Τίτλος: Η Τέχνη του Αργύρου ως Αφετηρία Σχεδιασμού στην πόλη των Ιωαννίνων
Φοιτητές: Αδαμίδη Εύη, Γεωργάτη Μαρίνα
Επιβλέποντες καθηγητές: Ζαχαριάδης Ιωάννης, Καφρίτσα Μαρία
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ
Ιούλιος 2017
Αντικείμενο μελέτης της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η τέχνη του αργύρου καθώς και η άρρηκτη σχέση της με την πόλη των Ιωαννίνων. Με στόχο την επανερμηνεία και την ενίσχυση του ρόλου της , μελετάται η εξελικτική πορεία της τέχνης στην πόλη και προτείνεται η δημιουργία της νέας σχολής αργυροτεχνίας, καθώς και όλων των απαραίτητων υποδομών που τη συνοδεύουν.
Στο πλαίσιο της αναζήτησης του καταλληλότερου σημείου για την πρόταση, μελετάται η ιστορία της πόλης και της αργυροχοΐας και η γεωμορφολογία της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, αρχικά η άρρηκτη σχέση της αργυροχοΐας με την πόλη των Ιωαννίνων αναδεικνύεται μέσω της ιστορικής αναδρομής του ενός στοιχείου σε συνάρτηση με το άλλο και της προβολής της σημασίας του αργύρου στην οικονομική και καλλιτεχνική ανάδειξη των Ιωαννίνων. Η πληθώρα μεταλλείων στη Βαλκανική, οι διαχρονικοί εμπορικοί δρόμοι και οι γεωμορφολογικές ιδιομορφίες της Ηπείρου αποτελούν τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που κατέστησαν τα Γιάννενα ένα από τα πρώτα κέντρα αργύρου στην Ελλάδα.
Η περιοχή της Ηπείρου και των Ιωαννίνων ειδικότερα ακολούθησε αρκετά διαφορετική πορεία σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα γεωφυσικά της χαρακτηριστικά αλλά και την αρκετά καθυστερημένη ενοποίηση της με τη νέα ελληνική πραγματικότητα. Λόγω της αναγνώρισης της σπουδαιότητας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής, η μελέτη ξεχώρισε τα πιο καθοριστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πόλη και συντελούν τη φυσιογνωμία της.
Από τα συμπεράσματα τα οποία αντλήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η γεωμορφολογία της περιοχής, ο τρόπος ανάπτυξης του πολεοδομικού ιστού στο ιστορικό κέντρο και η αργυροχοΐα αποτελούν τα στοιχεία αυτά που διαμορφώνουν ακόμα και σήμερα τον ιστό και την εικόνα της πόλης, ενώ είναι εκείνα τα οποία μας οδήγησαν στην επιλογή της περιοχής μελέτης και στην τελική πρόταση.
Στη συνέχεια έγινε μια προσπάθεια να εντοπιστούν τα κυριότερα προβλήματα της περιοχής. Πρώτον, διαπιστώθηκε το γεγονός ότι η παραλίμνια διαδρομή παρουσιάζει ασυνέχειες στη διαμόρφωσή της. Αυτό σχετίζεται και με τις ελλιπείς προσβάσεις προς τη λίμνη τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς τον αριθμό τους. Τέλος, η απώλεια του στοιχείου της αργυροχοΐας από την πόλη λόγω της αποκέντρωσης των εργαστηρίων έχει συμβάλλει στην αλλοίωση του χαρακτήρα της πόλης.
Η πρόταση, λοιπόν, περιλαμβάνει ένα σύνολο πολεοδομικών παρεμβάσεων και ρυθμίσεων για την περιοχή του Μάτσικα, μιας περιοχής πάνω στην παραλίμνια διαδρομή, σε εγγύτητα με το Κάστρο και το ιστορικό κέντρο η οποία έχει συμπεριληφθεί στη Ζ.Ο.Ε. Συγκεκριμένα, προτείνεται η οργάνωση της περιοχής με στόχο την προστασία της από την άτακτη δόμηση και η μετατροπή της σε ζώνη πρασίνου, που σε συνδυασμό με την παραλίμνια διαδρομή θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο αναψυχής και τοπόσημο στην περιοχή. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός συνόλου κυκλοφοριακών ρυθμίσεων και προτάσεων για την οργάνωση των ήδη υπαρχόντων ιδιοκτησιών της περιοχής, με στόχο την αποφυγή της άτακτης δόμησής της.
Στη συνέχεια, στο όριο μεταξύ της πόλης και της πράσινης έκτασης και με αφορμή την οδό Ανεξαρτησίας (παλαιός εμπορικός δρόμος της αργυροχοΐας) και τις στοές (παλαιά εμπορικά συγκροτήματα), τοποθετείται η σχολή και ο εκθεσιακός χώρος προβολής του έργου της ενώ ο υπαίθριος χώρος της λειτουργεί ως πυκνωτής κινήσεων. Η σχολή αφενός παραλαμβάνει και τροφοδοτεί τις κινήσεις από την πόλη και ο εκθεσιακός χώρος σχετίζεται περισσότερο με τη λίμνη και τα φυσικά στοιχεία της περιοχής. Μεγάλη σημασία για την πρόταση έχει η διαμόρφωση και η οργάνωση του υπαίθριου χώρου, τόσο σε σχέση με το κτήριο αλλά και κατά μήκος της διαδρομής. Το σύνολο συνδιαλέγεται με το δίπολο πόλη- φύση λειτουργώντας ως ένας πυρήνας πολιτισμού, αναζωογόνησης της αργυροτεχνίας και επανένταξής της στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.
Όσον αφορά τη νέα κτηριακή δομή, αποτελεί έναν συγκερασμό ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή κλίμακα. Oι δύο πλατφόρμες έρχονται να συνταιριάξουν με τα κτήρια και οικοδομικά τετράγωνα μεγάλης κλίμακας, ενώ από κάτω τους εσωκλείουν τη μικροκλίμακα των παραδοσιακών τετραγώνων και στρέφονται προς το εσωτερικό τους. Το εξωτερικό περίβλημα αποτελείται κυρίως από συμπαγή βαριά στοιχεία που κρύβουν και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη λειτουργία των εσωτερικών χώρων.
Το πρόγραμμα σπουδών δομείται σε 3κατηγορίες- ομάδες μαθημάτων, τις εργαστηριακές τεχνικές στο ισόγειο, τις σχεδιαστικές εφαρμογές στον όροφο και τα θεωρητικά μαθήματα. Οι ομάδες αυτές καθόρισαν τη δομή του κτιρίου. Το δώμα του κτιριακού όγκου της σχολής είναι βατό και αποτελεί τη συνέχεια της διαδρομής και ένα ακόμη κατέβασμα προς τη λίμνη. Στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και με στόχο τη δημιουργία ενός στοιχείου που είναι ευδιάκριτο από διάφορα σημεία στην πόλη και είναι το μέτωπο του συγκροτήματος προς αυτήν, τοποθετείται η βιβλιοθήκη.
Μέριμνα για το σχεδιασμό του κτιρίου υπήρξε η δημιουργία μιας χωρικής εμπειρίας η οποία πλησιάζει αυτή της πόλης αλλά αναφέρεται και στην κλίμακα των περιβαλλόντων κτιρίων. Στο ισόγειο αλλά και στον όροφο διακρίνεται καθαρά η προβολή της κύριας πλάκας του κτιρίου, ενώ η οργάνωση των λειτουργιών επιμερίζεται σε μικρούς όγκους. Ειδικότερα, εμβληματική θέση έχουν τα εργαστήρια με εσωτερική οργάνωση σε πι για συγκεντρωτικότητα και ενοποίηση. Στην ίδια χωρική ομάδα διαβάζεται και το χυτήριο, στο οποίο βρίσκονται τα βαριά μηχανήματα απαραίτητα για τη χύτευση του μετάλλου. Στην άλλη πλευρά του κτιρίου και σε γραμμική διάταξη τοποθετούνται οι ατομικοί χώροι εργασίας. Ο χώρος μπορεί να διαβάζεται ως ενιαίος αλλά διαχωρίζεται από ελαφρά έπιπλα, που λειτουργούν ως εργαλειοθήκες και ως πάγκοι εργασίας, ενώ το κάθε εργαστήριο έχει δύο ατομικούς πάγκους αργυροχοΐας
Φοιτητές: Αδαμίδη Εύη, Γεωργάτη Μαρίνα
Επιβλέποντες καθηγητές: Ζαχαριάδης Ιωάννης, Καφρίτσα Μαρία
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ
Ιούλιος 2017
Αντικείμενο μελέτης της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η τέχνη του αργύρου καθώς και η άρρηκτη σχέση της με την πόλη των Ιωαννίνων. Με στόχο την επανερμηνεία και την ενίσχυση του ρόλου της , μελετάται η εξελικτική πορεία της τέχνης στην πόλη και προτείνεται η δημιουργία της νέας σχολής αργυροτεχνίας, καθώς και όλων των απαραίτητων υποδομών που τη συνοδεύουν.
Στο πλαίσιο της αναζήτησης του καταλληλότερου σημείου για την πρόταση, μελετάται η ιστορία της πόλης και της αργυροχοΐας και η γεωμορφολογία της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, αρχικά η άρρηκτη σχέση της αργυροχοΐας με την πόλη των Ιωαννίνων αναδεικνύεται μέσω της ιστορικής αναδρομής του ενός στοιχείου σε συνάρτηση με το άλλο και της προβολής της σημασίας του αργύρου στην οικονομική και καλλιτεχνική ανάδειξη των Ιωαννίνων. Η πληθώρα μεταλλείων στη Βαλκανική, οι διαχρονικοί εμπορικοί δρόμοι και οι γεωμορφολογικές ιδιομορφίες της Ηπείρου αποτελούν τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που κατέστησαν τα Γιάννενα ένα από τα πρώτα κέντρα αργύρου στην Ελλάδα.
Η περιοχή της Ηπείρου και των Ιωαννίνων ειδικότερα ακολούθησε αρκετά διαφορετική πορεία σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα γεωφυσικά της χαρακτηριστικά αλλά και την αρκετά καθυστερημένη ενοποίηση της με τη νέα ελληνική πραγματικότητα. Λόγω της αναγνώρισης της σπουδαιότητας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής, η μελέτη ξεχώρισε τα πιο καθοριστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πόλη και συντελούν τη φυσιογνωμία της.
Από τα συμπεράσματα τα οποία αντλήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η γεωμορφολογία της περιοχής, ο τρόπος ανάπτυξης του πολεοδομικού ιστού στο ιστορικό κέντρο και η αργυροχοΐα αποτελούν τα στοιχεία αυτά που διαμορφώνουν ακόμα και σήμερα τον ιστό και την εικόνα της πόλης, ενώ είναι εκείνα τα οποία μας οδήγησαν στην επιλογή της περιοχής μελέτης και στην τελική πρόταση.
Στη συνέχεια έγινε μια προσπάθεια να εντοπιστούν τα κυριότερα προβλήματα της περιοχής. Πρώτον, διαπιστώθηκε το γεγονός ότι η παραλίμνια διαδρομή παρουσιάζει ασυνέχειες στη διαμόρφωσή της. Αυτό σχετίζεται και με τις ελλιπείς προσβάσεις προς τη λίμνη τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς τον αριθμό τους. Τέλος, η απώλεια του στοιχείου της αργυροχοΐας από την πόλη λόγω της αποκέντρωσης των εργαστηρίων έχει συμβάλλει στην αλλοίωση του χαρακτήρα της πόλης.
Η πρόταση, λοιπόν, περιλαμβάνει ένα σύνολο πολεοδομικών παρεμβάσεων και ρυθμίσεων για την περιοχή του Μάτσικα, μιας περιοχής πάνω στην παραλίμνια διαδρομή, σε εγγύτητα με το Κάστρο και το ιστορικό κέντρο η οποία έχει συμπεριληφθεί στη Ζ.Ο.Ε. Συγκεκριμένα, προτείνεται η οργάνωση της περιοχής με στόχο την προστασία της από την άτακτη δόμηση και η μετατροπή της σε ζώνη πρασίνου, που σε συνδυασμό με την παραλίμνια διαδρομή θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο αναψυχής και τοπόσημο στην περιοχή. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός συνόλου κυκλοφοριακών ρυθμίσεων και προτάσεων για την οργάνωση των ήδη υπαρχόντων ιδιοκτησιών της περιοχής, με στόχο την αποφυγή της άτακτης δόμησής της.
Στη συνέχεια, στο όριο μεταξύ της πόλης και της πράσινης έκτασης και με αφορμή την οδό Ανεξαρτησίας (παλαιός εμπορικός δρόμος της αργυροχοΐας) και τις στοές (παλαιά εμπορικά συγκροτήματα), τοποθετείται η σχολή και ο εκθεσιακός χώρος προβολής του έργου της ενώ ο υπαίθριος χώρος της λειτουργεί ως πυκνωτής κινήσεων. Η σχολή αφενός παραλαμβάνει και τροφοδοτεί τις κινήσεις από την πόλη και ο εκθεσιακός χώρος σχετίζεται περισσότερο με τη λίμνη και τα φυσικά στοιχεία της περιοχής. Μεγάλη σημασία για την πρόταση έχει η διαμόρφωση και η οργάνωση του υπαίθριου χώρου, τόσο σε σχέση με το κτήριο αλλά και κατά μήκος της διαδρομής. Το σύνολο συνδιαλέγεται με το δίπολο πόλη- φύση λειτουργώντας ως ένας πυρήνας πολιτισμού, αναζωογόνησης της αργυροτεχνίας και επανένταξής της στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.
Όσον αφορά τη νέα κτηριακή δομή, αποτελεί έναν συγκερασμό ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή κλίμακα. Oι δύο πλατφόρμες έρχονται να συνταιριάξουν με τα κτήρια και οικοδομικά τετράγωνα μεγάλης κλίμακας, ενώ από κάτω τους εσωκλείουν τη μικροκλίμακα των παραδοσιακών τετραγώνων και στρέφονται προς το εσωτερικό τους. Το εξωτερικό περίβλημα αποτελείται κυρίως από συμπαγή βαριά στοιχεία που κρύβουν και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη λειτουργία των εσωτερικών χώρων.
Το πρόγραμμα σπουδών δομείται σε 3κατηγορίες- ομάδες μαθημάτων, τις εργαστηριακές τεχνικές στο ισόγειο, τις σχεδιαστικές εφαρμογές στον όροφο και τα θεωρητικά μαθήματα. Οι ομάδες αυτές καθόρισαν τη δομή του κτιρίου. Το δώμα του κτιριακού όγκου της σχολής είναι βατό και αποτελεί τη συνέχεια της διαδρομής και ένα ακόμη κατέβασμα προς τη λίμνη. Στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και με στόχο τη δημιουργία ενός στοιχείου που είναι ευδιάκριτο από διάφορα σημεία στην πόλη και είναι το μέτωπο του συγκροτήματος προς αυτήν, τοποθετείται η βιβλιοθήκη.
Μέριμνα για το σχεδιασμό του κτιρίου υπήρξε η δημιουργία μιας χωρικής εμπειρίας η οποία πλησιάζει αυτή της πόλης αλλά αναφέρεται και στην κλίμακα των περιβαλλόντων κτιρίων. Στο ισόγειο αλλά και στον όροφο διακρίνεται καθαρά η προβολή της κύριας πλάκας του κτιρίου, ενώ η οργάνωση των λειτουργιών επιμερίζεται σε μικρούς όγκους. Ειδικότερα, εμβληματική θέση έχουν τα εργαστήρια με εσωτερική οργάνωση σε πι για συγκεντρωτικότητα και ενοποίηση. Στην ίδια χωρική ομάδα διαβάζεται και το χυτήριο, στο οποίο βρίσκονται τα βαριά μηχανήματα απαραίτητα για τη χύτευση του μετάλλου. Στην άλλη πλευρά του κτιρίου και σε γραμμική διάταξη τοποθετούνται οι ατομικοί χώροι εργασίας. Ο χώρος μπορεί να διαβάζεται ως ενιαίος αλλά διαχωρίζεται από ελαφρά έπιπλα, που λειτουργούν ως εργαλειοθήκες και ως πάγκοι εργασίας, ενώ το κάθε εργαστήριο έχει δύο ατομικούς πάγκους αργυροχοΐας