Διπλωματική εργασία: [1 πολυ-κατοικία]2
- αντιμετώπιση του αστικού οικοδομικού τετραγώνου ως ενιαίο οικόπεδο
Φοιτητές: Δημήτρης Κολλάρος, Νίκος Ρώσσης, Κυπριανός
Φραγκιαδάκης
Επιβλέπων: Τάσης Παπαϊωάννου
Σχολή: ΕΜΠ, 2020
H κατοικία στον 20ό αιώνα θα αναδειχθεί ως το μείζον
πρόβλημα της αρχιτεκτονικής, πεδίο πειραματισμών της πρωτοπορίας και προώθησης
των ιδεών για το χώρο της σύγχρονης πόλης. (...) Υπάρχει μια διαδρομή στην
εξέλιξη των ιδεών για την κατοικία που ξεκινά απ’ τον προηγούμενο αιώνα και
αφορά στις διαφοροποιήσεις στον πολεοδομικό σχεδιασμό με βάση το οικοδομικό
τετράγωνο. Αυτή η διαδρομή έχει να κάνει με το νέο ρόλο που αποκτά το ζήτημα
της κατοικίας ως πρόβλημα κοινωνικό και αρχιτεκτονικό. (...)
Tο οικοδομικό τετράγωνο που αποτέλεσε απαραίτητο στοιχείο
μαζί με τις πλατείες και τους δρόμους στην οργάνωση και ιεράρχηση της
ευρωπαϊκής πόλης θα αμφισβητηθεί απ’ το Μοντέρνο Κίνημα που προτείνει την
εφαρμογή της ανοιχτής πόλης και του ελεύθερου κτιρίου. H αξία του θα επανεκτιμηθεί μετά την αμφισβήτηση της
μοντέρνας πολεοδομίας στη δεκαετία του ‘60, που θεωρείται υπεύθυνη για τη
χαμένη αστικότητα στα σύγχρονα προάστια και στις επεκτάσεις των πόλεων.
Μπ. Μπαμπάλου -
Νουκάκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, Αθήνα 2003, σελ. 3
Αντικείμενό της
παρούσας εργασίας είναι η διαβίωση της πλειοψηφίας των κατοίκων στον πυκνό
αστικό ιστό των ελληνικών πόλεων. Πεδίο εφαρμογής της είναι η πόλη των Αθηνών,
που λειτούργησε ιστορικά ως πρότυπο αστικής ανάπτυξης στον ελληνικό χώρο από
την περίοδο του μεσοπολέμου ως σήμερα.
Έχοντας εξ’ αρχής τη
θέση ότι η προσέγγιση της ποιότητας ζωής εντός των κτιρίων δεν καθορίζεται μόνο
από την ανάλυσή τους ως μεμονωμένες οντότητες, αλλά και από το πώς αυτές είναι
συντεθειμένες πίσω από τα ισχυρά όρια του οικοδομικού τετραγώνου, η θεωρητική έρευνα
είχε δύο σκέλη. Αρχικά προσέγγισε το μη επώνυμο κτίριο αστικής διαβίωσης, την
πολυκατοικία, αναλύοντάς το βάσει της θέσης του εντός του οικοδομικού
τετραγώνου, του σχήματος και του μεγέθους του. Στη συνέχεια, έχοντας πάντα ως
στόχο τη μελέτη της τυπικής αστικής διαβίωσης, ορίστηκαν περιοχές ενδιαφέροντος
βάσει συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών και πολεοδομικών χαρακτηριστικών,
στις οποίες ακολούθησε στατιστική ανάλυση των μεγεθών και σχημάτων των ο.τ. που
τις απαρτίζουν. Στα επικρατέστερα εξ’ αυτών πραγματοποιήθηκε εν τέλει η προβολή
των χωρικών χαρακτηριστικών που κρίνεται πως καθορίζουν την ποιότητα ζωής εντός
τους, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις συνολικές συνθήκες που επικρατούν λόγω τη
συγκρότησής τους από τα μεμονωμένα κτίρια.
Από την θεωρητική
έρευνα προέκυψε ως βασικό συμπέρασμα πως αυτός ο αποσπασματικός χαρακτήρας
μελέτης και σύνθεσης των οικοδομικών τετραγώνων αποτελεί χωρικά σημαντικό
ανασταλτικό παράγοντα ως προς την ποιότητα διαβίωσης. Εντούτοις, οι συνθήκες
ζωής όπως έχουν διαμορφωθεί στην πορεία του χρόνου, κυρίως όσον αφορά την
ποικιλία λειτουργιών και την κοινωνική σύνθεση των κατοίκων, κατόρθωσαν να
διατηρήσουν τον χαρακτήρα της γειτονιάς, γεγονός σημαντικά θετικό, που
επιβάλλεται να διατηρηθεί και να ενισχυθεί.
Κατόπιν αυτών, στο
σχεδιαστικό μέρος, βασική υπόθεση εργασίας ήταν η μελέτη ενός τυπικού αστικού
οικοδομικού τετραγώνου ως ενιαίο και μοναδικό «οικόπεδο», αίροντας δηλαδή την
παράμετρο της αποσπασματικότητας, αλλά διατηρώντας όλους τους υπόλοιπους όρους
και προϋποθέσεις δόμησης που ισχύουν σήμερα.
Πρόκειται δηλαδή για
μια πειραματική σχεδιαστική απόπειρα προβολής της ζωής στην πόλη, επί ενός
υπαρκτού και δομημένου σήμερα οικοδομικού τετραγώνου, αν αυτό μελετούνταν
συνολικά σε όρους γηπέδου, σχεδιασμού και χρόνου, υπό τις επιταγές ενός μόνο
κανονισμού.
Ως πεδίο εφαρμογής
επιλέγεται ένα κεντρικό οικοδομικό τετράγωνο στην περιοχή του Γκύζη, καθώς:
- Ανήκει στα επικρατέστερα μεγέθη και βρίσκεται μεταξύ όμοιων μεταξύ τους οικ. τετραγώνων προς όλες τις κατευθύνσεις, εξασφαλίζοντας έτσι τις τυπικότερες δυνατές συνθήκες ένταξης.
- Διέπεται από χρήσεις γης «Γενικής Κατοικίας», δηλαδή φέρει από πολεοδομικής πλευράς τα χαρακτηριστικά γειτονιάς που εμπεριέχουν ποικιλία λειτουργιών και δίνουν ζωντάνια στην καθημερινή διαβίωση.
- Έχει υψηλό συντελεστή δόμησης (3.6) ώστε ο σχεδιασμός να κινηθεί και να κριθεί σε οριακές συνθήκες πυκνότητας, ύψους και δομήσιμων μεγεθών.
Η προσέγγιση
πραγματοποιείται κάτω από ένα σύνολο θέσεων και αρχών με βασικό ζητούμενο την
ποιότητα διαβίωσης και την ανάδειξη των χωρικών ιδιοτήτων που μπορούν να την
εμπλουτίσουν, αντί της εξαντλητικής λογικής της μέγιστης οικονομικής
εκμετάλλευσης που ίσχυσε ιστορικά κατά την περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης
και εξακολουθεί να ισχύει ακόμα και σήμερα.
Η βασική συνθετική
χειρονομία είναι η διαμόρφωση της πρότασης σε αιθριακή διάταξη, όπου τέσσερις
πτέρυγες ορίζουν τις πλευρές του τετραγώνου και αρθρώνονται μέσω των
κοινόχρηστων κλιμακοστασίων στις άκρες τους. Δεδομένου του προσανατολισμού και
του σχήματος του Ο.Τ. επιλέγεται επιπλέον η διεύρυνση της απόστασης της
βορεινής πτέρυγας από το απέναντι νότιο μέτωπο διαμορφώνοντας στο όριο αυτό
πρασιά, με σκοπό τη βελτίωση του ηλιασμού και της αναπνοής της πόλης. Με αυτές
τις δύο χειρονομίες οι 4 πτέρυγες
προκύπτουν τελικά ισομεγέθεις και η κάλυψη παρ' ότι αγγίζει το 70%, αποδίδει
ικανοποιητικές αποστάσεις και μικρότερα ύψη κτιρίου.
Το αίθριο – αυλή στη
στάθμη του ισογείου επιλέγεται να έχει δημόσιο χαρακτήρα και διαμορφώνεται ως
πλατεία φυτεμένη σε μεγάλο ποσοστό και προσπελάσιμη διαμπερώς από την πόλη. Με
αυτό τον τρόπο το εσωτερικό του τετραγώνου στη στάθμη του εδάφους αποκτά ζωή,
έναντι των ως τώρα αδρανών, σκοτεινών και εκτενώς κατατμημένων ακαλύπτων. Η ζωογόνηση
αυτή ενισχύεται περαιτέρω από τις δημόσιες χρήσεις υπηρεσιών και καταστημάτων
που χωροθετούνται στη διπλού ύψους στάθμη ισογείου - ημιωρόφου, αντί της ως
τώρα συνήθους πρακτικής της διαμόρφωσής της ως pilotis και απόδοσης αυτής της σημαντικής για τη ζωή στην πόλη
ζώνης στη στάθμευση. Η τελευταία, έχοντας τη δυνατότητα του ενιαίου σχεδιασμού,
φιλοξενείται στο σύνολό της σε δύο υπόγειες στάθμες, υπερκαλύπτοντας τις
ανάγκες του συγκροτήματος και ανακουφίζοντας πλέον οπτικά και λειτουργικά όχι
μόνο τα ισόγεια, αλλά και τις παρόδιες ζώνες περιμετρικά.
Τα κοινόχρηστα
κλιμακοστάσια διαμορφώνονται υπαίθρια και διαμπερή, με μεγάλου μεγέθους
πλατύσκαλα και μετατρέπονται έτσι από σκοτεινοί και αφιλόξενοι εσωτερικοί χώροι
κυκλοφορίας σε χώρους κοινωνικής συναναστροφής και εκτόνωσης των κατοίκων,
προσομοιώνοντας συνθήκες παλιάς γειτονιάς σε κατακόρυφη πλέον διάταξη.
Η σύνθεση κορυφώνεται
σε δώμα κοινόχρηστο για τους ενοίκους, που εκτείνεται στο νότιο και δυτικό μισό
του συγκροτήματος και στέφεται με στέγαστρο, αποδίδοντας πλέον χρήση υπερυψωμένης
πλατείας στο, παραμελημένο ως σήμερα, πλεονεκτικότερο από πλευράς οπτικών φυγών
και ανοιχτωσιάς μέρος των κτιρίων.
Οι κατοικίες αυτές καθαυτές έχουν διαβάθμιση μεγεθών καλύπτοντας ποικιλία
σεναρίων κατοίκησης και αναπτύσσονται σε 1 ή 2 στάθμες, ανάλογα με τη θέση τους
και τη δυνατότητα πρόσβασης. Οι 4 πρώτοι ορόφοι επαναλαμβάνονται ανά δύο στη
λογική του τυπικού ορόφου και οι κατοικίες εκεί έχουν εγκάρσια διάταξη εντός
της πτέρυγας. Οι 2 τελευταίοι όροφοι λόγω των υποχωρήσεων (στον προτελευταίο
μόνο στην εξωτερική όψη, στον τελευταίο και στην εσωτερική για καλύτερο ηλιασμό
του αιθρίου) φιλοξενούν κατοικίες που διατάσσονται κατά μήκος της πτέρυγας,
εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα εναλλαγής της ανάπτυξης που η αποσπασματική
δόμηση εντός μεμονωμένου οικοπέδου ως τώρα δεν επέτρεπε.
Η διαμόρφωση των κατοικιών γίνεται με κριτήριο την εξασφάλιση της μέγιστης
διαμπερότητας, ανάλογα και με τη δυνατότητα πρόσβασης. Η τελευταία
επιτυγχάνεται είτε απ' ευθείας μέσω των πλατύσκαλων των κλιμακοστασίων είτε
μέσω διαδρόμων σε πρόβολο προς το αίθριο. Επιπλέον, η κάθε κατοικία έχει
ημιυπαίθριο προς την εξωτερική όψη, σε οργανική συνέχεια με τους εσωτερικούς
κλειστούς της χώρους.
Η διάταξη αυτή των ημιυπαίθριων χώρων στις εξωτερικές όψεις, πέραν της σημασίας
για την ποιότητα ζωής, αποτελεί ταυτόχρονα και μορφολογικό εργαλείο ογκοπλασίας
της σύνθεσης, κατατέμνοντας την ως τώρα τυπική και ενιαία κλιμακωτή διαμόρφωση
των στέψεων με τα διαδοχικά συνεχή
ρετιρέ.
Στο ίδιο πνεύμα κατάτμησης της όψης κινείται και η διαμόρφωση των
τοιχοπληρώσεων που διαφοροποιούνται ακολουθώντας τη λειτουργία του εκάστοτε
εσωτερικού χώρου, σε συνδυασμό με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά πλευρά λόγω
του αναγλύφου του εδάφους. Έτσι, οι εξωτερικές όψεις αποκτούν μια ήπια αλλά υπό
κανόνες πολυπλοκότητα, που επιτυγχάνει αφ' ενός να διαλύσει την ομοιομορφία του
επαναλαμβανόμενου τυπικού ορόφου και αφ' ετέρου να μειώσει την εντύπωση της
μεγάλης κλίμακας του συνόλου, προσδίδοντας μια αίσθηση οικειότητας.
Καθώς το θέμα που πραγματεύεται
η παρούσα εργασία είναι πρακτικά ανεξάντλητο, έχοντας πλήθος ερμηνειών σε κάθε
πτυχή του, το αποτέλεσμα που παρουσιάζεται δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως
τελικό. Καταλήγοντας σε μια προσέγγιση που μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο
ως συνολική, γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθούν τα βασικά ζητούμενα που είχαν
τεθεί αρχικά, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτονται ενδιαφέρουσες δυναμικές προς
περαιτέρω διερεύνηση.