Μουσείο Φάρων στην Άνδρο
Αφήγηση - Εμπειρία στο Μουσειακό
Χώρο.
Φοιτητές: Κουφίδης Χρήστος,
Πίττας Κωνσταντίνος
Επιβλέποντες Καθηγητές:
Κούρκουλας Αντρέας, Τσιράκη Σοφία
Σύμβουλοι Καθηγητές: Μάνιος
Μανώλης
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ
Ημερομηνία παρουσίασης: 12
Νοεμβρίου 2014
Η διπλωματική εργασία αφορά το
σχεδιασμό ενός Μουσείου των Φάρων στο νοτιότερο άκρο της νήσου Άνδρου, στο
"Στενό" όπως ονομάζεται,
απέναντι από το Φάρο Δύσβατο της
Τήνου. Στόχο της εργασίας αποτελεί η ανάδειξη του Ελληνικού Φαρικού Δικτύου, το
οποίο ειναι
από τα μεγαλύτερα δίκτυα σε
παγκόσμια κλίμακα, όντας πολύτιμο συστατικό της ναυτικής πολιτιστικής
κληρονομιάς της χώρας μας. Προϊόντος του χρόνου και των τεχνολογικών εξελίξεων
ο Φάρος καθίσταται σήμερα σχετικά ανενεργός ως εργαλείο ναυσιπλοϊας σε ευρεία
κλίμακα και αφήνεται έρημος και εγκαταλελειμμένος στις πιο απόμακρες και
δυσπρόσιτες ακτογραμμές, βιομηχανικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Η πρόταση
μας πραγματεύεται το δίπολο αφήγησης - εμπειρίας στο σχεδιασμό του Μουσειακού
Χώρου, δίνοντας έμφαση στη βιωματική αντίληψη του τόπου και ακροβατεί μεταξύ
κτιρίου - ημιυπαίθριας παρέμβασης, μεταξύ προστασίας - έκθεσης στον τόπο και
τελικά μεταξύ στεριάς - θάλλασας. Πατάει στην άκρη της στεριάς και αναφέρεται
στη θάλασσα.
Δίκτυο, Λειτουργία
Κάθε Φάρος αποτελεί ένα ισότιμο σημείο σε ένα πλέγμα που
διακρίνει τη στεριά από τη θάλασσα, με απίστευτη διασπορά όσον αφορά τη
γεωγραφική θέση, το σχεδιασμό, το υψόμετρο, τη σχέση με τη θάλασσα και τις
καιρικές συνθήκες. Έχει μία ξεχωριστή ταυτότητα (συχνότητα ακτινοβολίας),
ορίζοντας τελικά ένα κώδικα, το Φαρικό δίκτυο. Το Φαρικό Δίκτυο της Ελλάδας
αποτελείται από 1500 φάρους και φανούς (120 πέτρινοι). Η ιδιαίτερη μορφολογία
της ελληνικής ακτογραμμής και η μεγάλη ιστορικά θαλάσσια εμπορική κίνηση
καθιστούσε απαραίτητη την ύπαρξη φωτεινών σημάτων στις εμπορικές ρότες.
Η κατασκευή του Φάρου κρίνεται αναγκάια στα πίο
"οριακά" σημεία και διέπεται από την αρχή του ελάχιστου, ένας πύργος
για το φανό
και μία αποθήκη για τις προμήθειες και το φαροφύλακα. Είναι
ένας πύργος/τοπόσημο και ταυτόχρονα ένα σημείο στο χώρο. Αρχικά, λειτουργούσε
επίπονα με μηχανικά μέσα, χρησιμοποιώντας βαρίδια που προκαλούσαν περιστροφή
του οπτικού, προτού καταλήξουμε στη σημερινή αυτοματοποιημένη λειτουργία.
Σημερινή κατάσταση
Σήμερα οι περισσότεροι πέτρινοι φάροι έχουν αντικατασταθεί
από αυτοματοποιημένους μεταλλικούς φανούς. Το επάγγελμα του φαροφύλακα έχει
σχεδόν εξαφανιστεί και πολλά από τα κτίσματα αντιμετωπίζουν καίρια προβλήματα
στατικής επάρκειας. Μόνο λίγοι φάροι έχουν αποκατασταθεί. Ωστόσο, πολλά
τεχνολογικά αντικείμενα όπως οπτικά, βαρίδια, σχέδια κ.α., ιστορικής πλέον
σημασίας, έχουν διασωθεί και εκθέτονται υποτυπωδώς είτε στην Υπηρεσία Φάρων,
είτε στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας.
Στο σημείο αυτό της μελέτης τίθεται έντονα το ζήτημα του
Μουσειακού Χώρου. Αν θεωρήσουμε ότι ο κάθε Φάρος έχει έναν αυτόνομο χαρακτήρα
που βασίζεται στην υλική του υπόσταση στον φυσικό χώρο, τότε ποιός είναι ο
στόχος ενός Μουσείου για το Φαρικό δίκτυο; Μπορεί μια ουδέτερη αφηγηματική
αναπαράσταση αντικειμένων να υποκαταστήσει τη μοναδική σχέση που δημιουργεί ο
κάθε φάρος στην ιδιαιτερότητα του τόπου του; Με τη
πρόταση μας επιλέγουμε να αναδείξουμε τον παράγοντα της
βιωμένης εμπειρίας του διπόλου φάρος - τόπος περιορίζοντας τα εκθέματα.
Σημασία για την εργασία μας αποκτά η ποιητική του χώρου και
οι σχέσεις που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση φάρου - τόπου - χρόνου.
Επιλογή Άνδρου, "Στενό
Δύσβατο"
Επιλέξαμε την Άνδρο για τον
σχεδιασμό του Μουσείου, λόγω της θέσης της και της ναυτικής της ιστορίας στο
ευρύτερο σύμπλεγμα
των Κυκλάδων. Αριθμεί 4 Φάρους,
περισσότερους από κάθε άλλο νησί της Ελλάδας, βρίσκεται πάνω στις ιστορικές
εμπορικές ρότες στην καρδιά του Φαρικού Δικτύου και διαθέτει ένα υπάρχων
πολιτισμικό πλαίσιο, όπου θα μπορούσε να ενταχθεί το Μουσείο που σχεδιάζουμε.
Στο νοτιότερο σημείο της Άνδρου, απέναντι από το Φάρο Δύσβατο της Τήνου (μόλις
800 μέτρα), χωροθετούμε το Μουσείο. Το Μουσείο με το Φάρο ορίζουν τη βόρεια
"Πύλη" του Αιγαίου, αναγκαστικό δύσκολο πέρασμα για τη θαλάσσια κίνηση.
Το άκρο "Στενό" είναι
βραχώδης, άγονος και απομονωμένος τόπος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τόπου
είναι ο πολύ δυνατός βορινός άνεμος που επικρατεί, δικαιολογόντας το
χαρακτηρισμό "Δύσβατο". Ωστόσο ιστιοπλοϊκά, καϊκια και άλλα μικρά σκάφη
αναγκαστικά διασχίζουν το Στενό, στα οποία άλλωστε απευθύνονται σήμερα κυρίως
οι φάροι.
Η παρέμβαση
Βασική χειρονομία του σχεδιασμού είναι μία "τομή"
στο βράχο, μία γραμμική χειρονομία, αντιστικτική με τη σημειακή παρουσία του
φάρου. Τα δύο στοιχεία από μπετόν ορίζουν και εντείνουν το Πέρασμα. Τα δύο
τοιχία "καδράρουν" το φάρο και δημιουργούν τρεις ζώνες καιρικών
συνθηκών, τη ζώνη του έντονου καιρού, τη ζώνη της προστασίας και τη ζώνη της
νηνεμίας. Η ανεμπόδιστη κατάβαση στη θάλασσα και η συνδιαλλαγή με το όριο
οδηγούν στην ύπαρξη δύο εισόδων, μία εκ στεριάς και μία εκ θάλασσας, οι οποίες
δημιουργούν δύο αντίθετες κινήσεις, με ανάποδες αρχές και κορυφώσεις -
καταλήξεις. Εγκάρσια σχεδιάζουμε 3 μπούκες - αεραγωγούς που οδηγούν το δυνατό
αέρα στο εσωτερικό του κτιρίου.
Κεντρική Τομή, "Κάδρο"
Στη σύνθεση αυτή τίθεται έντονα ο παράγοντας της οπτικής
σχέσης με το Φάρο, βασικό εγγενές χαρακτηριστικό του κτιριακού αυτού τύπου.
Καθώς ο επισκέπτης εισέρχεται στα τοιχία, απομονώνεται από τον τόπο. Τα δοκάρια
εμποδίζουν προς στιγμήν την οπτική επαφή, οδηγώντας το βλέμμα προς τα κάτω στη
δεσπόζουσα σκάλα. Μετά από λίγο η οπτική σχέση αποκαθίσταται, αλλά σε νεο πλεόν
πλαίσιο. Ο φάρος στέκει μόνος του μπροστά μας, σε ενα ασταθές κάδρο λόγω της
κλίσης των τοιχίων και της ανάποδης προοπτικής. Αντίστοιχα κατά την αναβαση, η
σύγκλιση των τοιχίων και το παιχνίδι σκιάς - φωτός, πάλι χάρη στα δοκάρια,
κορυφώνεται με την ανάδυση μέσω ένός οριακού περάσματος πίσω στον τόπο.
Τομές "αεραγωγοί"
Η επιβλητική σκάλα που ενώνει τις δύο εισόδους διακόπτεται
σε κάθε στάθμη και οδηγείται ο επισκέπτης στους 6 χώρους, 2 ανά επίπεδο. Οι
χώροι αυτοί έχουν τις ελάχιστες δυνατές διαστάσεις, τα εκθέματα περιορίζονται
και η έμφαση δίνεται στη βιωματική συνομιλία με τον τόπο και με το φάρο
απέναντι. Οι αίθουσες αυτές σχεδιάστηκαν με γνώμονα τις διαφορετικές ηχητικές
και φωτιστικές συνθήκες που μπορούν να παραχθούν από τη δύναμη του αέρα που
εισέρχεται στο κτίριο και αντίστοιχα καθεμία πραγματεύεται διαφορετικά
χαρακτηριστικά, όπως αίθουσα "πηγάδι", αίθουσα συριγμού ή νερού κτλ.
Τέλος, πρέπει να ειπωθεί ότι αυτό το κτίριο είναι περισσότερο μία ημιυπαίθρια
παρέμβαση, χωρίς τυπικούς διαχωρσμούς μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου,
είναι ένα "μη-κτίριο", ένα αδρό επιβλητικό "κουφάρι",
έτοιμο να υποδεχθεί τα σημάδια του τόπου και του χρόνου.