Δ026.18 Αναδίπλωση - Από τη Γέννηση στον Θάνατο


Διπλωματική Εργασία: Αναδίπλωση - Από τη Γέννηση στον Θάνατο
Φοιτήτρια: Μαρία Ι. Παπαπηδημητρίου 
Επιβλέπων Καθηγητής: Δημήτρης Γιαννίσης
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών | Ιούνιος 2018



ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Η παρούσα διπλωματική εργασία αφορά στον σχεδιασμό μιας αυτόνομης βιωματικής εγκατάστασης εικαστικού χαρακτήρα.

Η εγκατάσταση αναπαριστά τον κύκλο ζωής ενός ανθρώπου, και είναι σχεδιασμένη ώστε ο επισκέπτης να ακολουθεί την πορεία μιας ζωής μέσω της πορείας της εγκατάστασης. Η ανάλυση της σύνθεσης στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες: την πνευματική διάσταση του ανθρώπου και την σωματική. Με βάση, λοιπόν, την πρόσληψη της γνώσης και την κινητικότητα του σώματος, στο πέρασμα των χρόνων, γίνεται η βασική προσέγγιση των χώρων. Αφενός παραλληλίζεται το φως με τη γνώση, αφετέρου η κινητικότητα προσδιορίζεται μέσω της σχέσης του σώματος με το έδαφος και την σκεπή, ενώ το κέλυφος ταυτίζεται με το σώμα.


Διατηρώντας ως βασικό άξονα το αποτύπωμα του χρόνου στην ύλη με αποτέλεσμα τη φθορά της (αποδόμηση, αποσύνθεση, αλλοίωση, διάτρηση, εξαΰλωση), κατασκεύασα αποσπασματικές μακέτες για την διερεύνηση των διαφορετικών τρόπων λειτουργίας ενός χώρου ως προς το εκάστοτε ζητούμενο.


Η πορεία ξεκινάει από τη μηδενική γνώση και φτάνει στην αντίληψη του κόσμου και την παρατήρηση από μια άλλη οπτική. Παράλληλα το σώμα τοποθετείται σε ένα πλαίσιο αρχικά περιορισμένο και ανασφαλές, αλλά συνάμα προστατευμένο, όπου η κινητικότητα είναι έντονη και απαιτείται αναζήτηση της πορείας. Ενώ καταλήγει σε ανάβαση προς ένα δυσπρόσιτο αμφιθέατρο.


Στο πρώτο μισό κομμάτι της διαδρομής έχουμε κίνηση ως προς το έδαφος, στον οριζόντιο άξονα, ενώ στο δεύτερο μισό στον κατακόρυφο.

Οι  σχέσεις που δημιουργούν τα τοιχία και η στέγαση ορίζουν συνδυαστικά τις σχέσεις με το εσωτερικό και το εξωτερικό του περιβλήματος, ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται το σώμα στην πορεία. Ορίζοντας το σημείο της ενηλικίωσης διαγράφεται η χάραξη που ανεβάζει σταδιακά τη μάζα από την εκκίνηση προς το ανώτατο σημείο όπου πλέον είναι πλήρης στον κατακόρυφο άξονα, και στη συνέχεια η αντίστοιχη χάραξη αναδιπλώνει τη μάζα του τοιχίου δημιουργώντας στην εσωτερική πορεία την αίσθηση ότι σταδιακά εξαφανίζεται. Η  πορεία εξελίσσεται σε δύο μέρη, το πρώτο μέρος αποτελείται από το σημείο εκκίνησης των τοιχίων μέχρι την κατάληξή τους στο έδαφος, ενώ το δεύτερο μέρος είναι η ανοδική επιστροφή προς το σημείο εκκίνησης, περνώντας πάνω και δίπλα από την πορεία που έχει ήδη χαραχθεί.


ΑΝΑΛΥΣΗ:

Συνθέτοντας λοιπόν σε μία γραμμική και μη διακοπτόμενη πορεία τα στοιχεία αυτά προκύπτουν δύο ενιαία ισομεγέθη τοιχία που φέρουν ανάμεσά τους, δίπλα τους και κάτω τους τις κεντρικές διαστάσεις της εξέλιξης, λειτουργώντας αρχικά σαν σκεπή, στη συνέχεια σαν περίβλημα, σαν όριο και τελικά ως ράμπα.


Η περιστροφική μετατόπισή τους διαμετρικά του κεντρικού άξονα αυξάνει τον εσωτερικό χώρο της εγκατάστασης και σε συνδυασμό με την πτώση των τοιχίων, ανοίγει την οπτική στο γύρο περιβάλλον.


Έτσι ξεκινάμε με την είσοδό μας στην εγκατάσταση, περνώντας ο καθένας μόνος του, κάτω από την γωνιακή επαφή των δύο ακμών των τοιχίων, ένα σημείο που δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας και αδυναμίας.


Παράλληλα, το τμήμα της πρώτης 20ετίας συμπίπτει σε κατακόρυφο άξονα με το τμήμα του τέλους της ζωής, τα οποία είναι και τα δύο τμήματα με την μεγαλύτερη ένταση όσον αφορά στις ανατροπές που γίνονται σύμφωνα με τις εξελικτικές πορείες που έχουν οριστεί. 
Στο τμήμα λοιπόν αυτό τοποθετούνται κατακόρυφοι πυλώνες, ενωτικοί των δύο επιπέδων, με διαφορετική λειτουργία για το καθένα. Αναπτύσσονται σε 2 καννάβους, αλληλοεπικαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τα οπτικά κενά ως προς την οριζόντια κίνηση του πρώτου επιπέδου.


Κατά την είσοδό μας κρέμονται  πάνω από το σώμα τρία οριζόντια δοκάρια στο μέγεθος διατομής των πυλώνων, εντείνοντας το αίσθημα της απειλής και της άγνοιας των συνθηκών που επικρατούν. Στα πρώτα βήματα οι αιωρούμενοι αυτοί πυλώνες πλησιάζουν κλιμακωτά προς το έδαφος, σα μια ανεστραμμένη σκάλα, αναγκάζοντας τον περαστικό να αλλάξει τη συνήθη στάση του σώματος του, σκύβοντας, ώστε να αποκτήσει εκ  νέου τη βάδιση αμέσως μετά. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε ήδη σε μεγάλη συσκότιση λόγω της τοποθέτησης των πυλώνων, και ξεκινάει η αναζήτηση της συνέχισης της πορείας.


Τα ανοίγματα καθώς βρισκόμαστε στην παιδική ηλικία είναι συγκεκριμένα , έτσι και η πορεία που πρόκειται να χαράξουμε είναι ορισμένη και περιορισμένη, αλλά σαφής. Έχουμε ήδη κατέβει μια μικρού μήκους απότομη ράμπα και ανέβει αμέσως μετά τρία σκαλιά, περνώντας από μια δυσνόητη κατάσταση κίνησης. Καθώς τα τοιχία παράλληλα ανοίγονται προς τις διαγώνιες χαράξεις, η κίνηση γίνεται ξεκάθαρη και το βάδισμα αποκτά αυτοπεποίθηση. Έχοντας περάσει στο εφηβικό στάδιο, τα ανοίγματα γίνονται μεγαλύτερα και περισσότερα σε επιλογές, καθώς αφήνουν σταδιακά και την εισχώρηση περισσότερου φωτός εντός της ακόμα κλειστής πορείας. Ταυτόχρονα αρχίζει να υπάρχει σημειακά οπτική επαφή με τον έξω κόσμο.


Φτάνοντας  στα νεανικά χρόνια το φως πλέον εισέρχεται άπλετο γύρω από το σώμα, ενώ όσο προχωράμε το άνοιγμα προς το γύρο περιβάλλον αυξάνει. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου πλέον υπάρχει η δυνατότητα να συναντηθούμε με πολλούς ανθρώπους και να επιλέξουμε ελεύθερα πώς θα κινηθούμε.


Περνώντας στη μέση ηλικία, ο περιορισμός των τοιχίων έχει ήδη υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο του βλέμματος και η οπτική μας μπορεί πια να περιπλανηθεί σε ένα πολύ ευρύτερο κομμάτι του περιβάλλοντα χώρου.


Από την είσοδο στην Τρίτη ηλικία ξεκινάει μια δύσκολη ανάβαση, στο πτερύγιο του τοιχίου, το οποίο έχει μια έντονη κλίση, ενώ παράλληλα όσο εξελίσσεται η κίνηση πάνω σε αυτό το πλάτος του μικραίνει, περιορίζοντας την κίνηση και προκαλώντας ανασφάλεια καθώς το ύψος όλο και αυξάνει.


Πλησιάζοντας την Τρίτη ηλικία το σημείο είναι εύθραυστο, έτσι περνάμε στο στέγαστρο από λαμαρίνα που οδηγεί στο αμφιθέατρο, με πλήρη οπτική για όλη την εγκατάσταση, όπου συναντάμε την απόληξη των κολώνων της αρχικής ανάπτυξης που έχει ολοκληρωθεί, πάνω στις οποίες μπορούμε να καθίσουμε και να παρατηρήσουμε σε αμφιθεατρική κλίση τον τόπο γύρω μας, εδραζόμενοι  πάνω από το τμήμα εκκίνησης, έχοντας διανύσει όλη την πορεία. Οι απολήξεις από τις κολώνες αυξάνουν καθ’ ύψος, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολο και επίφοβο το να φτάσει κανείς μέχρι το τέλος. Η θέα γύρω ανοίγεται περιμετρικά, με το φως να εισέρχεται ελεύθερα.


Ολοκληρώνοντας την αφήγηση της πορείας , να διευκρινιστεί ότι η εγκατάσταση είναι σχεδιασμένη ώστε να λειτουργεί αυτόνομα, όπως και η ζωή του κάθε ανθρώπου. Θέλοντας να συμβολίσω πώς ανακαλύπτει, μεγαλώνοντας ο κάθε άνθρωπος, μία νέα οπτική για την παρελθούσα ζωή του, τοποθετώ την εγκατάσταση πάντα με κατεύθυνση προς το σημείο της θέας. Την θέα που κανείς δεν είναι σε θέση να δει κατά την εκκίνηση της διαδρομής, αλλά και όσο είναι εν κινήσει.  Η θέα του  αποκαλύπτεται μετά την ανάβαση στο αμφιθέατρο,  πριν το στάδιο της ανάπαυσης.