Για να μπορέσει κανείς να κρίνει τις σπουδαστικές διπλωματικές εργασίες θα πρέπει να συνειδητοποιήσει τον διπλό (συχνά αντιφατικό) χαρακτήρα τους, ότι αποτελούν δηλαδή αφ'ενός μεν συγκροτημένη αρχιτεκτονική δημιουργία και πρόταση, αφ'ετέρου δε μέρος (τελικό στάδιο) της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Οι σπουδαστικές αυτές εργασίες εκπονούνται ακριβώς στο μεταίχμιο, στο τέλος και ως απαύγασμα της όλης εκπαίδευσης του σπουδαστή-αρχιτέκτονα και λίγο πριν αυτός αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο του Πανεπιστημίου και σταθεί μόνος και υπεύθυνος δημιουργός στον επαγγελματικό στίβο.
Η ωριμότητα του κάθε φοιτητή, συνεπώς και της διπλωματικής του, είναι μια συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως η προσωπικότητα, τα πρότυπα του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, η επιρροή ή και επιβολή κατευθυντήριων γραμμών από διδάσκοντες ή και Σχολες, κλπ, οι οποίοι άλλοτε είναι διακριτοί και άλλοτε υπολανθάνουν στην εργασία.
Εκείνο όμως που έχει αξία και που ζητείται να καταδειχθεί από τους επίδοξους νέους δημιουργούς είναι να μπορούν να συνδυάζουν στη διπλωματική τους δύο βασικούς άξονες που χαρακτηρίζουν και διαφοροποιούν τον Αρχιτέκτονα, δηλαδή :
α. την ελευθερία στη σκέψη, την ικανότητα της γέννησης ιδεών, τον εντοπισμό και επίλυση κρίσιμων προβλημάτων, την κατανόηση της δύναμης της δημιουργίας, την κριτική στάση απέναντι στα έργα και τις τάσεις της αρχιτεκτονικής υπό την ευρεία έννοια, και την διατύπωση τεκμηριωμένου προσωπικού λόγου
β. την εφαρμοσιμότητα των προτάσεων, την αντίληψη του εφικτού, την συνθετική κατασκευαστική σκέψη, την εξεύρεση και διερεύνηση των υλικών και των τρόπων τους, την επίγνωση των δομών των ικανών και αναγκαίων για να παραχθεί ο χώρος που συνέλαβε η φαντασία, και τέλος την συναίσθηση ότι το ουσιαστικό προϊόν της αρχιτεκτονικής είναι το υλοποιημένο έργο, που καλείται να βιώσει ο εκάστοτε χρήστης.
Μια επιπλέον λοιπόν κρίση των διπλωματικών εργασιών, εκτός και μετά την Σχολή, έρχεται ως μια ακόμα διαδικασία επέκτασης και συνέχισης του διαλόγου, που οφείλει να αναπτύσσεται επάνω σε αυτές τις εργασίες, με ένα πιο δημοσιοποιημένο τρόπο που σίγουρα εμπλουτίζει και συμπληρώνει τα κριτήρια αξιολόγησης του αρχιτεκτονικού έργου.
Από την άλλη πλευρά, ίσως οι «καταξιωμένοι» αρχιτέκτονες που συχνά «κτίζουν» με τις παρωπίδες της εσαεί επιβεβαίωσης τους, να έχουν ανάγκη από τέτοιους διαλόγους, που εμπεριέχουν εν δυνάμει το δικαίωμα (ως θείο δώρο) της ανατροπής και της σύγκρουσης, με άξονα πάντα το αρχιτεκτονικό έργο.
Οι σπουδαστικές αυτές εργασίες εκπονούνται ακριβώς στο μεταίχμιο, στο τέλος και ως απαύγασμα της όλης εκπαίδευσης του σπουδαστή-αρχιτέκτονα και λίγο πριν αυτός αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο του Πανεπιστημίου και σταθεί μόνος και υπεύθυνος δημιουργός στον επαγγελματικό στίβο.
Η ωριμότητα του κάθε φοιτητή, συνεπώς και της διπλωματικής του, είναι μια συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως η προσωπικότητα, τα πρότυπα του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, η επιρροή ή και επιβολή κατευθυντήριων γραμμών από διδάσκοντες ή και Σχολες, κλπ, οι οποίοι άλλοτε είναι διακριτοί και άλλοτε υπολανθάνουν στην εργασία.
Εκείνο όμως που έχει αξία και που ζητείται να καταδειχθεί από τους επίδοξους νέους δημιουργούς είναι να μπορούν να συνδυάζουν στη διπλωματική τους δύο βασικούς άξονες που χαρακτηρίζουν και διαφοροποιούν τον Αρχιτέκτονα, δηλαδή :
α. την ελευθερία στη σκέψη, την ικανότητα της γέννησης ιδεών, τον εντοπισμό και επίλυση κρίσιμων προβλημάτων, την κατανόηση της δύναμης της δημιουργίας, την κριτική στάση απέναντι στα έργα και τις τάσεις της αρχιτεκτονικής υπό την ευρεία έννοια, και την διατύπωση τεκμηριωμένου προσωπικού λόγου
β. την εφαρμοσιμότητα των προτάσεων, την αντίληψη του εφικτού, την συνθετική κατασκευαστική σκέψη, την εξεύρεση και διερεύνηση των υλικών και των τρόπων τους, την επίγνωση των δομών των ικανών και αναγκαίων για να παραχθεί ο χώρος που συνέλαβε η φαντασία, και τέλος την συναίσθηση ότι το ουσιαστικό προϊόν της αρχιτεκτονικής είναι το υλοποιημένο έργο, που καλείται να βιώσει ο εκάστοτε χρήστης.
Μια επιπλέον λοιπόν κρίση των διπλωματικών εργασιών, εκτός και μετά την Σχολή, έρχεται ως μια ακόμα διαδικασία επέκτασης και συνέχισης του διαλόγου, που οφείλει να αναπτύσσεται επάνω σε αυτές τις εργασίες, με ένα πιο δημοσιοποιημένο τρόπο που σίγουρα εμπλουτίζει και συμπληρώνει τα κριτήρια αξιολόγησης του αρχιτεκτονικού έργου.
Από την άλλη πλευρά, ίσως οι «καταξιωμένοι» αρχιτέκτονες που συχνά «κτίζουν» με τις παρωπίδες της εσαεί επιβεβαίωσης τους, να έχουν ανάγκη από τέτοιους διαλόγους, που εμπεριέχουν εν δυνάμει το δικαίωμα (ως θείο δώρο) της ανατροπής και της σύγκρουσης, με άξονα πάντα το αρχιτεκτονικό έργο.