Τίτλος: Αστικές Συνδέσεις σε Νησιωτικά Τοπία
Υπότιτλος: Ενεργοποίηση παραλιακού μετώπου στα Τεμένια Λέρου και Κέντρο Ναυπηγικής Έρευνας και Πειραματισμού
Φοιτήτρια: Γκράτσου Γεωργία
Επιβλέποντες καθηγητές: Βαζάκας Αλέξανδρος, Τζομπανάκης Αλέξιος
Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία παρουσίασης: Νοέμβριος 2016
Η παρούσα εργασία αφορά τη μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία της ευρύτερης περιοχής του κόλπου του Λακκιού στο νησί της Λέρου στα Δωδεκάνησα και στοχεύει, μέσω μιας σταδιακής προσέγγισης των χωρικών ποιοτήτων που την απαρτίζουν, να προτείνει στρατηγικές επέμβασης για την εξυγίανση, ανάπτυξη και ανάδειξη της περιοχής σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο.
Προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τις δυνατότητες και τις προκλήσεις που παρουσιάζει η διάσπαρτη αστικότητα αυτού του νησιωτικού τοπίου, η εργασία ξεκινά με την ανάλυση του νησιού της Λέρου και του κόλπου του Λακκιού, και σταδιακά συνεχίζει με τη μελέτη των υποπεριοχών του κόλπου, προσεγγίζοντας την περιοχή από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα.
Συγκεκριμένα, η ανάλυση πραγματοποιείται σε τέσσερα διακριτά επίπεδα:
1. Λέρος (κλ. 1/20.000)
2. Φυσικό λιμάνι Λακκιού (κλ. 1/10000)
3. Επιμέρους ζώνες φυσικού λιμανιού (1/5000)
4. Λακκί_Τεμένια_ Evros Μαρίνα (1/1000)
Σε κάθε επίπεδο, ανάλογα με τα προβλήματα και τις ευκαιρίες που εντοπίζονται, πραγματοποιείται πρόταση επέμβασης για την αναβάθμιση και ανάπτυξη της περιοχής.
Ξεκινώντας την ανάλυση από το επίπεδο του νησιού (κλ. 1/20.000), εντοπίζονται τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκε το συγκεκριμένο νησί και η συγκεκριμένη περιοχή. Αυτά προσδιορίζουν τη μοναδική ταυτότητα της Λέρου και τη διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου.
Βάσει των παραπάνω κριτηρίων, η παρούσα εργασία εστιάζει στην περιοχή του κόλπου του Λακκιού. Μέσω βαθύτερης μελέτης και ανάλυσης της περιοχής παρατηρείται ότι αυτή απαρτίζεται από ένα σύνολο ετερόκλητων χωρικών ποιοτήτων, φυσικών και ανθρωπογενών, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω του εύθραυστου υφιστάμενου οδικού δικτύου που ακολουθεί την ακτογραμμή του φυσικού λιμανιού.
Σε μια προσπάθεια ερμηνείας της οργάνωσης της περιοχής, επιχειρείται η ταξινόμηση των παραπάνω χωρικών ποιοτήτων ανάλογα με τις διακυμάνσεις του ανάγλυφου και της δόμησης καθώς και τις διαβαθμίσεις του χαρακτήρα της εκάστοτε περιοχής (ανάλογα δηλαδή με το αν έχουν παροδικό ή μόνιμο, οικείο ή ανοίκειο χαρακτήρα κ.ο.κ.). Βάσει αυτής της ταξινόμησης, παρατηρείται ότι εξαιτίας του απότομου ανάγλυφου, της ύπαρξης του Κ.Θ.Λ. και της βάσης του ελληνικού ναυτικού (εγκαταστάσεις με μόνιμο και ανοίκειο χαρακτήρα), το νότιο τμήμα του κόλπου είναι υποβαθμισμένο όσον αφορά τη δημόσια ζωή. Δεν υπάρχει οργανωμένος δημόσιος χώρος, ούτε οργανωμένος οικιστικός ιστός και η μοναδική σύνδεση της περιοχής με το βόρειο τμήμα του κόλπου γίνεται με το υφιστάμενο οδικό δίκτυο.
Στόχος της επέμβασης στο επίπεδο της περιοχής του κόλπου του Λακκιού είναι η διατήρηση της ετερότητας των περιοχών που την απαρτίζουν και της ποικιλίας των εμπειριών που αυτές μπορούν να προσφέρουν. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ενίσχυσης του υφιστάμενου οδικού δικτύου, της ανάπλασης του παραλιακού μετώπου, της δημιουργίας ενός νέου θαλάσσιου δικτύου που θα ενώνει τις περιοχές μέσα στον κόλπο και της ενεργοποίησης του ιστορικού δικτύου της περιοχής, το οποίο αν και ανεκμετάλλευτο είναι ιδιαίτερα εμφανές στη συγκεκριμένη περιοχή.
Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, επιλέγονται δύο χαρακτηριστικές ζώνες του νότιου τμήματος του κόλπου, σε κάθε μια από τις οποίες εντοπίζονται, βάσει του ανάγλυφου, τρεις περιοχές ενδιαφέροντος προς μελέτη. Για καθεμία από αυτές πραγματοποιείται πρόταση επέμβασης.
Από τις περιοχές αυτές, επιλέγεται για περαιτέρω μελέτη και επέμβαση η περιοχή της μαρίνας Evros στο βορειανατολικό σημείο του κόλπου, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο ύψους 50 μέτρων γρανιτένιος βράχος και ο 500 μέτρων κυματοθραύστης. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης στο φυσικό λιμάνι του Λακκιού και των δυνατοτήτων ανάπτυξης που παρουσιάζει, η περιοχή αυτή αποτελεί σημείο μεγάλου ενδιαφέροντος.
Σε μια προσπάθεια ανάγνωσης της περιοχής, παρατηρείται ότι αυτή αποτελείται από δύο ισχυρούς ελκυστές, το λιμάνι του νησιού και τον οικισμό του Λακκιού, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με ένα αρκετά ισχυρό παραλιακό μέτωπο. Ωστόσο, ακολουθώντας την ακτογραμμή προς την περιοχή των Τεμενιών, ο αστικός ιστός του Λακκιού διακόπτεται, το παραλιακό μέτωπο εξασθενεί, ενώ στην περιοχή που οδηγεί στη μαρίνα εντοπίζεται ένα αβέβαιο αστικό κενό το οποίο είναι αποτέλεσμα άναρχης δόμησης.
Η περιοχή της μαρίνας, εξαιτίας της εγγύτητάς της στον οικισμό του Λακκιού και της χρήσης της, αποτελεί έναν ακόμα ελκυστή, ασθενή ωστόσο, ο οποίος με την κατάλληλη στρατηγική επέμβασης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό πυρήνα τοπικού και υπερτοπικού χαρακτήρα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η πρόταση ανάπλασης της περιοχής διακρίνεται στις εξής βασικές επεμβάσεις:
1. Την ενεργοποίηση του παραλιακού μετώπου που βρίσκεται ανάμεσα στον οικισμό του Λακκιού και στα Τεμένια, μέσω της δημιουργίας ενός δικτύου δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου κατά μήκος της ακτογραμμής.
2. Την ενίσχυση του μετώπου που δημιουργείται από το ανάγλυφο της περιοχής και του οικισμού του Λακκιού μέσω της δημιουργίας ενός νέου οικιστικού συμπλέγματος στα Τεμένια, που έρχεται να καλύψει το αβέβαιο αστικό κενό του παραλιακού μετώπου.
3. Την ενίσχυση και μετατροπή της μαρίνας σε ισχυρό ελκυστή μέσω της δημιουργίας ενός Κέντρου Ναυπηγικής Έρευνας και Πειραματισμού
Φτάνοντας στη μαρίνα, η πορεία του παραλιακού μετώπου διακλαδίζεται σε δύο επιμέρους πορείες. Η μια διασχίζει τον ανοικτό χώρο της μαρίνας και διαμορφώνει το νέο δημόσιο χώρο της περιοχής, ενώ η άλλη διαπερνά το βράχο ακολουθώντας τις υψομετρικές του αναγλύφου και δημιουργεί μια "χαράδρα" εκατέρωθεν της οποίας θα στεγασθούν οι χρήσεις του συγκροτήματος.
Στα πλαίσια της ενεργοποίησης του παραλιακού μετώπου, η μαρίνα προκειμένου ν αποκτήσει ενεργό δημόσιο χαρακτήρα και ν αποτελέσει ισχυρό ελκυστή, οργανώνεται ως ένα σύνολο μικρών αστικών πλατειών με διαφορετικό χαρακτήρα η καθεμία. Αυτές διαφοροποιούνται βάσει μικρών υψομετρικών διαφορών.
Όσον αφορά τη δημιουργία της δεύτερης πορείας, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του βράχου της μαρίνας εξαιτίας των επάλληλων λαξεύσεων που είχε υποστεί κατά την περίοδο που η περιοχή ήταν λατομείο. Οι κατακόρυφες αυτές λαξεύσεις έχουν δημιουργήσει τρεις χαρακτηριστικές ζώνες πάνω στο βράχο, οι οποίες αποτελούν τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαμόρφωση της χαράδρας.
Αυτή, σε επίπεδο κάτοψης, δημιουργείται "σχίζοντας" το βράχο βάσει των υψομετρικών και "τραβώντας" την κατώτερη ζώνη του αναγλύφου προς τα έξω, ορίζοντας τον ανοιχτό δημόσιο χώρο του Κέντρο Ναυπηγικής Έρευνας. Αντίστοιχα, σε επίπεδο όψης, δημιουργείται μια σχισμή στη βάση του βράχου και αφαιρείται το κατώτερο τμήμα του, δίνοντας έτσι της αίσθηση της αιώρησης του συνολικού όγκου του λόφου.
Το κτιριακό συγκρότημα του Κέντρου Ναυπηγικής Έρευνας και Πειραματισμού [19.815 m²] περιλαμβάνει Σχολή Ναυπηγικής, Φοιτητικές Εστίες, Ναυτικό Όμιλο, Μουσείο Πόλης, Κατοικίες, Καταστήματα και Ναυπηγεία. Οι χρήσεις του συγκροτήματος οργανώνονται εκατέρωθεν της χαράδρας, ακολουθώντας τη λογική της γραμμής παραγωγής ενός σκάφους, από τη σύλληψη της ιδέας και του σχεδιασμού μέχρι και την κατασκευή του σκάφους σε κλίμακα 1/1.
Το συγκρότημα είναι προσβάσιμο στο επίπεδο του ισογείου από τέσσερα βασικά σημεία εισόδου, τοποθετημένα κατά μήκος των υψομετρικών του βράχου. Μεγάλη βαρύτητα έχουν οι είσοδοι στο δυτικό τμήμα της μαρίνας, καθώς αυτές τροφοδοτούν τα δύο κεντρικά κλιμακοστάσια που οδηγούν στο ορόφους του κτιρίου-τοπίου.
Η κύρια είσοδος του ερευνητικού κέντρου αποτελείται από την υπαίθρια κεντρική πλατεία της μαρίνας, η οποία με μια μικρή κλίση του εδάφους οδηγεί τους επισκέπτες στη στεγασμένη πλατεία που βρίσκεται κάτω από το σημαντικότερο χώρο του συγκροτήματος, το αμφιθέατρο. Προετοιμάζει έτσι σταδιακά την είσοδο του επισκέπτη στη χαράδρα και τον κατευθύνει στο κεντρικό κλιμακοστάσιο.
Μεγάλης σημασίας επίσης, είναι και η είσοδος από το βόρειο τμήμα του βράχου, το οποίο αποτελεί την αφετηρία της πορείας της χαράδρας. Σε αυτό το σημείο, η κίνηση διακλαδίζεται σε δύο επιμέρους πορείες. Η μια διασχίζει το βράχο μέσα από τη χαράδρα στο επίπεδο του ισογείου και καταλήγει στη διαμόρφωση πάνω από τα ναυπηγεία, ενώ η δεύτερη ανεβαίνει σταδιακά από το επίπεδο του ισογείου πάνω στο βράχο και διασχίζει τη χαράδρα πάνω από τα κτίρια των Τομέων της Σχολής. Δίνει έτσι τη δυνατότητα στον επισκέπτη να παρακάμψει, εφόσον το επιθυμεί, το δημόσιο χώρο της χαράδρας και να έρθει περισσότερο σε επαφή με το φυσικό τοπίο του βράχου. Και οι δύο πορείες καταλήγουν στο ίδιο σημείο, παρέχοντας διαφορετικές χωρικές εμπειρίες στον περιπατητή.
Η εξωτερική ζώνη των κτιρίων του ισογείου φιλοξενεί τις δημόσιες λειτουργίες του συγκροτήματος: το Ναυτικό Όμιλο, τους χώρους πειραματισμού, το Μουσείο Πόλης καθώς και καταστήματα που απευθύνονται τόσο στους χρήστες του Κέντρου Ναυπηγικής Έρευνας όσο και στους επισκέπτες της μαρίνας.
Αντίθετα, η εσωτερική ζώνη των κτιρίων της χαράδρας απευθύνεται περισσότερο σε φοιτητές και σε εργαζόμενους του συγκροτήματος εφόσον στεγάζει τους Τομείς της Σχολής Ναυπηγών. Εντούτοις, αυτό δεν αποτρέπει τους επισκέπτες του ερευνητικού κέντρου να περιπλανηθούν στη χαράδρα και να παρακολουθήσουν τις διδακτικές και ερευνητικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στους Τομείς.
Ξεκινώντας την περιήγηση στη χαράδρα από το βορρά προς το νότο, ο επισκέπτης αρχικά συναντά τον Τομέα Μελέτης Πλοίου & Θαλάσσιων Μεταφορών στον οποίο δημιουργούνται τα πρωτότυπα σχέδια ενός σκάφους. Στη συνέχεια, συναντά τον Τομέα Ναυτικής & Θαλάσσιας Υδροδυναμικής, όπου βάσει των παραπάνω σχεδίων, κατασκευάζονται μοντέλα σε κλίμακα και δοκιμάζονται σε δεξαμενή πειραματικών πλεύσεων. Συνεχίζοντας την πορεία του, ο επισκέπτης φτάνει στον Τομέα Θαλάσσιων Κατασκευών, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη και τη χρήση μεταλλικών και σύνθετων υλικών για την κατασκευή του εξωτερικού κελύφους ενός σκάφους. Ακολουθεί ο Τομέας Ναυτικής Μηχανολογίας στον οποίο πραγματοποιούνται μελέτες για την κατασκευή και τη βελτίωση της απόδοσης θαλάσσιων κινητήρων. Η πορεία καταλήγει στα ναυπηγεία της μαρίνας, όπου πραγματοποιείται η κατασκευή και συναρμολόγηση σκαφών σε κλίμακα 1/1, τα οποία στη συνέχεια δοκιμάζονται στο φυσικό λιμάνι του Λακκιού. Επιπλέον, στα ναυπηγεία πραγματοποιείται και η συντήρηση σκαφών τα οποία φυλάσσονται σε ειδικούς χώρους της μαρίνας κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Οι παραπάνω λειτουργίες, ανεξάρτητα από το αν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές, επικοινωνούν, αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται μέσω του δημόσιου χώρου της χαράδρας, ο οποίος είναι εκείνο το ζωτικό στοιχείο που τις ενώνει και δημιουργεί σχέσεις αλληλεξάρτησης. Το γεγονός ότι ο χώρος αυτός είναι ανοικτός προς το κοινό, δίνει τη δυνατότητα σε κάθε επισκέπτη της περιοχής να γίνει μάρτυρας των παραπάνω αλληλεπιδράσεων, είτε αυτές είναι απλές συνεργασίες μεταξύ των Τομέων της Σχολής, είτε είναι συνεργασίες της Σχολής με κάποια δημόσια λειτουργία (π.χ. Ναυτικός Όμιλος), είτε είναι εκδηλώσεις που οργανώνονται από το Κέντρο Ερευνών και πραγματοποιούνται στον ανοιχτό χώρο της χαράδρας.
Στο πρώτο επίπεδο του συγκροτήματος, η εξωτερική "ζώνη" των κτιρίων αποτελείται από τον πυρήνα του Κέντρου Ναυπηγικής Έρευνας, το αμφιθέατρο, το οποίο "αιωρείται" πάνω από την κύρια είσοδο του συγκροτήματος. Νότια του αμφιθεάτρου οργανώνονται οι αίθουσες της Σχολής, συνεκτικό στοιχείο των οποίων αποτελεί ο κοινόχρηστος χώρος που είναι στραμμένος προς τη μαρίνα και λειτουργεί τόσο ως χώρος κίνησης, όσο και ως χώρος στάσης. Βόρεια του αμφιθεάτρου οργανώνονται το δεύτερο επίπεδο του Μουσείου Πόλης και το εστιατόριο της Σχολής. Η εσωτερική "ζώνη" των κτιρίων της χαράδρας αποτελείται από το δεύτερο επίπεδο των Τομέων της Σχολής. Σε αυτό το επίπεδο, οι επιμέρους λειτουργίες συνδέονται μεταξύ τους με γραμμικές, διάτρητες, μεταλλικές "γέφυρες" οι οποίες αιωρούνται πάνω από το χώρο της χαράδρας και αποτελούν τους βασικούς άξονες κυκλοφορίας.
Στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο του συγκροτήματος στεγάζονται οι εστίες των φοιτητών της Σχολής καθώς και η βιβλιοθήκη του Κέντρου Ναυπηγικής Έρευνας η οποία είναι ανοικτή προς το κοινό. Παράλληλα, στα πλαίσια της διαμόρφωσης του τοπίου του βράχου, η οροφή του Κέντρου στο σύνολό της μετατρέπεται σε δημόσιο χώρο, πλήρως προσβάσιμο από το κοινό, ο οποίος περιλαμβάνει σημεία στάσης και ενατένισης του Λακκιού και όλου του φυσικού λιμανιού της περιοχής. Η διαμόρφωση αυτή εναρμονίζεται πλήρως με το φυσικό τοπίο έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι ο όγκος του κτιρίου αποτελεί κομμάτι του βράχου που έχει αποκολληθεί από αυτόν.
Η οργάνωση της όψης βασίζεται στην ιδέα της δημιουργίας μιας σχισμής στη βάση του βράχου και της αφαίρεσης τμήματος αυτού, στοχεύοντας στη δημιουργία της εντύπωσης αιώρησης του λόφου.
Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση ενιαίων υαλοστασίων στις λειτουργίες του ισογείου. Παράλληλα, επιδιώκοντας τον τονισμό της οριζόντιας διάστασης και της λογικής της χάραξης επί του βράχου, δημιουργούνται οριζόντια ανοίγματα στο δημόσιο τμήμα του συγκροτήματος που λειτουργούν ως σχισμές στο βράχο και καδράρουν τη θέα στο εσωτερικό. Οριζόντιες ζώνες μικρών ανοιγμάτων με τη μορφή διατρήσεων σηματοδοτούν την αλλαγή επιπέδου στο εσωτερικό, φιλτράρουν το φως δημιουργώντας ιδιαίτερο φωτισμό και αποτελούν διακριτικά διακοσμητικά στοιχεία της όψης, τα οποία ελαφραίνουν τον κτιριακό όγκο που αποκολλάται από το λόφο.