Τίτλος: (Μετά) φυσική παύση καθημερινότητας «εν ομόνοια»
Φοιτήτριες: Σοφία Νεφέλη Ματσούκη, Θεοδώρα Μόσχου
Επιβλέπων καθηγητής: Νίκος Σκουτέλης
Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
«Μια μέρα και ίσως σύντομα, πρέπει να αναγνωρίσουμε τι λείπει κυρίως από τις μεγάλεις μας πόλεις: ήσυχα και μεγάλα επεκτεινόμενα μέρη για στοχασμό. Εμείς που είμαστε αρκετά άθεοι δεν μπορούμε να σκεφτούμε τις σκέψεις μας μέσα σε χώρους σαν τους Ναούς. Θέλουμε να δούμε τους εαυτούς μας να μεταφράζονται σε πέτρα και φυτά. Θέλουμε να κάνουμε περιπάτους μέσα μας όταν περιπλανιόμαστε σε αυτά τα κτίρια και σε αυτούς τους κήπους.»
Γεννημένοι, μεγαλωμένοι και συνωστισμένοι στις μεγάλες μας πόλεις, πλέον αναγνωρίζουμε ως φυσικό μας περιβάλλον τον άνθρωπο και την υλοποιημένη του σκέψη, τον χώρο του άστεως. Ως εκ τούτου, μας ενδιαφέρει το σημερινό περιβάλλον όπου ζει και εργάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, το οποίο δεν είναι άλλο από τις σύγχρονες μητροπόλεις οι οποίες και συσσωρεύουν το μεγαλύτερο πληθυσμό. Στόχος είναι να παρατηρήσουμε την καθημερινότητα και τη ζωή της μεγαλούπολης και να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια λύση στις προβληματικές συνθήκες που εντοπίζουμε.
Η απότομη ασυνέχεια σε όσα αρπάζει μια ματιά, η απροσδόκητη εισβολή εντυπώσεων και η γοργή συσσώρευση μεταβαλλόμενων εικόνων αποτελούν ψυχολογικές συνθήκες ζωής που δημιουργεί η μεγαλούπολη. Η ψυχολογική βάση της προσωπικότητας που αναπτύσσεται στη μεγαλούπολη συνίσταται στην εντατικοποίηση της νευρικής διέγερσης η οποία προκαλείται από τη γρήγορη και αδιάκοπη μεταβολή των εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων.
Παράλληλα, η εντατικοποίηση της εργασίας και οι ταχείς ρυθμοί ζωής συμπαρασέρνουν το άτομο σε μία ρουτίνα καθημερινότητας με αλλοτριωτική δύναμη για τον ίδιο. Οι παραπάνω συνθήκες, όπου ο χρόνος δρα σε καθεστώς συνεχούς επιτάχυνσης, απομακρύνουν και αποξενώνουν τον άνθρωπο από την ίδια του την φύση. Τις παραπάνω συνθήκες επιλέγουμε να τις ονομάσουμε Κόσμος της Εγρήγορσης.
Οι εργαζόμενοι κατευθύνονται στις δουλειές τους. Μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις, άγχος, μεγάλες διαδρομές από και προς τη δουλειά μέσα στον συνωστισμό των μέσων μεταφοράς... Ο άνθρωπος κινείται μέσα στην πόλη μηχανικά, σε μια συνεχή πάλη με τα λεπτά και τις ώρες. Οι ταχείς ρυθμοί ζωής προκαλούν σύγχυση, αποπροσανατολίζουν και απομακρύνουν τον άνθρωπο από την ίδια του τη φύση. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει χρόνο να στοχαστεί και να αφιερώσει χρόνο στην ψυχή και το πνεύμα του.
Κάνοντας μια αναγωγή στο παρελθόν, γνωρίζουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα η ζωή ήταν κατεξοχήν προσανατολισμένη στην ανάταση του πνεύματος, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα της σύγχρονης ζωής, όπου οι ταχείς ρυθμοί ζωής δεν επιτρέπουν το στοχασμό και περιορίζουν τους πνευματικούς ορίζοντες.
Η βελτίωση της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου δεν είναι θέμα υλιστικό αλλά πνευματικό. Η απόκτηση της εσωτερικής γαλήνης και υγείας απαιτούν την επανεισαγωγή τελετουργιών στη σύγχρονη ζωή. Οι τελετές ανοίγουν το δρόμο στην επαφή με το αίσθημα του υπερβατικού, δίνοντας μεταφυσική διάσταση στην καθημερινότητα και νόημα στην ύπαρξή μας.
Στόχος μας είναι να προσεγγίσουμε το υπερβατικό μέσα στο συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο που ζούμε, μέσα στη σύγχρονη ζωή έτσι όπως έχει διαμορφωθεί έως τώρα, με σύγχρονους όρους. Στοχεύουμε στην καθημερινότητα γιατί θέλουμε τη μέγιστη δυνατή επίδραση.
Η πρότασή μας αναζητά μια ουτοπία φτιαγμένη για τους κατοίκους της. Επιχειρούμε μέσα στον Κόσμο της Εγρήγορσης να αντιπροτείνουμε μία μεταφυσική παύση καθημερινότητας, έναν νέο κόσμο που ονομάζουμε Κόσμο του Ονείρου. Έτσι, στόχος τίθεται η μετάβαση από τον κόσμο της εγρήγορσης στον κόσμο του ονείρου. Οι νέοι χώροι επιδρούν στην ψυχή του επισκέπτη, τον βοηθούν να βγει από τον απατηλό κόσμο της εικόνας και της ύλης και να διαισθανθεί την ύπαρξη του άυλου κόσμου του πνεύματος.
Στόχος μας είναι να προσεγγίσουμε το υπερβατικό μέσα στο συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο που ζούμε, μέσα στη σύγχρονη ζωή έτσι όπως έχει διαμορφωθεί έως τώρα, με σύγχρονους όρους. Στοχεύουμε στην καθημερινότητα γιατί θέλουμε τη μέγιστη δυνατή επίδραση.
Συνεπώς, αναζητούμε τόπους μέσα στην πόλη με καθημερινή και επαναλαμβανόμενη χρήση και έτσι καταλήγουμε στους σταθμούς του μετρό. Το μετρό αποτελεί το σύμβολο της σύγχρονης μητρόπολης. Οι σταθμοί του μετρό συνιστούν μη τόπους – χώρους χωρίς ταυτότητα, καθώς κατ’ ουσία λειτουργούν αποκλειστικά για διέλευση και κίνηση . Οι επιβάτες έχουν μάθει να αξιολογούν τον χρόνο με βάση την παραγωγικότητα και τις επιδόσεις με αποτέλεσμα ο χρόνος αναμονής στο σταθμό να τους είναι ανούσιος.
Μέσω της διπλωματικής μας επιχειρούμε να αντιστρέψουμε τις παραπάνω συνθήκες. Στόχος μας είναι μέσα στον κόσμο αυτό της εγρήγορσης να δημιουργήσουμε μια παύση και να εγκαταστήσουμε ένα κόσμο ονείρου όπως το αποκαλούμε. Στο κόσμο του ονείρου, ο χρήστης εντάσσεται σε μια διαδικασία απομάκρυνσης από τα γήινα.
Από όλους τους σταθμούς μετρό της Αθήνας επιλέγεται αυτός της Ομόνοιας με την προοπτική ότι μπορεί να επαναληφθεί και σε άλλου σταθμούς η ίδια λογική. Η Ομόνοια συνιστά έναν πόλο όπου συγκλίνουν όλες οι κεντρικές αρτηρίες της Αθήνας και αποτελεί την καρδιά του ρεαλισμού της σύγχρονης μητρόπολης της Αθήνας καθώς περιέχει όλα τα συστατικά της στοιχεία: το αυτοκίνητο, το μετρό, τον ηλεκτρικό. Η επέμβαση μας επεκτείνεται από τον υφιστάμενο σταθμό του μετρό μέχρι την υπερκείμενη πλατεία και διαμορφώνεται παράλληλα με την συμβατική του χρήση.
Το αρχιτεκτονικό συντακτικό που χρησιμοποιούμε προέρχεται από την ιστορία και βασίζεται σε αρχέτυπα στοχεύοντας στην προσέγγιση του αισθήματος του υπερβατικού και της ψυχικής ανάτασης. Βασική συνθετική κίνηση αποτέλεσε η δημιουργία στο κέντρο της πλατείας Ομονοίας μιας τομής στο έδαφος υπό μορφής τρύπας και η αποκάλυψη του υποκείμενου σταθμού του ηλεκτρικού. Στο κέντρο του σταθμού τοποθετείται φύση όπου διασχίζεται από τις ράγες του ηλεκτρικού με έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Παράλληλα, στο αποτύπωμα της τομής δημιουργείται μια υπερυψωμένη πλατεία ,ένας νέος δημόσιος χώρος, όπου ο χρήστης έρχεται σε επαφή με ότι έχει απομείνει στην πόλη από τα φυσικά στοιχεία: τον ουρανό και τον αέρα. Η πλατεία Ομονοίας δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως συμβατική πλατεία. Είναι και θα παραμείνει η πλατεία του εφήμερου καθώς αποτελεί κόμβο κίνησης και έχει εντυπωθεί στη συνείδηση των κατοίκων ως τέτοια. Δεν θέλαμε να παρακάμψουμε τον χαρακτήρα της και το αυτοκίνητο.
Στο κατώτερο επίπεδο του σταθμού, παράλληλα με τη συμβατική λειτουργία του σταθμο, αναπτύσσεται ένας άλλος κόσμος όπου ο χρήστης εντάσσεται σε μία διαδικασία απομάκρυνσης από τα γήινα. Συνεπώς προτείνονται δύο δυνατότητες κίνησης οι οποίες δεν καταργούν το δικαίωμα της επιλογής. Η μετάβαση από τον κόσμο της εγρήγορσης στο κόσμο του ονείρου προϋποθέτει τα στάδια: επιλογή, απομάκρυνση, παρατήρηση, συνειδητοποίηση, τα οποία εμπεριέχονται έμμεσα μέσα στο κτήριο και μεταφράζονται σε συνθετικές προθέσεις. Μετά τα παραπάνω στάδια και τη διανοητική κάθαρση που επέρχεται οδηγείται, όχι η διάνοια, αλλά το συναίσθημα στην υπόνοια της υπερβατικής πραγματικότητας. Η πρότασή μας αναζητά μια ουτοπία φτιαγμένη για τους κατοίκους της πόλης.