Park D
From Air,
Suite No.3 in D#, BWV 1068.
Φοιτητής : Ψαρράς Σταμάτιος
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Α. Λιάπη
Πανεπιστήμιο Πατρών - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία Παρουσίασης: 04/11/11
Ημ.πρώτης δημοσίευσης στο gra: 2012-02-09
Περιγραφή: Από τη γραμμικότητα
του χρόνου στη Μουσική Εμπειρία, στη Χωρική Εμπειρία μίας συνεχούς διαδρομής: Η
αποκωδικοποίηση του Μουσικού Κομματιού και η μετατροπή του, μέσα από τα φίλτρα
της δομής, της νότας, της αντίστιξης, της αντίληψης και των αναλογιών σε μία Αρχιτεκτονική
Διαδρομή.
Η Αρχιτεκτονική και η Μουσική αν και χρησιμοποιούν τελείως
διαφορετικά μέσα σαν τέχνες, έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Οι συνθέτες και των
δύο τεχνών χρησιμοποιούν πολλές φορές κοινά εργαλεία, όπως η επανάληψη στην
αντίστιξη αλλά και στην αρχιτεκτονική, και πολλές φορές βασίζονται στα
μαθηματικά και στις αναλογίες. Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα έργα
τους με αντίστοιχους κανόνες και
μηχανισμούς, σύμφωνα με τους νόμους
της gestalt που βρίσκουν εφαρμογή και στις δύο τέχνες.
Στόχος μου ήταν ο σχεδιασμός μίας συνεπούς μεταφοράς της
μουσικής εμπειρίας στον χώρο, μετατρέποντας τη γραμμικότητα του χρόνου κατά το
άκουσμα ενός μουσικού κομματιού σε μία συνεχή διαδρομή. Για τον σκοπό αυτό το
μουσικό κομμάτι χρησιμοποιείται σαν πηγή δεδομένων, που μέσα από φίλτρα
ανάλυσης: της Δομής, της Νότας, της Αντίστιξης, της Αντίληψης και των Αναλογιών, εξάγονται ως χωρικά
στοιχεία.
Αυτά τα χωρικά στοιχεία εντάσσονται σε ένα πολιτιστικό
πάρκο, που περιλαμβάνει μία κεντρική
διαδρομή-υπαίθριο εκθεσιακό χώρο, δευτερεύουσες διαδρομές, στάσεις και ημιυπαίθριους χώρους, όπου θα λαμβάνουν
χώρα μουσικά και ηχητικά δρώμενα.
Για να επιτευχθεί η μετάφραση από ένα κομμάτι σε μία διαδρομή έπρεπε πρώτα να επιλεγούν τα πλέον αντικειμενικά και σημαντικά στοιχεία του. Κάποια, όπως η χροιά, παραλείφθηκαν από αυτήν τη διαδικασία, ενώ απέφυγα το κομμάτι του τραγουδιού επιλέγοντας ένα καθαρά ορχηστρικό κομμάτι, συγκεκριμένα το Air από την σουίτα για έγχορδα σε D major του Bach (BWV 1068).
Στη διαδρομή οι νότες του μουσικού κομματιού
αντιπροσωπεύονται από χωρικά στοιχεία που ομαδοποιούνται σε τρια διακριτά μέρη
αντικατοπτρίζοντας τoν διακριτό ρόλο των οργάνων του Air.
Το μπάσο βρίσκεται σε συνεχή κίνηση σε ρυθμό που αντιτίθεται
στα άλλα όργανα και γίνεται το έδαφος της διαδρομής (Walking bass line) ενώ τα
άλλα τρία όργανα, εναλλάσουν συνεχώς ρόλους μεταξυ τους, πότε βρίσκονται στο προσκήνιο/foreground
και γίνονται η οροφή της διαδρομής και πότε παίρνουν συνοδευτικό
ρόλο/background και γίνονται οι τοίχοι της.
Παράλληλα διατηρείται και η εσωτερική δομή του κάθε οργάνου.
Για παράδειγμα, οι πλάκες του εδάφους της διαδρομής ακολουθούν το θέμα του
cello: μία τετράδα νοτών με pattern ανεβαίνω 7 τόνους, κατεβαίνω έναν,
κατεβαίνω 7, δηλαδή άλματα οκτάβας. Η μορφή του θέματος στο πεντάγραμμο
αποτυπώνεται στη μορφή των πλακών στην
διαδρομή, γιατί το μήκος της κάθε πλάκας εξαρτάται από τη συχνότητα της νότας
και τη θέση της στο θέμα.
Επίσης, οι πλάκες ακολουθούν μία ελικοειδή πορεία, που επιβάλλεται από τις κάθετες πλάκες του background. Αυτές χρησιμεύουν ώς πανέλα πληροφορίας, ενώ ο χώρος ανάμεσά τους προορίζεται για εκθέσεις αντικειμένων ή προβολές. Έτσι, η πορεία του επισκέπτη εντός της διαδρομής κατευθύνεται, από τις πλάκες του εδάφους πότε στη μία και πότε στην άλλη μεριά, δίνοντας αντίστοιχη έμφαση στις πληροφορίες που υπάρχουν στα πανέλα του background.
Οι αρμονογράφοι είναι ημιυπαίθροι χώροι που στεγάζουν
μουσικά και ηχητικά δρώμενα. Το σχήμα τους ακολουθεί τη λογική του
αρμονογράφου, ενός οργάνου που με βάση τις αναλογίες της κλίμακας του Πυθαγόρα
μετατρέπει τη νότα σε εικόνα. Για τις ανάγκες δημιουργίας ενός τρισδιάστατου
σχήματος, ο αρμονογράφος έχει εξελιχθεί από το κλασσικό δυσδιάστατο όργανο σε
τρισδιάστατο. Οι αναλογίες που εισάχθηκαν στον 3D Αρμονογράφο προέκυψαν από τις
αναλογίες των νοτών της βασικής διαδρομής, που βρίσκονται κοντινότερα σε
αυτούς.
Οι λειτουργίες των αρμονογράφων ολοκληρώνουν το πάρκο σαν
εκθεσιακό χώρο: Ο κεντρικός αρμονογράφος έχει μία μικρή σκηνή στο κέντρο, που
μπορεί να έχει περιμετρική θέαση από τους θεατές, ώστε ο επισκέπτης να μπορεί
να δει ή να ακούσει το καλλιτεχνικό έργο από διάφορα σημεία, με τη δυνατότητα
ελεύθερης μετακίνησης και εκούσιας επιλογής της καλλιτεχνικής εμπειρίας. Αυτό
εξυπηρετείται από ράμπες ελλειπτικής πορείας γύρω από τη σκηνή σε διάφορα
επίπεδα, δίνοντας τη δυνατότητα και της καθ' ύψους διαφοροποίησης της θέσης του
παρατηρητή. Παράλληλα, στους άλλους αρμονογράφους γίνεται μία προσπάθεια
σύζευξης του ήχου και της μουσικής με άλλα στοιχεία του χώρου, το φώς στον
δεύτερο και το νερό στον τελευταίο αρμονογράφο.
Το πάρκο αυτό δεν έχει εμπνευστεί απλά από την μουσική αλλά
αποτελεί μία συνεπή μεταφορά ενός μουσικού κομματιού στον χώρο. Η κυρίως
διαδρομή αποτελεί μία πιστή χωρική εμπειρία του κομματιού σε διάφορες κλίμακες.
Αρχικά, στη δομή της σύνθεσης, με τη μεταφορά των επιμέρους μερών και φράσεων
του κομματιού στη χάραξη της διαδρομής, στη συνέχεια σε αντίληπτικό επίπεδο
χωρίζοντας τις νότες σύμφωνα με την αρχή της Ομοιότητας, σε διαφορετικές κατηγόριες - δομικά μέρη της διαδρομής, στο
επίπεδο της Νότας με διαφοροποίησεις για τη συχνότητα και τη διάρκεια, αλλά και
στο επίπεδο της σύνδεσης των Νοτών, της Αντίστιξης, και τέλος στο επίπεδο του
χρόνου με ανάλογη ταχύτητα έκθεσης στην πληροφορία. Η αποτύπωση του κομματιού
στη διαδρομή επεκτείνεται στη συνέχεια μέσα από χαράξεις σε όλη την έκταση του
οικοπέδου και προσδιορίζει τη θέση όλων των υπόλοιπων στοιχείων του πάρκου: των
δευτερεύουσων διαδρομών, των στάσεων, του φωτισμού και των δέντρων. Οι χαράξεις
αυτές παρέχουν στους αρμονογράφους τα πιο πρωταρχικά στοιχεία του κομματιού,
τις μαθηματικές αναλογίες των συγχορδιών του, που εντυπώνονται στον χώρο. Τέλος, γίνεται μία προσπάθεια σύμπτυξης του
ήχου και της μουσικής με πολλά στοιχεία, με γνώμονα την αλληλεπίδραση του
επισκέπτη με τον ήχο και τη νοητική αντιστοίχηση του ήχου στα στοιχεία αυτά.
Χρησιμοποιώντας την ίδια Δομή, την ίδια Αντίληψη, τις ίδιες
Τεχνικές και Αποφάσεις, θα μπορούσαμε να πουμε ότι το Πάρκο είναι το ίδιο το
μουσικό κομμάτι.