Τίτλος: Τοπίο αγοράς στον αστικό χώρο των Τρικάλων
Φοιτητές: Μπαντούνα Δάφνη, Παυλίδη Ναταλία
Επιβλέποντες καθηγητές: Σταύρος Σταυρίδης, Παναγιώτης Βασιλάτος
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ιούλιος 2017
Στόχος αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι να επέμβει στον αστικό χώρο των Τρικάλων και να διαμορφώσει με νέους όρους τον τόπο και τον τρόπο διεξαγωγής της υπαίθριας δημοτικής αγοράς της πόλης.
Η αγορά στα Τρίκαλα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της πόλης και κατέχει καίριο ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές επαρχιακές πόλεις όπου η λαϊκή αγορά είναι ένα γεγονός εβδομαδιαίο, στην περίπτωση των Τρικάλων η υπαίθρια δημοτική αγορά λαμβάνει χώρα καθημερινά, στο ίδιο πάντα σημείο στο κέντρο της πόλης, κατά μήκος δύο βασικών εμπορικών δρόμων. Εξαιτίας της συχνής επανάληψης, ταλαντεύεται ανάμεσα στο εφήμερο και το μόνιμο, αποτελώντας σημείο αναφοράς και τόπο συνάντησης για την πόλη, ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται για τη δυσλειτουργία και τη συμφόρηση του κέντρου των Τρικάλων.
Η πρόταση στηρίζεται στην απόφαση η δημοτική αγορά να παραμείνει στην ιστορική της θέση, στο κέντρο της πόλης, έτσι ώστε να μην αλλοιωθεί ο διαχρονικός της χαρακτήρας αλλά και η ταυτότητα της περιοχής στην οποία εντάσσεται, κάτω από τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέπουν την επίσημη ένταξή της στον αστικό ιστό και τη συνύπαρξή της με τις υπόλοιπες λειτουργίες της πόλης.
Αντιμετωπίζουμε τον χώρο της αγοράς ως μια υποενότητα του δημόσιου χώρου της πόλης και θέτουμε σαν βασικό μας στόχο τη διατήρηση ή και τη δημιουργία της συνέχειάς του, τόσο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της λαϊκής αγοράς όσο και μετά το πέρας της.
Συνθέτουμε επιμέρους θραύσματα του δημόσιου χώρου, σε έναν συνολικό, ενιαίο χώρο, μέσα από μια ήπιας μορφής αστική παρέμβαση, στοχεύοντας ταυτόχρονα στην ανάδειξη του φυσικού τοπίου της πόλης. Διερευνούμε τους χειρισμούς που θα αναδείξουν τα ιδιαίτερα στοιχεία της αγοράς και θα αναβαθμίσουν τον χώρο που καταλαμβάνει. Αναζητούμε το σύστημα, το συνθετικό εργαλείο, που θα οργανώσει δυναμικά και ροϊκά τη δραστηριότητα της αγοράς, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες και τις κινήσεις που την πλαισιώνουν, τη συνοδεύουν, τη διαδέχονται.
Ο τρόπος που επιλέγουμε να εκφράσουμε την επιδιωκόμενη δικτυωματική σχέση είναι μέσα από ρευστές μορφές και καμπύλα σχήματα. Η επιλογή αυτή έχει τριπλή αιτιολόγηση. Πέρα από την προγραμματική που προκύπτει από τη χρήση της αγοράς, ενισχύεται από το στοιχείο της μνήμης της Παλιάς αγοράς (περισσότερο όμως οργανωτικά παρά μορφοκρατικά), αλλά και από την κυρίαρχη παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος, με τις οργανικές φόρμες των δέντρων και του ποταμιού που εντάσσουμε στο σχεδιασμό.
Διαμορφώνουμε διαφορετικές ποιότητες χώρων (ανοιχτούς, κλειστούς, υπαίθριους, υπόστεγους, φωτεινούς, σκιερούς, μικρότερους, μεγαλύτερους) και ορίζουμε τις διαφορετικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των διαφορετικών χρήσεων που εν δυνάμει υποδέχονται. Επιτυγχάνουμε έτσι την αφηγηματική σύνδεση των τριών χώρων της περιοχής παρέμβασης, εισάγοντας και στους τρεις το ίδιο στοιχείο που επιπλέον τροποποιείται και προσαρμόζεται σε κάθε έναν τους ξεχωριστά, παίρνοντας κάθε φορά από τις ιδιότητές τους.