
that degraded condition as the nondegraded condition – as the normal experience.»
(Kahn & Friedman, 1995)
The existing location
is a group of abandoned places, in the urban fabric, with strong hidden
potentiality. The basic design principal is to create a spatial net of natural
open spaces that intrude into the city as a green ‘wedge’. The proposed environmental trail begins with a
‘river’ that runs through a ‘meadow’, which leads to a sandy ‘bank’ and
eventually, meets the ‘lake’, via the ‘passage’. The ‘slope’ along with the
‘forest’ look down upon the whole landscape.
Βιβλιογραφία
1.
Agenda
21, 1992. Promoting Education, Public
Awareness and Training. Rio de Janeiro: «UN Conference on
Environment and Development».
2.
Brown,
W., 2009. Social and Environmental
Factors Associated with Preschoolers’ Non-sedentary Physical Activity. «Child Development», Vol 80, 45- 58.
3.
Γεωργόπουλος, Α., Τσαλίκη, Ε., 1993. Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Αθήνα: «GUTENBERG».
4.
Coplák,
J., Raksanyi, P., 2003. Planning Sustainable
Settlements. Bratislava: «Slovak University of Technology».
5.
Δασκολιά, Μ., Γρίλλια, Π., 2012. Οι Σημαντικές Εμπειρίες Ζωής ως παράμετροι της
σχέσης μας με το περιβάλλον. Μια επανεξέταση της συμβολής τους ως ερευνητικού
πεδίου στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για τη αειφορία, στο
Περιβαλλοντική Ηθική, Προκλήσεις και Προοπτικές για τον 21° αι.. Ορεστιάδα:
«Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης
Περιβάλλοντος και φυσικών πόρων».
6.
Δημητρίου, Α., 2009. Περιβαλλοντική εκπαίδευση: Περιβάλλον, αειφορία. Αθήνα: «Επίκεντρο».
7.
Downton,
P., 1997. Urban Ecology & the
Architecture of Ecopolis. Melbourne: «Ecopolis Architects».
8.
Fleischer,
T., 2002. Prospects of an Ecocity
development in the Central and Eastern European Urban Areas. Βουδαπέστη: «INSTITUTE FOR WORLD ECONOMICS OF THE HUNGARIAN
ACADEMY OF SCIENCES».
9.
Martinez-Alier,
J., O’ Connor, M., 2009. INTRAGENERATIONAL
EQUITY, HUMAN RIGHTS, AND ETHICS IN SUSTAINABLE DEVELOPMENT. Paris: «Encyclopedia of Life Support Systems».
10. Kahn, P., Friedman, B., 1995. Environmental Views and Values of Children in an Inner-City Black
Community. «Child
Development», Vol 66, 1403- 1417.
11.
Palmer, J., Suggate, J., Τσαλίκη, Ε., 1998. Σημαντικές επιρροές
στην ανάπτυξη της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Παιδαγωγική
Επιθεώρηση. Θεσσαλονίκη: «Αδελφοί
Κυριακίδη Α.Ε.».
12.
Πορτοκαλίδης, Κ., Λαλένης, Κ., 2011. Οι πόλεις "Ολοκληρωμένου
Oικοσυστήματος" στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Ουτοπία ή εφικτή
προοπτική;. Κείμενα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Ανάπτυξης. «ΑΕΙΧΩΡΟΣ», 16, 4-29.
13. Roseland, M., 1997.
"Dimensions of the ecocity". «Cities», Vol 14,
No 4, 197- 202.
14. Tarrant, M. A., Green, G, T., 1999. Outdoor recreation and the predictive
validity of environmental attitudes. «Leisure Sciences», Vol
21, 17-30.
Πηγές
των εικόνων
1. Η περιοχή μελέτης στα Πεύκα Θεσσαλονίκης.
(Πηγή: https://www.google.gr/maps/@40.6592266,22.9931797,154m/data=!3m1!1e3)
2. Η πιλοτική σχεδιαστική πρόταση.
(Πηγή: προσωπικό αρχείο)
3.
The Hillside Eco-Park, Changsha, Hunan, China.
(Πηγή: http://www.landezine.com/wp-content/uploads/2016/09/The-Hillside-Eco-Park-05.jpg)
4.
AVIC Park, Hongdu Nanchang, China.
(Πηγή: http://www.landezine.com/wp-content/uploads/2017/04/012-300x300.jpg)
5.
Lizard Log Parklands, Sydney, Australia.
(Πηγή: http://www.landezine.com/wp-content/uploads/2013/09/03-Lizard-Log-Park-Playground-%E2%80%93-water-play.jpg)