Τίτλος: Επεμβάσεις για τη δημιουργία δημόσιων χώρων και κοινωνικών υποδομών στην περιοχή της Ξηροκρήνης
Φοιτήτρια: Ζαχαράκη Μάρα
Επιβλέποντες καθηγητές: Πατρίκιος Γ., Κόκκορης Π., Παπαγιαννόπουλος Γ.
Πολυτεχνική Σχολή Δ.Π.Θ., Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Διανύοντας μια περίοδο στασιμότητας στον τομέα των αρχιτεκτονικών έργων ώς απόρροια της οικονομικής κρίσης μπορεί κανείς να φτάσει στην εξής παρατήρηση: Ενώ από την μια τα προηγούμενα χρόνια κατασκευάστηκαν πολλά έργα, η έλλειψη δημόσιου χώρου στις σύγχρονες ελληνικές πόλεις αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων στους αρχιτεκτονικούς κύκλους. Η έλλειψη αυτή προκύπτει τόσο από την αυτοαναφορικότητα ορισμένων δημόσιων χώρων, όσο και από την αποτροπή οικειοποίησής τους από τους κατοίκους. Έτσι παρόλο που υπάρχει δημόσιος χώρος τελικά δεν είναι εύκολα προσβάσιμος στους πολίτες ώστε να τον κατοικήσουν και να τον οικειοποιηθούν.
Η αντιμετώπιση μέρους των δημόσιων κτηρίων ως αυτοαναφορικές μονάδες, που δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό, συνήθως εκφράζεται με την κλασική περίφραξη που τα οριοθετεί. Αυτή η οριοθέτηση είναι μεν ορισμένες φορές απαραίτητη ώστε να προστατευτεί το άμεσα ενδιαφερόμενο κοινωνικό σύνολο που δρα στον εκάστοτε χώρο [όπως τα προαύλια των σχολείων είναι περιφραγμένα για την προστασία των παιδιών], τελικά όμως λειτουργεί αποτρεπτικά για την υπόλοιπη κοινωνία καθιστώντας τους ‘νεκρούς χώρους’ όταν δεν χρησιμοποιούνται από τους άμεσα ενδιαφερόμενους [τα σχολεία παραμένουν ακατοίκητα τα απογεύματα, στις εορταστικές περιόδους, και για ολόκληρο το καλοκαίρι]. Σε αυτή την κατηγορία κτηρίων μπορούν να ανήκουν τόσο οι εκπαιδευτικοί χώροι όσο και δημόσιες υπηρεσίες.
Στους υπαίθριους δημόσιους χώρους το φαινόμενο εντοπίζεται αλλιώς. Παρόλο που υπάρχει ανοιχτός δημόσιος χώρος πολλές φορές μένει ακατοίκητος. Οι κάτοικοι των περιοχών δεν οικειοποιούνται τους χώρους αυτούς με αποτέλεσμα να μοιάζουν άδειοι. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μάλιστα όπου υπαίθριοι χώροι περιφράσσονται ως κομμάτι του κλειστού χώρου που τον συνοδεύει. Τέτοιο παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ο περίβολος μιας εκκλησίας. Αντίστοιχη περίπτωση περίφραξης ανοιχτού χώρου, που πλέον είναι και νομοθετικά απαραίτητη, εντοπίζεται στις παιδικές χαρές.
Η παρούσα διπλωματική εργασία προσπαθεί λοιπόν να διαπραγματευτεί τον υπάρχων δημόσιο χώρο μιας περιοχής κατοικίας μέσω του επαναπροσδιορισμού αλλά και την επαναοικειοποίησή του. Χώρο που έχει δοθεί στους πολίτες στο παρελθόν αλλά που λειτουργεί με τρόπο ώστε τελικά να μην απευθύνεται σε όλους. Θα μπορούσε η αυλή ενός σχολείου να λειτουργήσει ως ανοιχτός δημόσιος χώρος; Το σχολείο με τη σειρά του μπορεί να αποτελέσει έναν διαδραστικό χώρο τόσο για τα παιδιά στην κανονική λειτουργία του, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας κατά τη διάρκεια του χρόνου που αυτός ο χώρος παραμένει κλειστός; (να είναι με άλλα λόγια ένα ‘ανοιχτό σχολείο’;) Μπορεί η ανάγκη για δημόσιο χώρο να λυθεί μέσω αυτών που ήδη υπάρχουν και να δώσουν σε μια περιοχή τον χώρο που αναζητά;
Η επιλογή της περιοχής μελέτης [περιοχή Ξηροκρήνη, τμήμα του Δήμου Θεσσαλονίκης] προέκυψε μετά από την αναγνώριση στοιχείων που την χαρακτηρίζουν. Αναγνωρίστηκε λοιπόν μια περιοχή που γειτνιάζει με το κέντρο της πόλης αλλά δεν αποτελεί συνέχειά του. Χαρακτηρίζεται από απομόνωση σε διάφορα επίπεδα: απομόνωση από το ιστορικό κέντρο της πόλης, εσωστρέφεια της ίδιας περιοχής λόγω αυστηρών ορίων [οδός Λαγκαδά και Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός] καθώς και εσωστρέφεια των ίδιων των κατοίκων. Αποτελεί περιοχή κατοικίας, με χρήσεις που εξυπηρετούν τους κατοίκους σε τοπικό επίπεδο και χαρακτηρίζεται από δημόσιο άξονα που διατρέχει την περιοχή.
Η εσωστρέφεια σε συνδυασμό με την ύπαρξη του δημόσιου άξονα που συγκεντρώνει τις δημόσιες λειτουργίες της οδήγησε στην ανάγκη αναζήτησης τρόπων ώστε ο άξονας να λειτουργήσει ως πυρήνας για την γειτονιά παρέχοντάς της την αναγκαία για τους κατοίκους δημόσια ζωή. Ο άξονας αυτός, που αποτελεί γραμμική κίνηση μέσα στην περιοχή και είναι απροσπέλαστη στο μεγαλύτερό της μήκος λόγω των προαναφερθέντων ορίων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ‘εσωτερικός κήπος’ για την περιοχή, προτρέποντας τους κατοίκους να κατοικήσουν ‘έξω’, διατηρώντας όμως την εσωστρέφεια που οι ίδιοι μοιάζουν να αποζητούν.
Η εσωστρέφεια των κατοίκων, οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό μετανάστες και χαμηλών οικονομικών στρωμάτων, εντοπίστηκε μέσα από συζητήσεις κατά τη διάρκεια περιπλανήσεών και ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα της εχθρικής πολιτικής της κρατικής εξουσίας. Βλέποντας κάποιον ξένο’ [δηλαδή εμένα] να περιπλανιέται στην περιοχή τους ένιωθαν την ανάγκη να υπερασπιστούν τον τόπο τους και εξέφραζαν τον φόβο μήπως κάποιος έχει την πρόθεση να τους διώξει.
Η ανάγκη να λειτουργήσει ο άξονας ως ‘εσωτερικός κήπος’ προκύπτει λοιπόν από την θέληση να προστατέψει τα υπάρχοντα κοινωνικά σύνολα από μετασχηματισμούς της περιοχής. Καθώς η Ξηροκρήνη βρίσκεται κοντά στο κέντρο, στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό αλλά δίπλα και σε μελλοντικό σταθμό του μετρό, μια ανάπλαση στο εσωτερικό της θα μπορούσε εύκολα να τη συνδέσει με το κέντρο της πόλης, να εμφανίσει χρήσεις κέντρου πόλης και τελικά να οδηγήσει σε ένα είδος gentrification της περιοχής, αλλάζοντας την αξίας γης και αναγκάζοντας τους κατοίκους να αναζητήσουν αλλού φτηνότερη κατοικία.
Μέσω της πολεοδομικής ανάλυσης εντοπίζονται τα προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης σε πλαίσια γειτονιάς. Αυτά θα συντάξουν μια πρόταση επέμβασης σε ολόκληρη περιοχή. Η πρόταση δεν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο αλλά μπορεί να οργανωθεί και να εκτελεστεί σε βάθος χρόνου μέσα από τέσσερις φάσεις. Ο σχεδιασμός στα πλαίσια της διπλωματικής θα μείνει σε επίπεδο πρότασης και όχι συνολικής εκ βάθους επίλυσης καθώς η επίλυση θα πρέπει να προκύψει σε βάθος χρόνου ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της περιοχής. Τελικά θα εξεταστεί ένα πρώτο κομμάτι της πρώτης φάσης, δηλαδή ο επαναπροσδιορισμός του δημόσιου άξονα.
Ζητούμενο στον σχεδιασμό ήταν η ενοποίηση του άξονα και το άνοιγμά του προς τον υπόλοιπο χώρο της γειτονιάς. Οι δυο κύριοι παράγοντες που έπρεπε να διευθετηθούν για τον γενικότερο σχεδιασμό ήταν ο τρόπος που θα ‘άνοιγαν’ τα σχολεία, καθώς και το τι θα γινόταν με το Κέντρο Υποστήριξης Κακοποιημένων Γυναικών που εντοπίζεται στην περιοχή. Αυτοί ήταν και οι πιο κλειστοί από την φύση τους χώροι, καθώς οι υπόλοιποι επιδέχονταν ευκολότερα αλλαγές στον σχεδιασμό τους, μιας και πρόκειται για ανοιχτούς αδιαμόρφωτους χώρους.
Καθώς η χρήση του σχολείου φέρει μαζί της κάποια στοιχεία προστασίας για τα παιδιά και με δεδομένο το υφιστάμενο εκπαιδευτικό σύστημα και την λειτουργία του στον ελλαδικό χώρο κρίθηκε απαραίτητο να διατηρηθεί η προστασία που παρέχεται, με διαφορετικό όμως τρόπο. Ενώ αρχική σκέψη ήταν το γκρέμισμα των φραχτών που δίνουν στα σχολεία την αίσθηση της περιφρούρησης. Σε δεύτερη ανάγνωση κρίθηκε τελικά σκόπιμο να γίνει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση σχεδιασμού, καθώς η δημιουργία ενός πραγματικά ανοιχτού χώρου δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και να λειτουργήσει στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνίας. Έτσι για να μπορέσει το σχολείο να λειτουργεί με μη αποτρεπτικό τρόπο για τα παιδιά αλλά και για να ανοίξει προς το σύνολο της κοινωνίας (τις περιόδους που δεν λειτουργεί με το κανονικό του ωράριο, είτε ως πλατεία, είτε ως χώρος συνελεύσεων γειτονιάς, είτε με εκπαιδευτικά προγράμματα) κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενδιάμεσων χώρων, «κατωφλιών». Τα κατώφλια αυτά αποτελούν δημόσιους χώρους που επιτρέπουν το πέρασμα από τον ευρύτερο δημόσιο χώρο στον προαύλιο χώρο των σχολείων, και σκοπό έχουν να αντικαταστήσουν τις περιφράξεις. Η περίφραξη εξακολουθεί να υφίσταται όπου είναι αναγκαία, όμως μπορεί να λάβει άλλες σχεδιαστικές μορφές, πιο φιλικές προς τους χρήστες. Οι νέοι χώροι-«κατώφλια» λειτουργούν ως πλατείες και αποτελούν τα ενοποιητικά στοιχεία των διάφορων υπαρχόντων αυτοαναφορικών κτηρίων με στόχο τη ζητούμενη ενοποίηση του άξονα.