Τίτλος: Ενιαία Κοινότητα Μάθησης
Υπότιτλος: Η περίπτωση του Μουσικού Σχολείου Χανίων
Φοιτήτριες: Αλτουβά Ουρανία-Μαρία, Μπαλωμενάκη Χριστίνα
Επιβλέπων καθηγητής: Κωνσταντίνος-Αλκέτας Ουγγρίνης
Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Μάιος 2017
Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια μεθοδολογική προσέγγιση γύρω από τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης εκπαιδευτικών περιβαλλόντων και του ευρύτερου αστικού χώρου με τον οποίο αλληλεπιδρούν. Στόχος της υπήρξε η εύρεση μιας μεθοδολογίας για να περιγράψει αυτή τη σχέση και τη διάχυση δραστηριοτήτων και συμβάντων που την ενισχύουν, καταλήγοντας στην χωρική της απόδοση. Η σχεδιαστική λύση προτείνει τη διαμόρφωση χώρων με ποιοτικά στοιχεία κατάλληλα να ικανοποιούν ένα νέο μοντέλο μάθησης που εστιάζει στη συμμετοχή και στην εμπλοκή πέρα των εκπαιδευτικών και των μαθητών και άλλων ομάδων του προσκείμενου κοινωνικού περιβάλλοντος του σχολείου , της γειτονιάς.
Η προσέγγιση ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια μελέτης. Ξεκινάει έρευνα πεδίου στα εκπαιδευτικά σύγχρονα περιβάλλοντα, με γνώμονα τα φυσικά ή τεχνητά όρια ,τη θέση τους μέσα στον αστικό ιστό, κοινές τυπολογίες, προσβασιμότητα και το στοιχείο της κοινωνικοποίησης εντός και εκτός αυτών. Σαν συμπέρασμα προκύπτει ότι το σημερινό μοντέλο μάθησης ,έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται από τα παραπάνω χωρικά χαρακτηριστικά ,παρουσιάζει ένα σκληρό χαρακτήρα, μη ευέλικτο, με έντονο διαχωρισμό εκπαιδευτικού και κοινωνικού. Βάσει αυτής της παρατήρησης, τίθεται ως βασική σχεδιαστική κατεύθυνση ο επαναπροσδιορισμός του δίπολου μάθησης (Learning) – κοινωνικοποίησης (Social), δηλαδή σχολείου και αστικού χώρου, οπότε και μαθητή κατοίκου. Προς αποφυγή μίας βίαιης επέμβασης στα καθιερωμένα όρια της σχολικής μονάδας, βασικός άξονας της επέμβασης είναι η δημιουργία ενός μεταβατικού χώρου που θα επέτρεπε την σταδιακή απομάκρυνση κάποιων λειτουργιών του σχολείου προς τον αστικό χώρο και την διάχυση αντίστοιχα των δραστηριοτήτων του κοινωνικού χώρου προς το σχολείο. Είναι επομένως ο χώρος από τον οποίο θα ξεκινήσει η αλληλεπίδραση σχολείου – γειτονιάς και έπειτα θα εξελιχθεί στο χρόνο. Βασικός καταλύτης σε αυτήν την αλληλεπίδραση είναι η μουσική ως καθημερινό κοινό βιωματικό στοιχείο των ανθρώπων όλων των ηλικιών.
Έτσι ως περίπτωση μελέτης για την εφαρμογή της ιδέας και το σχεδιασμό επιλέξαμε το Μουσικό Γυμνάσιο/Λύκειο Χανίων. Μελετώντας το σε τρεις κλίμακες, τοπική και αστική, το σχολείο βρίσκεται κοντά σε τρεις γειτονιές Χαλέπα –Σόδυ -Κουμπελή ,πάνω στον άξονα κίνησης των κατοίκων. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται όλες οι εκπαιδευτικές βαθμίδες, το 5ο Δημοτικό και το 11ο νηπιαγωγείο, οπότε καλύπτει όλο το φάσμα της παιδικής δραστηριότητας. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιοχής που το έκανε κατάλληλο να το επιλέξουμε ήταν η οριοθέτηση που προκύπτει από το φυσικό τοπίο, δίνοντάς του έναν απρόσιτο και αθέατο χαρακτήρα.
Η μέθοδος που ακολουθήσαμε ώστε να προτείνουμε ένα νέο μοντέλο μάθησης μέσω της ευρύτερης κοινωνικής διάδρασης των χρηστών εκτυλίσσεται σε μια αλληλουχία διαγραμμάτων και εννοιών, σε στάδια εξέλιξής στο χώρο και στο χρόνο.
Η ροή της σκέψης βάσει της οποίας αναπτύχθηκε το θέμα είναι η εξής:
έννοιες (learning, social) → δραστηριότητες κ ποιοτικά χαρακτηριστικά δραστηριοτήτων → λειτουργίες → χαρακτήρας λειτουργίας (soft, solid) → εργαλειοθήκη → χωρικά χαρακτηριστικά
Σε αυτό το σημείο ομαδοποιούμε δραστηριότητες με βάση τις έννοιες που αναφέρουμε παραπάνω και θέτουμε τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Πέρα από τις έννοιες Learning – Social, εισάγουμε και την έννοια Play, ως δορυφόρο στις 2 βασικές. Έτσι αναπτύσσεται το εξής δίκτυο δραστηριοτήτων: Μάθηση - Κοινωνικοποίηση - Παιχνίδι (Learning- Social-Play) που στοχεύει στη Μάθηση μέσω του Παιχνιδιού, στη Μάθηση μέσω της Κοινωνικοποίησης και στην Κοινωνικοποίηση μέσω του Παιχνιδιού. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, είναι αναπόσπαστο γεγονός της σχολικής καθημερινότητας. Ωστόσο θεωρείται «παρενέργεια» των ενδιάμεσων διαστημάτων μάθησης. Το στοίχημα επομένως είναι να αποτελέσει πλέον βασική σταθερά και να ενισχύσει τις άλλες δύο. Βάσει των ποιοτικών χαρακτηριστικών, χωρικοποιούμε τις σχέσεις μεταξύ τους, καθώς και την χωροθέτηση τους στην περιοχή μελέτης ώστε να ικανοποιούνται αυτές κατά το βέλτιστο τρόπο, δημιουργόντας ένα δίκτυο δραστηριοτήτων στο χώρο.
Στη συνέχεια, οι προηγούμενες δραστηριότητες ανάγονται σε συγκεκριμένες λειτουργίες στο χώρο και το χρόνο, ενώ προκειμένου να κρατείται ο χώρος ζωντανός ακόμα και όταν τα σχολεία είναι κλειστά, επιλέγονται λειτουργίες που δίνουν ένταση διαφορετικές ώρες της ημέρας.
Βάσει όλων αυτών, αναζητούμε και θέτουμε ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία οδηγούν στον ορισμό μίας «εργαλειοθήκης», ενός αρχιτεκτονικού λεξιλόγιου, ώστε να συνθεθεί το τελικό αποτέλεσμα. Επαναφέροντας τις έννοιες Social και Learning, προσπαθούμε να βρούμε το αρχιτεκτονικό τους λεξιλόγιο ως προς τη δομή, το φως ,τη σχέση με το έδαφος, τα όρια, τα υλικά ,την ακουστική, το χρώμα. Από τη στιγμή που θέτουμε το κοινωνικό ως τη βασική μας σταθερά, προσδίδουμε σε αυτό ένα λεξιλόγιο πιο στιβαρό πιο “Solid”, ενώ στη μάθηση, ένα πιο προσαρμοστικό, μαλακό χαρακτήρα, πιο “Soft”. Σύμφωνα με τη λογική ότι δεν μπορεί ο κάθε χώρος να ταυτίζεται απόλυτα με το Social/Solid ή το Learning/Soft χαρακτήρα, αλλά προσδιορίζεται σε ένα φάσμα ανάμεσα σε αυτά, αποκτά τη δική του ταυτότητα βάσει των δικών του ποιοτικών χαρακτηριστικών που καθορίζουν εντέλει ποιος χαρακτήρας υπερισχύει σε αυτό και ταυτόχρονα θέτουν τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Στην ενδιάμεση κατάσταση προκύπτουν χώροι με μεικτό χαρακτήρα, οι λεγόμενοι υβριδικοί (κατά σύμβαση 50% soild - 50% soft). Οι λειτουργίες των υβριδικών χώρων αφορούν το σύνολο των χρηστών (κάτοικους πόλης, κάτοικους γειτονιάς, μαθητές) με μικρό φιλτράρισμα προς το δημόσιο, ώστε να λειτουργούν ως πόλοι έλξης και τοποθετούνται πρώτοι, ως πύλες.ενώ συνδέονται με τους άλλους νέους χώρους, σχηματίζοντας τρεις βασικές κτιριακές ενότητες, γύρω από ένα δημόσιο πυρήνα πλατείας. Από αυτόν και σε σύνδεση με τις κτιριακές ενότητες γίνεται η μετάβαση στα υφιστάμενα σχολικά συγκροτήματα.
Λειτουργίες με χαρακτήρα learning τοποθετούνται στον «μεταβατικό» αστικό χώρο, με σε μία πιο φιλτραρισμένη σχέση με αυτόν μέσω των υβριδικών χώρων, και σε ανώτερα επίπεδα σε σχέση τομής με την πλατεία, πάντα όμως με οπτική και ακουστική επαφή σε πολλαπλά επίπεδα. Ο αστικός χώρος επενδύεται με δορυφόρες κατασκευές μικρής κλίμακας για στάση και παρατήρηση στις βασικές διαδρομές. Με την πεζοδρόμηση της παλιάς οδικής αρτηρίας και τη διάνοιξη ενός νέου δρόμου, προκύπτει η τελική χωροθέτηση.