168.14 Η διεκδίκηση της Αρκαδίας

Η διεκδίκηση της Αρκαδίας
Επαναπροσδιορίζοντας το κοινωνινό-οικονομικό τοπίο.
Φοιτήτρια : Γεωργία Συριοπούλου
Επιβλέποντες: Nimish Biloria, Henriette Bier, Martin Sobota
Hyperbody studio | TU Delft
Ημερομηνία παρουσίασης : Ιούνιος 2014


Μελετώντας τα κοινωνικά, οικονομικά αλλά και φιλοσοφικά ζητημάτα μιας ενδεχόμενης επιστροφής της σύγχρονης κοινωνίας στο τοπίο της υπαίθρου και τις συνθήκες αυτής της επιστροφής, διερευνημένα στο μοντέλο ενός σύγχρονου αγροτικού συνεταιρισμού σε μια τυπική ορεινή περιοχή της Αρκαδίας.


Στην Ελλάδα του 1920, το 62% του πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές περιοχές. Το 1991 αυτός ο πληθυσμός είχε μειωθεί στο 28%. Όπως είναι αναμενόμενο, μια δημογραφική αλλαγή αυτής της κλίμακας μέσα σε μόλις 6 δεκαετίες είχε τεράστια επίπτωση στην κοινωνικό-οικονομική και παραγωγική δομή της χώρας και αποτέλεσε ένα πολιτισμικό τραύμα το οποίο εκδηλώθηκε ως μια επιθετική επανοίκηση της υπαίθρου κατά την περίοδο του ταχέως εκμοντερνισμού της χώρας τη δεκαετία του '70. Το τακτικό "προσκύνημα" στο χωριό της καταγωγής εδραιώνεται κατά αυτήν την περίοδο, ταυτόχρονα με την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας για εξοχικές κατοικίες, που εξελίχθηκε στον πυρήνα του "ελληνικού ονείρου". Ο μόνιμος αγροτικός πληθυσμός αντικαθίσταται σε τεράστιο βαθμό από τον περιστασιακό πληθυσμό εκδρομέων, τουριστών και χρηστών δεύτερης κατοικίας, με το νέο αυτό κύμα να μετουσιώνεται σε ψευδοπαραδοσιακές βίλλες και τουριστικά θέρετρα. Η ύπαιθρος του '90 γίνεται το σκηνικό μιας φαντασίωσης: της επαφής με τη φύση, της απελευθέρωσης από τις υποχρεώσεις της αστικής ζωής, της αναζωογόνησης του σώματος κλπ.



Παρ' ότι, η ελληνική ύπαιθρος και ο αγροτικός τομέας ακολούθησαν από τότε μια πορεία όλο και μεγαλύτερης παρακμής, με μια τεράστια αποστράγγιση από τις παραγωγικές δυνάμεις του πληθυσμού και κατάχρηση των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων, το κράτος μέσα στην περίδο της κρίσης προτάσσει τη γεωργία ως την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης για το μέλλον δημιουργώντας διάφορα προγράματα επιδοτήσεων για νέους αγρότες και για την εκμετάλλευση της οικογενειακής περιουσίας, ιδιαίτερα στις δυσπρόσιτες και μη προνομιούχες περιοχές. Παράλληλα, οι γεωπονικές σχολές αρχίζουν να κερδίσουν δημοτικότητα, εμφανιζόμενες ως το διαβατήριο για εργασία μελλοντικά. Επιπρόσθετα, μια πανελλαδική έρευνα πάνω στη στροφή προς τη γεωργία αποκαλύπτει μια γενική θετική διάθεση απέναντι στην προοπτική μιας επιστροφής στην ύπαιθρο.


Παρατηρούμε επομένως, την ανακατασκευή μιας νέας ρητορικής που ξανα-παρουσιάζει την ύπαιθρο ως γη της επαγγελίας, αυτή τη φορά για οικονομική ευημερία, εργασία, καλύτερες συνθήκες και ποιότητα ζωής, εργασία και όλες τις επακόλουθες φαντασιώσεις που ο τεθλιμμένος αστικός πληθυσμός προβάλλει πάνω στην πραγματικότητα της επαρχίας.


Αυτές οι συνθήκες αποτελούν το έδαφος για την κατασκευή ενός ενδιαφέροντος σεναρίου:
Στο μέλλον, ένας σημαντικός πληθυσμός αστών θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τα αστικά κέντρα και να αποικίσει την ύπαιθρο για να δουλέψει στη γεωργία, προκαλώντας τη σύγκρουση μεταξύ δύο τελείως διαφορετικών κόσμων.
Πώς θα πραγματαποιηθεί αυτή η επιστροφή; Και πώς το υπόβαθρο ενός μέχρι πρότινως αστικού πηλθυσμού που γίνεται οι νέοι χωρικοί, αλληλεπιδρά και διαμορφώνει τις νέες κοινωνικές και παραγωγικές δομές;
Το πιο κυρίαρχο στοιχείο του υποβάθρου της πρότασης είναι φυσικά η τοπογραφία, τόσο ως φυσική παρουσία όσο και ως αφηρημένη ιδέα. Ξεκινώντας από την αντιμετώπιση της τοπογραφίας ως τον τρισδιάστατο υποδοχέα του κτηρίου, αυτή παράλληλα αντιστράφηκε προσλαμβάνοντας το κτήριο ως ένα μαλακό σώμα που συγχωνεύεται με το έδαφος ώστε ένα νέο κτήριο-τοπίο να αναδυθεί μέσα από τις αλλεπάλληλες παραμορφώσεις και των δύο: το έδαφος αναμορφώνεται ώστε να δημιουργηθεί το νέο τοπίο των καλλιεργειών, ενώ το κτήριο πίεζεται προς το έδαφος και αρχίζουν να αλληλεπιδρούν.



Το εργαλείο με το οποίο προσεγγίστηκε αυτή η διαδικασία ήταν η τυπολογία της βαθμιδωτής καλλιέργειας, κοινής γεωργικής πρακτικής στην ορεινή επαρχία, ακριβώς επειδή μετατρέπει σε φυσική οντότητα τη διαφορετικά αφηρημένη έννοια των υψομετρικών γραμμών. Περι-γράφει το τοπίο ιχνηλατώντας την τοπογραφία.
Το ξένο σώμα συγχωνεύται με τον υποδοχέα και μια υβριδική κατάσταση προκύπτει στην οποία ο αγρότης γίνεται επιστήμονας και ο χωρικός γίνεται ένας κοσμοπολίτης πρώην αστός, συνηθισμένος στον πλουραλισμό και τις απολαύσεις της πόλης.
Το σκηνικό στο οποίο κινούνται αυτοί οι χαρακτήρες είναι ένας αισθησιακός χώρος μεταξύ φυσικού και τεχνητού που αναφέρεται στη σπηλιά ως το πρωταρχικό ανθρώπινο κατάλυμμα και στην ιδέα ενός χαμένου παραδείσου. Ένα παλλώμενο σώμα το οποίο εγκολπώνει καλλιέργειες, χώρους παραγωγής και αναψυχής σε ένα συνεχές εσωτερικό και εξωτερικό τεχνητό τοπίο, σε εναλλαγές φωτός και σκότους, κλειστών, ημι-υπαίθριων και υπαίθριων χώρων.





Δομικό σύστημα
Χάρη στη σταθερότητα του εδάφους και λόγω της αρχιτεκτονικής πρόθεσης, το πρώτο υλικό της κατασκευής γίνεται η συμπιεσμένη γη (rammed earth), η οποία χρησιμοποιείται όπως τα πέτρινα θεμέλια για να διαμορφώσει το δομικό υπόβαθρο. Η ίδια η εκσκαφή γίνεται το καλόυπι από τη μία πλευρά για το rammed earth. Με αυτόν τον τρόπο, μεγάλο μέρος του υλικού της εκσκαφής μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί στην κατασκευή χωρίς τη συμμετοχή ειδικευμένω εργατών. Ταυτόχρονα το rammed earth εμφανίζει υψηλή ικανότητα αποθήκευσης θερμότητας, δυνατότητα ενσωμάτωσης τσν συστημάτων ψύξης-θέρμανσης, ιδιότητες ρύθμισης της υγρασίας και πολύ καλές ακουστικές ιδιότητες. Παρ' όλα αυτά, η πεπιεσμένη γη μπορεί να δεχθεί αποκλειστικά κατακόρυφες θλιπτικές δυνάμεις, επομένως, μία μπετονένια κατασκευή σαν κέλυφος εδράζει πάνω στη "γήινη" βάση και την αντικαθιστά, διαμορφώνοντας τα "θολωτά" περιβλήματα των χώρων.


Μία, κυριολεκτικά και μεταφορικά, "ριζωμένη", τοπική αρχιτεκτονική έρχεται σε διάλογο με την ατοπική έννοια μιας Εδέμ. Μια Νέα Αρκαδία, μεταλλαγμένη από τη συνύπαρξη ράθυμης απόλαυσης και εντατικής παραγωγής, που επιχειρεί να επαναδιατυπώσει το φυσικό και φανταστικό τοπίο της υπαίθρου.