Τίτλος: Λιμενίζοντας την Πόλη
Υπότιτλος: Συνευρέσεις Αστικού και Υποδομικού στον Πειραιά
Φοιτητές: Γιώργος Παπαματθαιάκης, Βαλέριαν Α. Πορτοκάλης, Ξένια Στούμπου
Επιβλέπων καθηγητής: Βασίλης Γκανιάτσας
Σύμβουλοι: Ν. Μπελαβίλας, Θ. Βλαστός, Μ. Μπάμπαλου
Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ,
Οκτώβριος 2017
Το λιμάνι του Πειραιά είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Εξυπηρετεί αφενός σημαντικές μεταφορικές ροές πολιτών, συνδέοντας το αρχιπέλαγος του Αιγαίου με την πρωτεύουσα και την υπόλοιπη Ελλάδα, αφετέρου αξιοσημείωτες ροές αγαθών λόγω της τοποθέτησής στο παγκόσμιο δίκτυο κίνησης εμπορευματοκιβωτίων. Ένα τμήμα του επιβατικού λιμένα βρίσκεται σε άμεση σχέση γειτνίασης με την πόλη του Πειραιά, καθιστώντας το λιμάνι μία ενεργή δημόσια μεταφορική υποδομή και ταυτόχρονα αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας της πόλης. Η δουλειά μας επιχειρεί να αντιμετωπίσει τη διπλή πρόκληση με την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη τα επόμενα χρόνια η ευρύτερη περιοχή του λιμανιού: Από τη μία, η επέκταση των αντίστοιχων γραμμών μετρό και τραμ θα ενισχύσουν την ήδη πυκνή και περίπλοκη χωρική συνθήκη των υποδομικών αλληλοεπικαλύψεων. Από την άλλη, με το τελευταίο κύμα ιδιωτικοποιήσεων στη χώρα μας και λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης, το λιμάνι του Πειραιά συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της κινέζικης πολυεθνικής COSCO, η οποία και ανέλαβε τη διοίκηση του λιμένα, επηρεάζοντας τις κυρίαρχες αφηγήσεις του και τείνοντας να περιορίσει το δημόσιο χαρακτήρα του.
Στην υφιστάμενη κατάσταση, τα συγκρουόμενα συμφέροντα των διαφορετικών παραγόντων, επιλύονται μέσω μίας συστηματικής κατανομής του χώρου. Υλοποιημένα όρια και φράχτες διακηρύσσουν τη θραυσματική κατάσταση του χώρου, ενώ πεζογέφυρες και ανισόπεδοι κόμβοι διαχωρίζουν τα ‘ασύμβατα’ συστατικά του χώρου. Εν μέσω αυτού του τοπίου, η δουλειά μας επιχειρεί την αναδιοργάνωση όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων, εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους συνέργειες και δίνοντας χώρο για έκφραση των μεταξύ τους διεκδικήσεων. Στοχεύουμε δηλαδή στο σχεδιασμό ενός διαμοιραζόμενου χώρου και αναζητούμε τους μηχανισμούς και τις φόρμες μέσω τον οποίων αυτό θα επιτευχθεί.
Αν η ξεκάθαρη κατανομή λειτουργιών και χρηστών εξυπηρετεί αφηγήσεις αποδοτικότητας και ασφάλειας, τότε οποιαδήποτε προσπάθεια εναγκαλισμού των τριβών μεταξύ τους απαιτεί μία σε βάθος κατανόηση όλων των πιθανών εμπλεκόμενων πρωτοκόλλων: μεταφορικών υποδομών, κίνησης αυτοκινήτων, βαρέων οχημάτων και πεζών, καθώς και του ίδιου του λιμανιού. Συνεπώς, το πρώτο στάδιο της εργασίας αφορά μία εκτενή χαρτογράφηση του λιμανιού και των γύρω διαπλεκόμενων συστημάτων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην περιοδικότητα και τη μεταβαλλόμενη ένταση κατά τους ημερήσιους, εβδομαδιαίους και ετήσιους κύκλους του λιμενικού οικοσυστήματος. Μέσω αυτών των καταγραφών αναδεικνύεται και μία σειρά δυνατοτήτων επικάλυψης και συγχώνευσης δραστηριοτήτων και λειτουργιών, καταρρίπτοντας πολλές από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις περί μονολειτουργικών, ασύμβατων και βαρέων υποδομών.
Μέσω της ανάλυσής μας, έγινε επίσης φανερό ότι το όριο μεταξύ πόλης και λιμένα δε μπορεί να υλοποιείται με την απλουστευμένη μορφή ενός γραμμικού άκαμπτου στοιχείου όπως ο σημερινός φράχτης. Αντ’ αυτού, το όριο γίνεται αντιληπτό ως μία ευρύτερη περιοχή χαλαρά καθοριζόμενη κάπου ανάμεσα στο τέλος της πόλης και την αρχή της θάλασσας. Ο λιμενικός χώρος δεν περικλείεται από περιοριστικά στοιχεία αποτρέποντας οποιαδήποτε διαχωριστική αντίληψη πόλης-λιμένα από τους επισκέπτες· η περιοχή μελέτης γίνεται ένα κατώφλι της πόλης προς τη θάλασσα και αντιστρόφως. Αναδύεται έτσι ένας ενδιάμεσος χώρος, διακριτικά σημαινόμενος από αρχιτεκτονικούς χειρισμούς στοιχείων του δαπέδου. Στο χώρο αυτό όλες οι ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες διασπείρονται, κατασκευάζοντας έναν ενισχυμένο διαμοιραζόμενο χώρο (shared space): κινήσεις πεζών, κυκλοφορία αυτοκινήτων, στάσεις λεωφορείων και τραμ, εκδοτήρια εισιτηρίων, περίπτερα, δημόσιες τουαλέτες κλπ. Ο σχεδιασμός χρησιμοποιείται στοχευμένα για να θεμελιώσει συνθήκες εξισορρόπησης, ενθαρρύνοντας ορισμένες πρακτικές και περιορίζοντας άλλες. Πέραν των ήπιων παρεμβάσεων στο χειρισμό του εδάφους, των υλικών του δαπέδου και των κατακόρυφων στοιχείων ρυθμού στο δημόσιο χώρο, εγκαθιστώνται δύο μεγάλα στέγαστρα, στεγάζοντας και σηματοδοτώντας ανάμεικτες λειτουργίες μεταφορικών υποδομών. Καταλυτικό ρόλο αναλαμβάνει η περιοχή γύρω από το Μέγαρο του ΗΣΑΠ, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την δημιουργία ενός ισχυρού κόμβου μετεπιβίβασης. Το διευρυμένο πρόγραμμα σταθμού, εμπλουτισμένο με χώρους αναμονής και διαμονής, επιλύεται ως τμήμα του δημόσιου χώρου, ενσωματώνοντας την υφιστάμενη κτηριακή υποδομή καθώς και μία νέα κτηριακή προσθήκη.