Τίτλος: Κέντρο Ψυχικής Υγείας στην πλατεία Κοτζάμπαση Χανίων
Υπότιτλος: Σχεδιασμός μίας ενδιάμεσης κοινοτικής δομής ψυχικής υγείας στο κέντρο της πόλης των Χανίων
Φοιτήτριες: Βασιλική Ζώτου, Ελένη Ιωάννου
Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης Τσακαλάκης (Επίκουρος Καθηγητής)
Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία παρουσίασης: Οκτώβριος 2016
Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί ο σχεδιασμός ενός Κέντρου Ψυχικής Υγείας στην πλατεία Κοτζάμπαση Χανίων. Η συγκεκριμένη πρόταση επιχειρεί μία απόπειρα έκφρασης του χωρικού μοντέλου της αποϊδρυματοποίησης και της κοινοτικής ψυχιατρικής. Στη νέα ψυχιατρική εποχή, η θεραπευτική πράξη απεγκλωβίζεται από τα αυστηρά όρια του ασύλου, το οποίο για πολλά χρόνια εξασφάλιζε τον περιορισμό και την επιτήρηση του διαφορετικού. Κυρίαρχες επιδιώξεις τίθενται η επανένταξη των ασθενών στην κοινωνική πραγματικότητα και η άρση του στίγματος που εξακολουθεί να συνοδεύει την ψυχική ασθένεια.
Στο πλαίσιο αυτό, ο χώρος του ασύλου αντικαθίσταται από τις ενδιάμεσες δομές ψυχικής υγείας, οι οποίες αποτελούν χώρους μικρής κλίμακας, για την θεραπεία, τη διαβίωση και την απασχόληση του πάσχοντα. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η ενσωμάτωσή τους στο δημόσιο βίο της πόλης, με σκοπό τη καταπολέμηση της ψυχωσικής ομογενοποίησης ,ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας παραμονής στα άσυλα, και τη συνάντηση με το βλέμμα της κοινωνίας. Έτσι, χωροθετούνται σε κεντρικά σημεία των πόλεων και σε άμεση συσχέτιση με άλλες δημόσιες χρήσεις και χώρους.
Όσον αφορά στην υλοποίηση των παραπάνω θέσεων στην συγκεκριμένη διπλωματική εργασία, η αναζήτηση της κατάλληλης χωροθέτησης του Κέντρου Ψυχικής Υγείας αποτέλεσε βασική παράμετρο για τη συνολική συνθετική αντιμετώπιση της πρότασης. Η θέση της πλατείας Κοτζάμπαση, όντας ένας κόμβος σύνδεσης των δημόσιων χώρων της Πλατείας της Αγοράς, της Πλατείας 1866 και του πεζόδρομου της οδού Μουσούρων, δύναται να ευνοήσει τη ζητούμενη συνδιαλλαγή των ασθενών με την υπόλοιπη κοινωνία των Χανίων, προκειμένου οι πάσχοντες να ανακτήσουν την κοινωνική τους ταυτότητα και να απαλλαγούν από το στίγμα περιθωριοποίησης. Ταυτόχρονα, η περιοχή που επιλέγεται, οριοθετείται από δημόσιους χώρους διαφορετικού χαρακτήρα και έντασης, εξυπηρετώντας τις επιμέρους βαθμίδες επαφής με τη δημόσια ζωή, ανάλογα με την εκάστοτε λειτουργία του Κέντρου. Το κτηριολογικό πρόγραμμα συγκροτείται από μία δημόσια βιβλιοθήκη, τα γραφεία του προσωπικού, τους χώρους των ομαδικών και των ατομικών συνεδριών. Η δημόσια βιβλιοθήκη τοποθετείται στη συμβολή της πλατείας με τον πεζόδρομο που τη συνδέει με την Πλατεία 1866, με σκοπό τόσο την τροφοδότηση των δημόσιων αυτών χώρων, όσο και ως αφορμή για τη συνδιαλλαγή του κοινωνικού συνόλου με το Κέντρο.
Βασική χειρονομία αποτελεί η διάσπαση της συμπαγούς ιδρυματικής φιγούρας σε τέσσερις επιμέρους διαφανείς όγκους, οι οποίοι διαφοροποιούνται ως προς το ύψος. Προκύπτουν μετά τη δημιουργία ενός εσωτερικού κενού στο κέντρο του οικοπέδου και τη διάσπαση του εναπομείνοντος περίκλειστου οικοδομικού τετραγώνου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συνδέσεων με τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Η απόλυτη διαφάνεια αναδεικνύει τη νέα ορατή ταυτότητα της ψυχικής νόσου, καθώς και το δημόσιο χαρακτήρα των δομών ψυχικής υγείας. Οι όγκοι δεν τοποθετούνται παράλληλα με τις ρυμοτομικές γραμμές του οικοπέδου, δημιουργώντας κοίλους και κυρτούς ενδιάμεσους χώρους μεταξύ του ΚΨΥ και της πόλης, αναλόγως με το βαθμό ενθάρρυνσης ή αποθάρρυνσης επαφής και ανταλλαγής βλεμμάτων μεταξύ των δύο κόσμων.
Τα αυστηρά όρια μεταξύ της ψυχικής ασθένειας και της πόλης, αντικαθίστανται από οπτικά φίλτρα, καθώς περιμετρικά των όγκων τοποθετείται διάτρητο μεταλλικό πλέγμα. Ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με τη φύτευση, προκύπτει μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μέσω της εισχώρησης του φωτός και της εναλλαγής με τη σκιά. Μεταξύ του πλέγματος και του Κέντρου, μεσολαβεί ένας ακόμη ενδιάμεσος χώρος, μία περιμετρική δημόσια ράμπα, που προσφέρει μία διττή εμπειρία: αφενός, μια συνολική, αλλά «αποστασιοποιημένη», επαφή με τις δραστηριότητες του κέντρου, αφετέρου τη δημιουργία μικρών δημόσιων χώρων στα δώματα, με πολλαπλές οπτικές φυγές προς την πόλη των Χανίων.
Όσον αφορά στον σχεδιασμό του εσωτερικού, επιλέχθηκαν η απροσδιοριστία και η μη ιεραρχία των χώρων, με στόχο την αναγνώριση της υποκειμενικότητας του πάσχοντα και την ενθάρρυνση της προσωπικής επιλογής. Οι χώροι των επιμέρους εσωτερικών λειτουργιών χωροθετούνται σε μικρότερους όγκους, τοποθετημένους καθ’ύψος, ενώ τα δώματα και το ισόγειο αποτελούν μεταβατικούς ενδιάμεσους χώρους μεταξύ των όγκων. Οι κινήσεις, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, δεν είναι προκαθορισμένες, με πρόθεση την ενσωμάτωση του στοιχείου της περιπλάνησης που επεκτείνεται στον αστικό ιστό.
Τέλος, ο σχεδιασμός της πλατείας χρησιμοποιεί ως αφορμή το συνθετικό αποτέλεσμα του δημόσιου κτηρίου του ΚΨΥ. Αντίστοιχοι, τυχαία, τοποθετημένοι όγκοι και επιφάνειες διαχέονται στο δάπεδο της πλατείας, δημιουργώντας τον εξοπλισμό της, καθιστικούς χώρους και χώρους φύτευσης.