Τίτλος: Κέντρο Αρχιτεκτονικής Θράκης
Υπότιτλος: Αποκατάσταση και Επανάχρηση καπναποθήκης, πολεοδομική πρόταση και προσθήκη νέου κτιρίου στην Ξάνθη.
Φοιτητές: Στιβαχτάρης Ηρακλής, Τσετινέ Ειρήνη-Χαρά
Επιβλέποντες καθηγητές: Πρέπης Αλκιβιάδης, Αμερικάνου Ελένη, Πατρίκιος Γεώργιος
Ημερομηνία Παρουσίασης: 3 Μαρτίου 2016
Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποφασίσαμε να μελετήσουμε το δυτικό τμήμα της περιοχής των καπνοθηκών, στην πόλη της Ξάνθης. Η άλλοτε γεμάτη δραστηριότητα βιομηχανική ζώνη της πόλης πρόκειται πλέον για μια περιοχή αμιγούς κατοικίας που αντιμετωπίζει ποικίλα προβλήματα, όπως η πυκνή δόμηση και η έλλειψη ελεύθερων δημόσιων χώρων και οργανωμένου πρασίνου.
Στόχος της γενικότερης πολεοδομικής πρότασης είναι η μετατροπή της επιλεγμένης περιοχής σε έναν πόλο έλξης σε αντιστάθμιση με την Παλιά Πόλη της Ξάνθης, σε έναν τόπο συνάντησης όλων των κοινωνικών ομάδων, που θα συνεισφέρει τόσο στην αναβάθμιση του επιπέδου ζωής όσο και στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας. Περιλαμβάνει τρεις βασικούς τύπους επέμβασης: α) την δημιουργία ενός δικτύου πεζοδρομήσεων ως αρχιτεκτονικό περίπατο, β) την αξιοποίηση των καπναποθηκών χωρίς χρήση και γ) τον επανασχεδιασμό των αδόμητων χώρων. Προτείνουμε την δημιουργία δύο κύριων πλατωμάτων, από τα οποία το πρώτο προβλέπεται να λειτουργεί ως χώρος εκτόνωσης και υπαίθριων δρώμενων, ενώ στο δεύτερο χωροθετούνται οργανωμένες φυτεύσεις και αθλητικές εγκαταστάσεις. Στο ίδιο σημείο γίνεται πρόβλεψη για έναν υπόγειο χώρο στάθμευσης. Ακόμη κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία μιας μικρής ζώνης εστίασης και εμπορίου. Όσον αφορά τις καπναποθήκες αποφασίσαμε τις παρακάτω λειτουργίες: α) Σχολή Αρχιτεκτονικής καθώς μπορεί να στεγαστεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα τμήματα του πανεπιστημίου, β) χώρους γραφείων για νέους επαγγελματίες και τέλος γ) το «Κέντρο Αρχιτεκτονικής Θράκης».
Το υπό μελέτη κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αβδήρων, Ανωνύμου και Έλλης, ενώ η ανέγερση του τοποθετείται ιστορικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Έχει διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση και τα περισσότερα στοιχεία του είναι αυθεντικά. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τυπολογικά κτίριο καθώς ξεφεύγει από τον συνηθισμένο τύπο καπναποθήκης, σχήματος ορθογωνικού, «Γ» ή «Π». Σε αυτήν την περίπτωση η κάτοψη είναι σχεδόν τετράγωνη, σχήμα που υπαγόρευσε την κάλυψη με τετράριχτη στέγη, ενώ οι περισσότερες νεότερες καπναποθήκες έχουν δίρριχτη στέγη με αετώματα. Οργανώνεται σε ημιυπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο και όροφο, με ανοιχτή κάτοψη δίχως επιμερισμούς. Οι όψεις ακολουθούν τα νεοκλασικά πρότυπα και οργανώνονται σε βάση, κορμό και στέψη, διατηρώντας συμμετρία ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Τα κυριότερα μορφολογικά τους γνωρίσματα είναι τα προεξέχοντα κορνιζώματα των ανοιγμάτων και οι ανάγλυφες γραμμικές ταινίες στο τέλος κάθε ορόφου και στην απόληξη της στέγης, που τονίζουν τον οριζόντιο άξονα. Σε όλες τις γωνίες διαμορφώνονται ψευδοκίονες που προσδίδουν στο κτίσμα ένα αυστηρό γεωμετρικό περίγραμμα. Στα πλαίσια της εργασίας έγινε πλήρης αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης, σχεδιαστική αναπαράσταση της αρχικής φάσης, καθώς και μελέτη της παθολογίας και κατασκευαστικής δομής του κτιρίου.
Το «Κέντρο Αρχιτεκτονικής Θράκης» είναι η νέα χρήση που προτείνουμε να στεγαστεί στο ιστορικό κτίριο και στο γειτονικό κενό οικόπεδο. Οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν την αρχιτεκτονική κληρονομιά της περιοχής μέσω μιας μόνιμης έκθεσης στο ισόγειο της καπναποθήκης. Στο υπόγειο τοποθετείται βιβλιοθήκη, ικανή να εξυπηρετήσει ένα ευρύ κοινό, από μαθητές έως επαγγελματίες. Συνεχίζοντας, ο όροφος του ιστορικού κτιρίου οργανώνεται έτσι ώστε να φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις, ποικίλου περιεχομένου, και μια μικρή ομιλία. Ο εκθεσιακός χώρος κρίθηκε κατάλληλη χρήση καθώς σε αυτό το επίπεδο η καπναποθήκη επικοινωνεί με το γειτονικό κτίριο, το οποίο θα λειτουργήσει μελλοντικά ως Μουσείο Καπνού και ανήκει στον ίδιο δημόσιο φορέα. Στο χώρο του κενού οικοπέδου προτείνουμε την κατασκευή μιας νέας αρχιτεκτονικής σύνθεσης που απαρτίζεται από ένα αμφιθέατρο 180 θέσεων και από χώρους εργαστηρίων. Οι όγκοι αυτοί ενώνονται μεταξύ τους μέσω δύο επιπέδων, τα οποία λειτουργούν ως χώροι εκτόνωσης, περιπάτου και διοργάνωσης ημιυπαίθριων εκδηλώσεων.
Προκειμένου να αναδείξουμε το ιστορικό κτίριο οδηγηθήκαμε στη λήψη των παρακάτω συνθετικών αποφάσεων: α) την διατήρηση του ξύλινου φέροντα οργανισμού, β) την επέκταση της ζώνης ημιυπόγειου, παράλληλη στην ανατολική όψη, ώστε να λειτουργεί σαν μια διευρυμένη ζώνη εισόδου, γ) την δημιουργία δύο υπερυψωμένων επιπέδων σε ισόγειο και όροφο, που φέρουν τον εκθεσιακό εξοπλισμό, δ) την αποκάλυψη των πατόξυλων σε επιλεγμένα σημεία του κτιρίου. Ειδικότερα στο επίπεδο του ισογείου αντιμετωπίζουμε το ίδιο το κέλυφος ως έκθεμα, με την αφαίρεση του σανιδώματος να οριοθετεί μια κίνηση που ξεκινά σε απόσταση με την λιθοδομή και καταλήγει στην «τυφλή» νότια όψη . Τέλος, αποφασίσαμε την διάνοιξη του ξύλινου δώματος, στο επίπεδο του ορόφου, ακριβώς πάνω από την υπερυψωμένη πλατφόρμα, ώστε να αναδειχθεί η πολύπλοκη εσωτερική δομή της στέγης και να καλείται ο επισκέπτης να ανέβει στο επίπεδο έκθεσης.
Αντίστοιχα και για το σχεδιασμό του νέου κτιρίου ακολουθήσαμε ορισμένες βασικές αρχές. Με σεβασμό στη μορφολογία του εδάφους αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε βαθιά εκσκαφή μόνο στο σημείο του αμφιθεάτρου, το οποίο αποτελεί τον μεγαλύτερο σε διαστάσεις όγκο και χωροθετείται σε άμεσο διάλογο με την καπναποθήκη. Οι υπόλοιπες κατασκευές είναι υπέργειες με σημειακές θεμελιώσεις. Στοχεύουμε στη δημιουργία ενός μετώπου με βάθος και πολλαπλά επίπεδα, σε αντίθεση με εκείνο των καπναποθηκών, χωρίς να τις επισκιάζει αλλά να τους προσδίδει ανθρώπινη κλίμακα. Όλες οι πορείες καταλήγουν σε έναν κόμβο, που τις συγκεντρώνει και αναδιανέμει σε όλη τη σύνθεση. Τέλος, η επικλινής οροφή του αμφιθεάτρου λειτουργεί σαν δημόσιος χώρος και απευθύνεται στην ευρύτερη περιοχή κατοικίας.