Τίτλος: Σχολή Ελαιοκομίας και Αγροτικών Σπουδών στην Κεφαλλονιά
Φοιτήτρια: Μαργαρίτα-Αικατερίνη Παπαρόδου
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σοφία Τσιράκη
Σύμβουλος: Ελένη Αλεξάνδρου
Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Οκτώβριος 2017
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο το σχεδιασμό μίας Σχολής Ελαιοκομίας και Αγροτικών Σπουδών στην Κεφαλλονιά. Αφορμή για την επιλογή του θέματος αποτέλεσαν τρεις παράγοντες: μία σύγχρονη ανάγκη, μία παράδοση και ένας τόπος.
Η σύγχρονη ανάγκη
Σε ένα πρώτο στάδιο υπήρξε η παρατήρηση ότι στη σημερινή εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα περιβάλλον οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, υπάρχει σε έντονο βαθμό η επιθυμία για την ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής και την καλλιέργεια της γης.
Ταυτόχρονα, μια χαρακτηριστική καλλιέργεια του ελληνικού τοπίου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα αποτελεί το ελαιόδεντρο. Η σημασία του δέντρου τούτου, καθώς και του καρπού του, φαίνεται διαχρονικά τόσο μέσα από τη πολιτισμική, διατροφική, θεραπευτική του αξία, αλλά και από το γεγονός πως αποτελεί έναν σημαντικό οικονομικό πόρο καθώς και μία εργασιακή ενασχόληση για την κοινωνία.
Η παράδοση
Η παράδοση και η τέχνη της ελαιουργίας και της ελαιοκομίας υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Όμως η καλλιέργεια, η φροντίδα και η επεξεργασία του φυτού καθώς και του ελαιόλαδου είναι μία τέχνη η οποία είναι κατά βάση εμπειρική, δηλαδή περνά από πατέρα σε γιο. Αν λοιπόν χαθεί τούτος ο κύκλος μετάδοσης της γνώσης, καθίσταται αρκετά δύσκολο να διδαχθεί κάποιος αυτήν την τέχνη, μιας και στα ελληνικά δεδομένα δεν υπάρχει συγκροτημένη διδασκαλία και εκπαιδευτική κατάρτιση σε αυτό το γνωσιολογικό αντικείμενο.
Βασικά κριτήρια λοιπόν της εργασίας τούτης, είναι η δημιουργία μίας σχολής η οποία διδάσκει την τέχνη της ελιάς δίνοντας έμφαση σε τρεις βασικούς εκπαιδευτικούς άξονες: την θεωρητική κατάρτιση, την πρακτική άσκηση, η οποία πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο στο ύπαιθρο και την ενασχόληση με την παραγωγική διαδικασία τη ελαιοποίησης. Δηλαδή, μία σχολή η οποία στοχεύει στη σύμπραξη της θεωρητικής εκπαίδευσης (σχολή) και της παραγωγής (ελαιοτριβείο).
Ο τόπος
Το ελαιόδεντρο αποτελεί μία καλλιέργεια η οποία απαντάται σε ένα μεγάλο μέρος της νησιωτικής και της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Λέσβο, την Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά, τις Κυκλάδες. Όμως ιδιαίτερα για τη νησιωτική Ελλάδα το ελαιόδεντρο αποτελεί μία πάρα πολύ σημαντική καλλιέργεια, διότι κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν ο τουρισμός μειώνεται δραματικά, αποτελεί τον κύριο οικονομικό πόρο για τη ζωή των νησιών, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο τον πληθυσμό τους. Επίσης, μπορεί εύκολα να ευδοκιμήσει στο άστατο κλίμα και στα άγονα εδάφη των νησιών, όταν καμία άλλη καλλιέργεια δεν ευδοκιμεί.
Όμως ο τελικός τόπος χωροθέτησης του θέματος επιλέγεται η Κεφαλλονιά η οποία αποτελεί μία ελαιοπαραγωγική περιοχή των Επτανήσων με παράδοση στην αγροτική εκπαίδευση Παράλληλα είναι μία περιοχή που έχει χάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της λόγω των συχνών σεισμικών φαινομένων. Μάλιστα, με αυτόν τον τόπο με συνδέει μία προσωπική σχέση η οπόια συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην επιλογή της τοποθεσίας του θέματος.
Η συνθετική χειρονομία
Η σύνθεση τοποθετείται στις «Χάλκιες», μία περιοχή του κάμπου του Ληξουρίου, σε ένα οικόπεδο το οποίο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός ελαιώνα, ο οποίος δημιουργεί μία φυσική αγκαλιά στο κεκλιμένο έδαφος και ανοίγεται στη θέα του Ιόνιου Πελάγους. Βασική συνθετική χειρονομία στον τόπο αποτελεί η γραμμική κίνηση του κτηρίου, μέσα στην «αγκαλιά» του υπάρχοντα ελαιώνα. Η σύνθεση αποτελείται από βασικά τοιχώματα που καλούνται να αντιστηρίξουν και να «τιθασεύσουν» το κεκλιμένο και μαλακό έδαφος.
Οι αναφορές
Αναφορές της ιδέας αυτής αποτέλεσαν οι ξερολιθιές του νησιωτικού κεφαλλονίτικου τοπίου που καθιστούσαν τα κεκλιμένα εδάφη καλλιεργήσιμα. Άλλα σημεία που συνέβαλλαν στην σύλληψη της ιδέας ήταν τα ψηλά και πλατύπελμα ενετικά καμπαναριά των εκκλησιών και η εικόνα και η έννοια του ερειπίου, που απαντάται συχνά στο σεισμογενές κεφαλλονίτικο τοπίο.
Βασική αρχή του σχεδιασμού αποτέλεσε η άμεση συσχέτιση εσωτερικού και υπαίθριου χώρου, μιας και μιλάμε για μία σχολή η οποία αναφέρεται με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο στο ύπαιθρο και στην ενασχόληση στο φυσικό περιβάλλον. Η σχέση τούτη επιτυγχάνεται μέσω των «ροϊκών» χαράξεων που δημιουργούν τα βασικά τοιχώματα της σύνθεσης, τα οποία συγκροτούν τον κεντρικό κορμό του κτηρίου και ταυτόχρονα «αγκαλιάζονται» από τις φυσικές διαμορφώσεις του εδάφους τις οποίες οριοθετούν και ορίζουν. Μάλιστα, η ένταξη του κτηρίου στις εναλλαγές του φυσικού εδάφους επιτυγχάνεται με τη χρήση διαδοχικών επιπέδων με διαφορά +-2.00μ, διασφαλίζοντας την υπαίθρια εκτόνωση σε όλα τα επίπεδα του κτηρίου.
Παράλληλα, οι χαράξεις των τοιχωμάτων σε συσχέτιση με οριζόντια επίπεδα που κινούνται ελεύθερα ανάμεσα σε αυτά, διαμορφώνουν τη δομική, μορφολογική και λειτουργική συγκρότηση του κτηρίου. Με γνώμονα αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, το κτήριο συγκροτείται σε τρεις διακριτές λειτουργικά και συνθετικά ενότητες: τους χώρους εργαστηριακών και θεωρητικών μαθημάτων και τους χώρους δημόσιων λειτουργιών που βρίσκονται στον κεντρικό άξονα του κτηρίου. Οι πρώτοι χωροθετούνται στο κατώτερο επίπεδο (-4.00) και είναι πιο σκιεροί και εσωστρεφείς ενώ οι δεύτεροι χωροθετούνται σε ανώτερες στάθμες εισόδου,(+0.00,+2.00,+4.00).Τέλος, αναπόσπαστο κομμάτι της σύνθεσης αποτελεί ο χώρος παραγωγής και ελαιοποίησης (ελαιοτριβείο)(στάθμη -2.00), ο οποίος αποτελεί μία διακριτή ενότητα που αρθρώνεται με τον βασικό άξονα της σχολής μέσω μίας εσωτερικής ημιυπαίθριας κίνησης.
Όλοι οι χώροι της σχολής συνδέονται με βασικές υπαίθριες και ημιυπαίθριες κινήσεις που διασχίζουν τη σύνθεση και εξασφαλίζουν, παράλληλα, τη σύνδεση με τον υπαίθριο χώρο. Έτσι, το κτήριο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του υπαίθρου και το ύπαιθρο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κτηρίου.
Άλλο ένα βασικό στοιχείο της λύσης αποτελεί το κεκλιμένο τοίχωμα που διαμορφώνει την όψη του κτηρίου. Η κίνηση τούτη, προφυλάσσει το κτήριο από τον δυτικό προσανατολισμό και δημιουργεί μία αίσθηση ιδιωτικότητας και εσωστρέφειας στους χώρους εκπαίδευσης.
Η αίσθηση αυτή εντείνεται από τις διαφορετικές διαβαθμίσεις του φωτός. Το κτήριο από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή από τους χώρους διδασκαλίας προς τους χώρους δημόσιων λειτουργιών, αποκτά μία αντίστοιχη διαβάθμιση φωτός που ξεκινά από μία σκιερή βάση και καταλήγει σε μία φωτεινή στέψη με μία διάτρητη μεταλλική οροφή. Όσον αφορά την υλικότητα του κτηρίου επιλέγεται η χρήση πεπιεσμένης αργίλου σε συνδυασμό με εμφανές σκυρόδεμα, υλικά που υπάρχουν με αφθονία στην περιοχή.
Συνοψίζοντας, τούτη η διπλωματική εργασία θέτει τρία βασικά ζητήματα: τη σημασία της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης σε ένα τεχνικό επάγγελμα και μία παράδοση, που αφορά την ελιά, την ανάδειξη ενός τόπου που έχει μία ανάγκη, καθώς και τον τρόπο που η αρχιτεκτονική με σύγχρονους όρους απαντά σε αυτές τις ανάγκες. Η σύζευξη τούτη, επιτυγχάνεται μέσω της δημιουργίας μίας σχολής, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που εντάσσεται και εναρμονίζεται με το φυσικό περιβάλλον και «αγκαλιάζεται» από το έδαφος και τον ελαιώνα στον οποίο αναφέρεται…