Τίτλος εργασίας: WarScape: Αισθητική της Εξαφάνισης
Υπότιτλος: Πολεμικό Μουσείο στο ακρωτήρι Μεγάλου Εμβόλου
Φοιτήτρια: Αθηνά Αθιανά
Επιβλέπων Καθηγητής: Κωνσταντίνος Σακαντάμης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ιούλιος 2016
Η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση περιοχών με σημαντικό ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο. Η διπλωματική εργασία σχεδιασμού ασχολείται με την περίπτωση του Αγγελοχωρίου, το οποίο αποτελεί ένα παραθαλάσσιο χωριό, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Θεσσαλονίκης, σχεδόν πάνω στο ακρωτήριο ‘Μεγάλο Καραμπουρνού’ ή ‘Μεγάλο Έμβολο’. Το Αγγελοχώρι βρίσκεται σε ιδιαίτερα προνομιακή θέση, στην είσοδο του Θερμαϊκού Κόλπου, ενώ σε κοντινή απόσταση από την περιοχή επέμβασης σημειώνονται η αρχαία πόλη Αινεία, αλυκές και σημαντικοί υδροβιότοποι, κάτι το οποίο έχει οδηγήσει σε σημαντική οικονομική και τουριστική ανάπτυξη.
Η μελέτη αφορά την αξιοποίηση και την αστική ανάπτυξη του ακρωτηρίου του Μεγάλου Εμβόλου, το οποίο αποτελεί ένα φυσικό ναυτικό οχυρό υπό τη διοίκηση του Πολεμικού Ναυτικού. Το Μεγάλο Έμβολο είναι μια περιοχή με ιδιαίτερο ιστορικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον το οποίο εντοπίζεται στο Οθωμανικό Φρούριο, κατασκευασμένο το 1883, το Φάρο του Μεγάλου Εμβόλου–μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς- ένα Bunker από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο καθώς και επιπλέον πυροβολεία.
Η πρόταση στοχεύει στην ανάδειξη της φυσικής ομορφιάς του τοπίου, μέσα από τη μελέτη της περίπλοκης σχέσης φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα, η πρόταση επικεντρώνεται στο σχεδιασμό ενός Πολεμικού Μουσείου, το οποίο εντάσσεται πλήρως στο τοπίο, δημιουργώντας ένα σύγχρονο φρούριο. Η βασική ιδέα της σύνθεσης εντοπίζεται στην εξέταση της περιοχής επέμβασης ως ένα ‘Τοπίο Πολέμου’ υπό το πρίσμα των χαρακτηριστικών μιας Πολεμικής Μηχανής, όπως εντοπίζονται στη μελέτη του Paul Virilio: “Bunker Archeology”, για τα Bunker του Ατλαντικού Τείχους. Το Πολεμικό Μουσείο προκύπτει ως μια τοπική παρέμβαση που παραπέμπει σε μια ‘Αισθητική της Εξαφάνισης’.
Το Πολεμικό Μουσείο οργανώνεται σε δύο επιμέρους τμήματα, το Κυρίως Μουσείο και το Ανοιχτό Μουσείο, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το πρώτο. Το σύνθετο κτιριολογικό πρόγραμμα συμπληρώνει ένα μικρό καφέ-εστιατόριο, ένας χώρος πολλαπλών χρήσεων καθώς και η διαμόρφωση διαδρομών και στάσεων στα σημεία ενδιαφέροντος, προσφέροντας στην περιοχή όλα τα απαραίτητα εφόδια για τη λειτουργία της ως ένα κέντρο υπερτοπικού χαρακτήρα.