Τίτλος: [3,2300] m² προγραμματικές κλιμακώσεις σε ένα αστικό συνεχές
Φοιτητής: Τσιακούμης Γιώργος
Eπιβλέποντες Καθηγητές: Γαβρήλου
Έβελυν, Μητρούλιας Γιώργος
“Η πόλη, το αστικό τοπίο, είναι ένα έργο
οικοδομικής, ένα σύνθετο αρχιτεκτόνημα που διαμορφώνεται μέσα στον χρόνο με
τρόπο συλλογικό και αθροιστικό. Μέσα σ’ αυτό συντίθεται ο γεωγραφικός χώρος, ο
τόπος με τη συγκεκριμένη ιστορία του και η μορφή του αστικού χώρου με τις
χαράξεις των δρόμων, τα οικοδομικά τετράγωνα και την κατάτμηση των οικοπέδων,
τα μνημεία και τα διακεκριμένα οικοδομήματα. Το πολυδιάστατο αυτό τεχνούργημα,
προϊόν της μακράς διάρκειας, φέρει πάνω του τα ίχνη των αλλεπάλληλων ρήξεων της
συνέχειας, τις συμπληρώσεις και τις απώλειες των παλαιότερων μορφών. Οι πόλεις,
όπως είναι γνωστό, φτιάχνονται ως παλίμψηστα, μέσα από τις συνεχείς καταστροφές
και ανακατασκευές τους, άλλοτε απότομες και βίαιες και άλλοτε με αργόσυρτες
αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης μορφής.“
Βίλμα Χαστάογλου (2007) ΒΟΛΟΣ: το
πορτραίτο της πόλης από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης
Βόλου (ΔΗ.Κ.Ι)
Ένα
οθωμανικό κάστρο γίνεται πόλη οδηγώντας από τη χωρικότητα του περίκλειστου στον
ανοιχτά αστικό χώρο του Βόλου. Η δυναμική δημιουργία του νέου προαστίου, τον
19ο αιώνα, μετασχηματίζει τη μεσαιωνική πολίχνη σε εμπορική πόλη, η οποία
ταχύτατα ενσωματώνει τη βιομηχανία. Εξωγενείς φορτίσεις, όπως αυτή της
προσφυγικής εγκατάστασης, επεκτείνουν τα όρια του αστικού χώρου και
αναδιαμορφώνουν τη φυσιογνωμία του εισάγοντας σε αυτήν τυπολογίες προσφυγικών
κατοικιών καθώς και του συστήματος πολεοδόμησης τους. Η σεισμική ισοπέδωση και
η ανοικοδόμηση συνιστούν μια βαθιά τομή, οδηγώντας στην ανανέωση της εικόνας
του συνόλου της πόλης. Τη δυναμική είσοδο της πόλης στη νέα χιλιετία συνοδεύει
ένα πλήθος αλλαγών στοχεύοντας στην ετοιμότητα της να φιλοξενεί γεγονότα
παγκόσμιας εμβέλειας, όπως αυτά του 2004, ενώ η πρόσφατη οικονομική κρίση
επιφέρει τη συστολή της και δημιουργεί μία βίαιη ασυνέχεια. Η πτυχιακή αυτή
μελέτη επιχειρεί να προτείνει συνέχεια στην ασυνέχεια, να αποκαλύψει μία νέα
εξελικτική πορεία όσο αναφορά τον δημόσιο χώρο, παράγωγο της μορφής της πόλης,
με πρωταγωνιστές τα δημόσια κτίρια, που θα δυναμιτίσει τον αστικό ιστό και ίσως
κατορθώσει να αποτελέσει στρατηγική επαναδιατύπωσής του.
Τα δημόσια
κτίρια χαρτογραφούνται ως πυρήνες στο δημόσιο χώρο και τα συνδέοντας τα νοητά
με την αστικότητα της πόλης. Άλλωστε τα περισσότερα από αυτά αποτελούν δημόσιες
και δημοτικές υπηρεσίες ή υπάγονται σε φορείς (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), συμβάλλοντας
καταλυτικά στην καθημερινή λειτουργεία της. Μικροί όγκοι σφηνωμένοι ανάμεσα από
πολυκατοικίες, στους ορόφους αυτών, μέσα σε πλατείες, μία μικρή μονοκατοικία,
πάνω από στοές, στην παραλία, δίπλα στην περιφερειακή οδό, μέσα σε μια παλιά
καπναποθήκη, στην έξοδο της πόλης, μέσα σε δύο ενωμένες προσφυγικές κατοικίες,
πάνω στην επιβατική προβλήτα. Αυτή θα ήταν η ανάγνωση ενός δημοσίου κτιρίου να
διασπέρνει τους λειτουργικούς υποχώρους του στην πόλη. Η μετάβαση από την
κλίμακα της αρχιτεκτονικής του δημόσιου κτιρίου στο δημόσιο πρόγραμμα
αποκαλύπτει πληροφορίες χωροθέτησης του, επηρεασμένη σαφώς από πληθυσμιακά
μεγέθη, κυκλοφοριακές διαμορφώσεις, ιστορικές καταβολές κ.α. Η ανάγνωση αυτή
ορίζει δίκτυο με πυκνώσεις και αραιώσεις ομοειδών οργανισμών που πιθανώς να
συνιστούν και την κλιμάκωση της αστικότητας της πόλης. Το δημόσιο πρόγραμμα του
Βόλου αντιμετωπίζεται ως μία μονάδα που δωμάτια αυτού, τα δημόσια κτίρια, καταλαμβάνουν
μερικές δεκάδες και μερικές χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα χώρου.
Η παραπάνω προσέγγιση αναδεικνύει τον άξονα της οδού Ελ. Βενιζέλου, ως την κατεξοχήν περιοχή συγκέντρωσης δημοσίου προγράμματος. Στην «ανάγνωση» του άξονα αποποιούμαι για λίγο το ρόλο του κατοίκου της πόλης αυτής και την παρατηρώ ως ένα χωρικό συνεχές, διαβάζω αστικές τυπολογίες που τη συντάσσουν και ανακαλύπτω τις χωρικές της ευκαιρίες μέσω του αρνητικού της, του κενού χώρου. Το κενό δεν ταυτίζεται μόνον με τον ελεύθερο χώρο εντός του οποίου τοποθετείται ένα κτίριο. Οριοθετημένα κενά αποτελούν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, οι κήποι, οι ακάλυπτοι, οι αδιαμόρφωτοι ή οι εγκαταλελειμμένοι χώροι της πόλης, καθώς και το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος προς οικοδόμηση, το οποίο και δεν οικοδομείται σχεδόν ποτέ λόγω της παρουσίας και άλλων συντελεστών που ρυθμίζουν τον σχεδιασμό. Το αστικό κενό ερμηνεύεται ως ένα «δοχείο», μία αόρατη μεμβράνη που είτε μπορεί να επαναπροσδιορίζεται συνεχώς, είτε να αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιωματικό τόπο. Ακόμη και όταν τα όρια δεν είναι διακριτά ο δημόσιος χώρος ερμηνεύεται από τους πολίτες με όρους πυκνότητας, συγκέντρωσης, αλληλεπίδρασης, μετατρέποντας ένα αστικό κενό, όπως π.χ. μια πλατεία, σε μια αυστηρά καθορισμένη περιοχή κοινωνικής συμβίωσης. Τα κενά αυτά, είτε σχεδιασμένα είτε προκύπτοντα έπειτα από αφαίρεση δομημένου χώρου, δημιουργούν ένα είδος ασυνέχειας του πολεοδομικού ιστού, επηρεάζουν τη ροή της πόλης και αποτελούν τόπους εν δυνάμει κοινωνικής δράσης. Ποικίλουν ως προς την έκταση, τα χαρακτηριστικά, τη χρήση και την ένταξή τους στο ευρύτερο περιβάλλον. Πρόκειται για χώρους που πολλές φορές αποτελούν αφορμή επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας της πόλης. Η κενότητα της περιοχής εκατέρωθεν του άξονα της οδού Ελ. Βενιζέλου μελετάται αρχιτεκτονικά με εργαλείο την τομή, αξιολογείται τμηματικά ως προς το είδος των «αρμών» που δημιουργεί με την πόλη και κατόπιν αποκαλύπτει την περιοχή της πλατείας Πανεπιστημίου και συγκροτήματος καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου ως περιοχή ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής πρότασης.
Περνώντας στον σχεδιασμό η έρευνα και η ανάλυση εργαλειοποιούνται συνθετικά. Οι τομές του κενού χρησιμοποιούνται ως σύστημα οργάνωσης του χώρου και κατ’ επέκταση ως στατικό σύστημα μίας συνεχούς αστικής δομής. Στη δομή αυτή συγκεντρώνονται δημόσια προγράμματα που ποικίλουν στην κλίμακα, στο μέγεθος και στο πλήθος που εξυπηρετούν, προσανατολισμένα στη φοιτητική κοινότητα. Η συγκέντρωση αυτή γίνεται κατά αναλογία πόλης, αναφερόμενη στην κλιμάκωση των μεγεθών των δημοσίων κτιρίων, αλλά και στην ανάγνωση τους ως διάσπαρτα τοποθετημένων αυτόνομων μονάδων στον δημόσιο χώρο. Τα διάφορα προγράμματα που συγκεντρώνονται κάτω από αυτή την συνεχή δομή και αφορούν τη φοιτητική κοινότητα είναι: θεατρική σκηνή, εργαστήριο κατασκευών, αμφιθέατρο φοιτητικών συλλόγων, θύλακες workshop, χώρος ατομικής και ομαδικής μελέτης και project και τέλος φοιτητικές διαμονές. Στην παρούσα πρόταση τα διάφορα προγράμματα συνιστούν και διαφορετικές ταχύτητες κατοίκισης του κτιρίου, συχνότητες επισκεψιμότητας του, ακολουθώντας τον παλμό του πανεπιστημίου και τις ανάγκες του ανομοιογενούς σώματος της φοιτητικής κοινότητας και του διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού. Στο κτίριο επιχειρείται να δημιουργηθεί μάζα με δυνητικά ελάχιστο ισόγειο αποτύπωμα, αξιοποιώντας το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος, σαφώς ορισμένο από την μελέτη του κενού χώρου. Η πρόθεση αυτή δημιούργει μία ανοιχτή και πορώδη ισόγεια κάτοψη, αρθρωμένη με άμεσο τρόπο με την πλατεία στην οποία εγγράφεται. Η πλατεία Πανεπιστημίου προγραμματίζεται με την εγκατάσταση σε αυτήν των προγραμμάτων του θεάτρου και του εργαστηρίου κατασκευών, τονώνοντας την αστικότητα της. Και τα δύο προγράμματα αυτά σχεδιάζονται και τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η χρήση τους να αφορά και την ίδια την πόλη.
Σε όλα τα στάδια μελέτης, αποτύπωσης, ανάλυσης και τελικώς πρότασης επιχείρηθηκε να αντιμετωπιστεί η σημερινή εικόνα της πόλης ως ένα παλίμψηστο συνέχειας, να διερευνηθούν ευκαιρίες υπονοώντας την συνέχεια του, ικανές να έρθουν ακόμα και σε ρήξη με την πιο πρόσφατη μορφή του. Μέσω της διαδικασίας αυτής συντελείται η μετάβαση από την κλίμακα του δημόσιου προγράμματος στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής του δημοσίου κτιρίου. Ολοκληρώνοντας αντιστρέφω την συλλογιστική πορεία και επιστρέφω στην πρωταρχική κλίμακα όπου με εργαλείο τον κτιριακό σχεδιασμό και ενθάρρυνση γιγάντωσης του σε γενική στρατηγική για το σύνολο της πόλης, θα συστηματοποιηθούν οι προγραμματικές κλιμακώσεις και θα παράξουν αστικές συνέχειες, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά του δημοσίου χώρου και τη μορφή της πόλης. Πρόκειται για ένα έργο ανοιχτό σε εξέλιξη.