Τίτλος έργου: ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αρχιτέκτονες : Potiropoulos+Partners, Δημήτρης Ποτηρόπουλος, Λιάνα Νέλλα-Ποτηροπούλου
Αρχιτεκτονικός διαγωνισμός με πρόσκληση, α’ βραβείο
Δημοσιεύθηκε στο grad review Νο 2/2017, σσ. 24-37
Δημοσιεύθηκε στο grad review Νο 2/2017, σσ. 24-37
Το Νηπιαγωγείο – της Γερμανικής Σχολής Αθηνών στην συγκεκριμένη περίπτωση – είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο με το οποίο έρχεται σε επαφή το μικρό παιδί, γεγονός που του προσδίδει διεσταλμένη σημασία. Το κτίριο αντιμετωπίστηκε κατά την συνθετική προσέγγιση όχι μόνον ως λειτουργία – όπως κατά σύμβαση τη γνωρίζουμε – αλλά ως συντελεστής των δράσεων του μικρού μαθητή, ως υλικό σημειωτικό σύστημα που εμπλέκεται σε αυτές μέσα από ένα δίκτυο διαδραστικών σχέσεων. Προσέγγιση, η οποία βασίζεται στη θέση ότι ο αρχιτεκτονικός χώρος δεν είναι αδρανής, που αρκεί να τον μετρήσει κανείς γεωμετρικά για να τον κατανοήσει. Αντίθετα, συναποτελεί ένα εσωτερικό, σύμφυτο και μετασχηματιζόμενο κομμάτι της ανθρώπινης καθημερινής ζωής, στενά συνδεδεμένο με τις κοινωνικές και ατομικές “τελετουργίες” και δραστηριότητες. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η επινόηση “χειρονομιών” που θα δώσουν νέο “εκτόπισμα” στην εκπαιδευτική προσπάθεια κινητοποιώντας τα νοητικά και συναισθηματικά αντανακλαστικά του παιδιού, περιγράφει τον εννοιολογικό άξονα της “ιδέας”.
Οι σύγχρονοι μέθοδοι εκπαίδευσης ευνοούν την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της αλληλεπίδρασης – κοινοί παράγοντες των νέων πρακτικών είναι η συνεργασία, ως κυρίαρχο στοιχείο των δραστηριοτήτων, και ο διάλογος, ως κυρίαρχη μορφή επικοινωνίας. Οι παράγοντες αυτοί εφοδιάζουν τις εκπαιδευτικές πρακτικές με την απαραίτητη ευελιξία, που επιτρέπει στο εκπαιδευτικό process να προσαρμόζεται στα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά και στη δυναμική του εκπαιδευτικού και του γενικότερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Την εποχή της μετανεωτερικής κοινωνίας, όπου οι λεγόμενοι “διπλοί δεσμοί” αμφισβητείται ότι έχουν αμβλυνθεί, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην σχεδιαστική αντιμετώπιση των χώρων νηπιακής μέριμνας προκειμένου να συχνωτιστούν με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές τάσεις και να μην απαξιωθούν σε τόπους μονολειτουργικούς ή στατικούς. Οι καθιερωμένες “ουδέτερες” προτάσεις εγκαταστάσεων προσχολικής αγωγής που γνωρίζουμε στη χώρα μας μοιάζουν κατά μία έννοια σωστές ως προς αυτό που λένε, όμως αυτό που δεν λένε, αυτό που παραλείπουν, είναι το πιο σημαντικό. Είναι προτάσεις της “λογικής”, της “τάξης”, της “ασφάλειας”, δεν είναι όμως προτάσεις για τρέξιμο, για ανέμελη περιπλάνηση, για φωνές, για γόνιμες “αντιθέσεις”, για “κρυμμένα γεγονότα”, για απλή ενατένιση, για καταστάσεις “εκτός ελέγχου”. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη “να σκεφτούμε το «αδιανόητο»”, όπως γράφει η E.Grosz, “να φανταστούμε μια αρχιτεκτονική «εκτός» του μέχρι τώρα”. Η ρητορική αυτή αποτέλεσε την κυρίαρχη αφήγηση της σύνθεσης.
Η συντακτική οργάνωση του Νηπιαγωγείου ακολουθεί μια επιμήκη τεθλασμένη ρυθμολογία πλαισιώνοντας την υπαίθρια περιοχή και παράγοντας ένα προστατευμένο περιβάλλον, σαν αγκαλιά, που αναγνωρίζει τις ανάγκες των μικρών μαθητών προσαρμοζόμενο στην κλίμακά τους. Η διηνεκής “κατάλυση” των “ορίων” του προτείνει ποικίλες δυνατότητες περιήγησης τόσο στην πραγματικότητα του κτίσματος όσο και στις δεύτερες αναγνώσεις του. Μια σειρά διαδοχικών κλειστών και ημιυπαίθριων χώρων, διαφορετικών σχημάτων και διαστάσεων, δίνει την εντύπωση ότι το κτίριο “συμπιέζεται” και “αποσυμπιέζεται”, σαν ένας ζωντανός οργανισμός που κινείται, που αναπνέει – ο συμβολισμός που κρύβεται πίσω από την συγκεκριμένη χειρονομία αναφέρεται στην ίδια τη ζωή, στη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί για πρώτη φορά και για πάντα ποιός είναι. Η τυπική αίθουσα διδασκαλίας δηλώνει το κύτταρο της συνολικής δομής – κάθε τάξη μπορεί να αναδιαρρυθμιστεί εύκολα, ανάλογα με την ομαδική ή ατομική ποιότητα των δραστηριοτήτων, ώστε να κατοχυρώνεται η ενεργοποίηση και των τριών κύριων πόλων της εκπαιδευτικής διαδικασίας: του ατόμου, της μικρής ομάδας και της τάξης ως σύνολο. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται οι διαφορετικές μορφές διδασκαλίας και μάθησης. Οι κοινόχρηστες λειτουργίες – είσοδος, χώρος πολλαπλών χρήσεων, κυκλοφορία – συνενεργούν συνθέτοντας μία ρευστή ζώνη, μεταβλητού εμβαδού και γεωμετρίας, η οποία διαμορφώνεται έτσι ώστε να προσφέρει εστίες ενδιαφέροντος και δράσης στους μικρούς μαθητές. Το κατοψικό σχήμα της παρέχει ποικιλία σημείων αναφοράς διευκολύνοντας τον προσανατολισμό τους. Σημαντική είναι η συνεισφορά του τριγωνικού χώρου πολλαπλών χρήσεων, ο οποίος δίνει πολλές εναλλακτικές επιλογές λειτουργικής οργάνωσης και αντιληπτικού μετασχηματισμού. Ιδιαίτερη μέριμνα έχει ληφθεί για την διευθέτηση του φυσικού φωτός που εισχωρεί στο εσωτερικό του κτίσματος μέσα από ένα σύστημα κατακόρυφων (ανοίγματα) και οριζόντιων (skylights) διατρήσεων του κελύφους. Τα διαφορετικά μεγέθη και θέσεις τους σε σχέση με τον προσανατολισμό επιτρέπουν στα μικρά παιδιά να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές του φωτός ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή, ενώ η μη κανονική διάταξή τους τα συμπαρασύρει σε ένα ασυνήθιστο παιχνίδι θέασης του άμεσου και μακρινού τοπίου.
Ο σχεδιασμός ενσωματώνει αναφορές στη φύση, όπως είναι το ξύλο και το πράσινο χρώμα που κυριαρχούν εσωτερικά και εξωτερικά του κτιρίου. Η συγκεκριμένη χρωματική επιλογή δεν είναι τυχαία, μελέτες σχετικές με την χρωματοθεραπεία έχουν δείξει ότι το πράσινο ενθαρρύνει την εκδήλωση των συναισθημάτων και ηρεμεί. Η σύνταξη της υπαίθριας περιοχής ανταποκρίνεται στην διάκριση των ρόλων των διαφορετικών δράσεων που εκτυλίσσονται εδώ: διάλειμμα, γυμναστική, οργανωμένο παιχνίδι κ.ο.κ. Τμήματα πιο “εκτεθειμένα” για ομαδικές δραστηριότητες και άλλα περισσότερο “κρυφά”, ζώνες κίνησης, στάσης και συνεύρεσης, ταξινομούν τον περιβάλλοντα χώρο. Με σκοπό να ενισχυθεί η ενασχόληση των παιδιών με τη γη, κάθε τάξη διαθέτει το δικό της περιβόλι που το καλλιεργούν οι ίδιοι οι μικροί μαθητές. Γενικά επιδιώχθηκε η δημιουργία ενός πυκνόφητου ευανάγνωστου κήπου, που αναφύεται σαν νησίδα πρασίνου μέσα στην πόλη.
“Το παιδί χρειάζεται περισσότερο πρότυπα παρά κριτική, το παράδειγμα είναι πιο αποτελεσματικό από το δίδαγμα”, αναφέρει σε κείμενό του ο Βρετανός φιλόσοφος Herbert Spencer, και συνεχίζει: “ο κυριότερος στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι η γνώση αλλά η δράση”. Θεματοποιώντας τις σχέσεις: “μάθηση/παιχνίδι/χώρος”, την σύνθεση απασχόλησε η εμπειρία που θα εισπράττουν τα νήπια μέσω της νοητικής και συναισθηματικής τους συσχέτισης με το κτίσμα. Συστήνει έτσι μια νέα μικρή “γεωγραφία του κόσμου”, έναν ανεξερεύνητο “τόπο θαυμάτων” παλλόμενο από εναλλασσόμενες “εναιωρήσεις” και “καταβυθίσεις”. Ο σχεδιαστικός χειρισμός αντιμετώπισε το Νηπιαγωγείο σαν ένα “αντικείμενο/παιχνίδι” σε κλίμακα 1:1 – η ογκοπλαστική εκτύλιξη, σχηματοποιημένη από λευκά (κύριο σώμα κτιρίου) και ξύλινα μέρη (ημιυπαίθριοι χώροι), αναζήτησε την έμπνευσή της στα “modules” ενός συστήματος τύπου “lego” που αθροιζόμενα δημιουργούν την τελική φόρμα. Το “puzzle” συμπληρώνουν τα παραλληλεπίπεδα πλαίσια των ανοιγμάτων που μοιράζονται ακανόνιστα στο κέλυφος διεκδικώντας δυναμικά το χώρο τους. Οι μικρές αυτές “φωλιές”, σε συνδυασμό με τις διάτρητες επιφάνειες σχήματος “Γ” των ημιυπαίθριων χώρων που θυμίζουν θεατρικό σκηνικό, προσφέρουν ευκαιρίες για εξερεύνηση, οικοποίηση και παιχνίδι, ενόσω επιτρέπουν στον μικρό μαθητή να κατανοήσει τη λογική των επιμέρους κατασκευών από τις οποίες συγκροτείται ένα οικοδόμημα. Παράλληλα αναγγέλλουν τις χωρικές ποιότητες, μορφές και αναλογίες που μπορεί να γεννήσει η αρχιτεκτονική ποιητική, καθώς τον “ταξιδεύουν” από τον οργανωτικό ρόλο της κάτοψης στην εμπειρία της προοπτικής αίσθησης.
Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε το concept μας κέντρισε το ενδιαφέρον η πρόκληση να δημιουργήσουμε έναν ελκυστικό τόπο ο οποίος θα “εικονοποιεί” στο χώρο τις παιδικές μας φαντασιώσεις. Η διάσταση αυτή – ενός “ουτοπικού κόσμου” που καλεί το παιδί να τον ανακαλύψει, να πειραματιστεί μαζί του, διατηρώντας μια διαρκή υπόσχεση – είναι ωσεί παρούσα στον σχεδιασμό. Στον επινοημένο τούτο τόπο, το “φαντασιακό” πρόσημο – το οποίο αρνείται την a priori αντιστοίχηση του προσχολικού χώρου με τις στερεοτυπικές λογικές σύνθεσής του – εγκαλεί ταυτόχρονα σε ονειρόποληση και επιθυμία ερμηνείας, ενεργοποιώντας το πνεύμα, τις αισθήσεις και τη φαντασία του μικρού μαθητή. Μας ξεναγεί σε μία αρχιτεκτονική των νοητικών και συναισθηματικών “απολαύσεων”, όπου τα παιδιά θα παίζουν, θα σκέφτονται, θα βιώνουν εμπειρίες, θα θυμούνται, θα αμφισβητούν, θα μαθαίνουν, θα γίνονται αυτό που είναι. Το κτίριο του Νηπιαγωγείου, με την ποικιλία των αναγνώσεων και την ιδιοτυπία των στοιχείων του, διεκδικεί καίριο ρόλο στη διαδικασία ανάπτυξης, κοινωνικοποίησης και αγωγής του μικρού παιδιού, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής.
Στατική μελέτη : Ιωάννης Βάγιας, Δρ.Μηχ., Καθηγητής ΕΜΠ
Ηλεκτρομηχανολογική μελέτη : HM Engineering AE
Φυτοτεχνική μελέτη : Εύα Παπαδημητρίου, Γεωπόνος-Αρχιτέκτων Τοπίου
Σύμβουλος ακουστικής μελέτης : Dr. G. Schubert
Σύμβουλος χρωματικής μελέτης : Βάσω Τρίγκα, Ζωγράφος
Τοπογραφική αποτύπωση : Ιωάννης Γεωργαντέλης, Τοπογράφος Μηχανικός
Μελέτη : 2012-2013
Κατασκευή : 2013-2014
Project manager : Ιωάννης Μπουμπουράκης, Αρχιτέκτων Μηχανικός
Κατασκευαστής : Πλέθρον Κατασκευαστική
Φωτογράφιση : Χαράλαμπος Λουϊζίδης