Κάποτε στην Αρκαδία
Ένα αρχιτεκτονικό παραμύθι.
Φοιτήτρια : Γεωργία Συριοπούλου
Επιβλέπων καθηγητής: Πάνος Δραγώνας
Πανεπιστήμιο Πατρών | Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία παρουσίασης : Φεβρουάριος 2012
Περίληψη
Κείμενα, χαρτογραφήσεις και μύθοι συνθέτουν μία φαντασίωση
για έναν τόπο· μία αρχιτεκτονική αφήγηση που αποκαλύπτει τις αόρατες πτυχές
του.
Κείμενο παρουσίασης:
Ένας σύγχρονος περιηγητής περιπλανιέται στη λίμνη του
Λάδωνα. Αποστασιοποιημένος από το τοπίο εισέρχεται σε αυτό ως θεατής και ξεκινά
στις σημειώσεις του μία παράλληλη περιπλάνηση στο τοπίο της φαντασίας του. Το
μέσο γι' αυτήν την περιπλάνηση είναι ο μύθος που εγκαθιστά στα στοιχεία του
πραγματικού φαντασιωνόμενος ένα άλλο τοπίο...
Ακολουθούμε τον περιηγητή μέσα από τις σημειώσεις του.
Σημείο εκκίνησης της περιπλάνησής του το φράγμα του Λάδωνα:
"Στέκομαι εδώ, πάνω στο φράγμα, και απλώνεται μπροστά
μου η λίμνη του Λάδωνα. Βλέπω το μυθικό δράκοντα Λάδωνα που η μυθολογία ήθελε
να φυλάει την είσοδο στον κήπο των θεών να ελίσσεται σιωπηλά ανάμεσα στις
πλαγιές. Ακοίμητος φρουρός των χρυσών μήλων των Εσπερίδων."
Τεχνική εξέτασις φράγματος:
Η έναρξης των έργων του Λάδωνος ήρχισεν την 17ην Αυγούστου
1950, στην θέσιν Πήδημα. Το φράγμα δια την υδροληψίαν είναι κατασκευασμένο από
ωπλισμένο σκυρόδεμα και είναι τύπου «βαρύτητος μετά διακένων στοιχείων».
Νικόλαος Κωσταράς, Ιανουάριος 1955
«Μοιάζει κάτω από τον καθρέφτη του νερού να κοιμάται ακόμα ο
δράκος Λάδωνας μπροστά στη μπετονένια πύλη όπου στέκομαι. Μπαίνω.»
Μέσα στις τρεις πρώτες κοιλότητες του φράγματος
απομονώνονται και υπερτονίζονται οι τρεις βασικές συνθήκες που δημιουργούνται
στο τοπίο με την ύπαρξή του: το όριο της ελάχιστης στάθμης της λίμνης στα 400μ
κάτω από το οποίο το τοπίο παραμένει κρυμμένο από το νερό. Ο τεράστιος όγκος
νερού που συσσωρεύεται και συγκρατείται πίσω από το φράγμα. Και τέλος η
ανωμαλία που δημιουργείται εξαιτίας αυτού στο τοπίο: ένα τεράστιο σκαλοπάτι.
«Από το εκτυφλωτικό φως της μέρας στο υγρό σκοτάδι αυτής της
μπετονένιας κοιλότητας. Η κατάδυση κάτω από το νερό και μόνη πηγή του ελάχιστου
φωτός η τρύπα απ' όπου μπήκα...»
«... Οι τοίχοι μοιάζουν να γέρνουν κάτω από τους τόνους νερού που πιέζουν από πίσω. Οι απότομοι τοίχοι υψώνονται στο σκοτάδι πάνω από το κεφάλι μου και με σπρώχνουν στο κενό.»
«... Κρέμομαι σε ένα διάδρομο ανάμεσα σε ένα ξύλινο τείχος
και στο κενό. Περνάω πίσω του και ανεβαίνω ανάμεσα στις σκαλωσιές. Στην κορυφή
καταλαβαίνω...30 μέτρα κατεβασιά στα πόδια μου και μια κηλίδα φωτός με
παρακολουθεί από ψηλά: το μάτι του Λάδωνα κοιτάει τον εισβολέα. Ο δράκος
ξύπνησε. Βρίσκομαι εκεί απ' όπου ξεκίνησα· πάνω στο φράγμα.»
«Υπάρχει ένα αλώνι μισό, κομμένο από το δρόμο. Το κάποτε
κατοικημένο τοπίο. Το τοπίο σε χρήση, σε λειτουργία. Το τοπίο διαδικασία.
Υπάρχουν πολλά αλώνια στην περιοχή... Ο αέρας μου φέρνει
τους ήχους τους. Αόρατοι αλωνιστές που περιστρέφονται κάθε Ιούλιο Αλωνάρη.
Διαγράφουν σπείρες πάνω στα αλώνια, από την περιφέρεια στο κέντρο και πάλι
πίσω. Με διαφορετικό ρυθμό σε κάθε αλώνι ανάλογα με το μέγεθος.»
Τα αλώνια γίνονται σημεία επανεκκίνησης του τοπίου· γρανάζια
που το θέτουν σε λειτουργία. Ένας
κυλιόμενος μεταλλικός δίσκος με ένα εσωτερικό σπειροειδές γρανάζι περιστρέφεται
γύρω από κατακόρυφο άξονα και κρούει μία κουδούνα σε κάθε ολοκλήρωση μίας πλήρους
περιστροφής του, αναπαράγοντας έτσι το ρυθμό περιστροφής του αλωνιστή στο
αλώνι. Όσο μεγαλύτερο το αλώνι τόσο πιο μπάσος ο ήχος της κουδούνας και τόσο
πιο αργός ο ρυθμός ολοκλήρωσης των περιστροφών πάνω του. Έτσι, κάθε αλώνι
αποκτά μία χαρακτηριστική «μελωδία» και όλα μαζί μεταγράφουν τη διαδικασία του
αλωνίσματος σε εμπειρία του τοπίου στο σήμερα.
«Μπροστά μου ανοίγεται ένας μακρόστενος κόλπος. Η απαλή
κλίση του εδάφους αφήνει το νερό να εισέλθει φιλήδονα στη στεριά, να
πλημμυρίσει σταδιακά τα υπολείμματα από τα παλιά πέτρινα αναχώματα.»
ὁ δὲ Λάδων ποταμῶν τῶν ἐν Ἑλλάδι ὕδωρ παρέχεται κάλλιστον
γράφει ο Παυσανίας: ο Λάδωνας γοητεύει με τα νερά του
περισσότερο από τα άλλα ελληνικά ποτάμια
«είναι όμως ξακουστός και εξ' αιτίας της Δάφνης και των
σχετικών παραδόσεων»
Η επιθυμία του Απόλλωνα για τη νύμφη Δάφνη και του Πάνα για
τη νύμφη Σύριγγα. Επιθυμία που έγινε καταδίωξη όταν οι νύμφες τους αρνήθηκαν.
Οι πέτρινοι τοίχοι υψώνονται για να ανασχέσουν την εισχώρηση
του θύτη, συγκρατώντας το νερό. Μπετονένια αποσπάσματα από ένα αγωνιώδες κυνηγητό
στερεοποιούνται ανάμεσα στα εμπόδια. Πλωτοί διάδρομοι περιμένουν το νερό να
εισέλθει για να ανέβουν μαζί του και να συμπληρώσουν σταδιακά την πορεία προς
την έξοδο.
«Μόνο ένας τρόπος να περάσω το λαβύρινθο. Εισέρχομαι
στην πλωτή διαδρομή όσο μου το επιτρέπει η στάθμη. Μαζί με το νερό, κυνηγημένος
από το νερό. Και καθώς οι μήνες περνούν και η εποχή αλλάζει από το χειμώνα προς
την άνοιξη, και το νερό όλο και ανεβαίνει, εγώ ξεπερνάω ένα ένα τα εμπόδια
παρακολουθώντας το τοπίο έξω να μεταμορφώνεται: η ξερή τοπογραφία στην αρχή που
το νερό είναι χαμηλά, η κορυφογραμμή των λόφων που αγκαλιάζουν τον κόλπο, τα
αλλεπάλληλα κατώφλια που δεν μπορώ ακόμη να διαβώ.
Ο μύθος λέει πως όταν πια οι δύο νύμφες εξαντλημένες από το
κυνηγητό ικέτεψαν τον πατέρα τους το Λάδωνα να τις σώσει εκείνος τις
μεταμόρφωσε σε φυτά. Κι έμεινε ο Απόλλωνας να αγκαλιάζει μια μυρωδάτη δάφνη κι
ο Πάνας μια καλαμιά. Η ολοκλήρωση του μύθου, και η ολοκλήρωση της διαδρομής.
Μια συστάδα καλαμιές και δάφνες στη φυσική κοιλότητα του εδάφους.
«Κατηφορίζω το λόφο και μπροστά μου ο Λάδωνας μου φράσσει το
δρόμο. Το πέρασμα του νερού. Ένα σημείο τρεις γέφυρες, τρεις τόποι. Σε σχέση με
το νερό και το τοπίο.»
Ο Χάιντεγκερ γράφει πως «από τήν ἴδια τή γέφυρα γεννιέται
κατ᾿ ἀρχάς ἕνας τόπος... Η γέφυρα εἶναι τόπος». Η κατασκευή λειτουργεί
συμπληρωματικά στη σύγχρονη γέφυρα επανερμηνεύοντας και συμπυκνώνοντας τις
διαφορετικές ποιότητες και εμπειρίες των τριών περασμάτων του ποταμού.
Το μεσαιωνικό γεφύρι μόλις διαγράφεται σαν ίχνος κάτω από το
νερό. Το γεφύρι της κυράς, χτισμένο από τη θρυλική πριγκίπισσα της Βαρονίας της
Άκοβας. Έξι μήνες το χρόνο καλύπτεται από τη λίμνη. Το πέρασμα κάτω από το
νερό.
«Δύο τοίχοι μου ανοίγουν μονοπάτι να διαβώ το νερό. Στο
βάθος υψώνεται ένας πύργος και ψηλά ένα κενό παράθυρο. Το βλέμμα της Μονοβύζας
βαραίνει τις όχθες. Μια σκάλα με κατεβάζει στο σκοτάδι κάτω από την
επιφάνεια...»
Η δεύτερη γεφύρωση ένα πλωτό πορθμείο που τοποθετήθηκε με
την κατασκευή του φράγματος και της λίμνης. Μια χειροκίνητη τροχαλία το
μετακινούσε από τη μία όχθη στην άλλη. Τώρα εγκαταλελειμμένο, ανεβοκατεβαίνει
μαζί με τη στάθμη της λίμνης. Το πέρασμα πάνω στο νερό.
«... Παρατηρώ τις τροχαλίες στην κορυφή του και τα μακριά
σκοινιά που περνούν από πίσω. Περπατάω πάνω στην πλατφόρμα και νιώθω την απαλή
κίνηση του νερού.»
Το τρίτο πέρασμα η καινούρια μεταλλική γέφυρα, την οποία
περνούν πλέον σχεδόν μόνο οι εκδρομείς. Στέκονται να θαυμάσουν την κοιλάδα που
ανοίγεται μπροστά. Η αναζήτηση της τέλειας θέας. Το πέρασμα πάνω από το νερό
και πάνω από το τοπίο.
«...Ένας σκιερός διάδρομος καδράρει τη θέα... Ένα μπαλκόνι
που εκτείνεται προς το τοπίο και προσφέρει την καλύτερη φωτογραφία. Ποιο απ'
όλα τα περάσματα διαβαίνω; Ή μήπως τα περνάω όλα ταυτόχρονα;»
Ένας περιηγητής είμαι κι εγώ. Περιπλανιέμαι στο τοπίο, το ατενίζω
και το γεμίζω με εικόνες και νοήματα αόρατα. Προβολές του νου μου πάνω στο
πραγματικό. Και όταν θα φύγω από εδώ, κι όταν τελειώσει αυτή η περιπλάνηση για
να αρχίσει κάπου αλλού, δε θα υπάρχει πια ούτε για 'μένα ούτε για εσάς το τοπίο
του Λάδωνα αλλά μόνο η ιστορία αυτή, οι αναπαραστάσεις άχρονων συμβάντων που
έλαβαν χώρα κάποτε στην Αρκαδία.
Κι έτσι ίσως κάπου ανάμεσα στον ανοίκειο κι όμως συμπαγή
χώρο της φαντασίας και στον οικείο χώρο της πραγματικότητας να μπορώ κι εγώ να
πω ET IN ARCADIA EGO.