Διπλωματική εργασία: Αντίπαρος -
Δεσποτικό: Αφετηρία Περιήγησης στο Ιστορικό, Πολιτιστικό και Φυσικό Τοπίο
Φοιτήτριες: Χρυσή – Λήδα Σκορδίλη, Δανάη Τσέλου
Επιβλέπουσα: Σοφία Τσιράκη
Σχολή: ΕΜΠ, 2020
Η παρούσα διπλωματική αφορά στο σχεδιασμό
της αφετηρίας ενός δικτύου περιπατητικών διαδρομών που διασχίζουν σημεία
ενδιαφέροντος του συμπλέγματος Αντίπαρος - Δεσποτικό. Δομείται σε τρεις άξονες
περιηγήσεων: την ιστορία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Η εν λόγω αφετηρία -
κέντρο βάρους του δικτύου, αποτελεί το σημείο ενημέρωσης των επισκεπτών σχετικά
με τις τρεις θεματικές, αλλά και το σημείο εκκίνησης των αντίστοιχων διαδρομών.
Συγκεκριμένα, σχεδιάζονται τρεις διαδρομές που διασχίζουν την ιστορική,
πολιτιστική και φυσική κληρονομιά των νησιών.
2. Χάρτες Ανάλυσης των σημείων ιστορικού, πολιτιστικού και φυσικού ενδιαφέροντος του συμπλέγματος Αντίπαρος-Δεσποτικό |
Ο άξονας της ιστορίας αναφέρεται στο νησί
του Δεσποτικού, όπου βρίσκεται το αναστηλωμένο ιερό του Απόλλωνα, καθώς και
πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων. Το νησί παραμένει ακατοίκητο και προστατεύεται
από τη Δασική και Αρχαιολογική υπηρεσία ως χώρος απολύτου προστασίας, τόσο λόγω
της ποικιλότητας των φυσικών οικοτόπων, όσο και του πλήθους και της σημασίας
των αρχαιολογικών του θέσεων, με συνέπεια να απαγορεύεται κάθε είδους δόμηση σε
αυτό. Για την πρόσβαση και τις ανάγκες της αναστήλωσης χρησιμοποιείται επί του
παρόντος μια αυτοσχέδια προβλήτα και ένα κοντέινερ για σκίαση και αποθήκευση
εργαλείων και υλικών. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είτε μεταφέρονται στην Πάρο προς
μελέτη και επεξεργασία, είτε φυλάσσονται προσωρινά στα πηγάδια που έχουν
ανασκαφεί. Η ιστορική διαδρομή που προτείνεται διασχίζει το νησί, από το ιερό ως
την παραλία Λιβάδι στο νότιο τμήμα του.
Ο πολιτιστικός άξονας αναφέρεται στη
μεταλλευτική ιστορία της Αντιπάρου, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της
ταυτότητας του νησιού. Η εξόρυξη μετάλλου ήταν η βασική οικονομική
δραστηριότητα μέχρι το 1950, όταν έπαψε οριστικά η λειτουργία των μεταλλείων
και σταδιακά ο τουρισμός συστηματικοποιήθηκε, δίνοντας στο νησί τη σημερινή του
εικόνα. Παραμένουν, όμως, ακόμη εμφανείς εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις
μεταλλείων, όπως ορύγματα στο έδαφος, ερείπια κτηρίων, ράμπες μεταφοράς
μεταλλευμάτων και μεταλλευτικές στοές. Η δεύτερη περιπατητική διαδρομή που
προτείνεται διέρχεται από τέτοιες θέσεις βορείως του οικισμού του Αγίου
Γεωργίου, περνώντας από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο υψηλότερο σημείο του
νησιού και είναι κυκλική.
Τέλος, ο άξονας του περιβάλλοντος αφορά
στην ιδιαίτερη γεωμορφολογία της Αντιπάρου. Επικεντρώνεται στη Χερσόνησο
Πεταλίδα στο νότιο τμήμα του νησιού, όπου εντοπίζονται ηφαιστειογενή εκρηξιγενή
πετρώματα με τη μορφή ηφαιστειακών δόμων που θεωρούνται γεώτοποι, δηλαδή
γεωλογικά μνημεία. Η φυσιολατρική διαδρομή εντοπίζεται στο προσβάσιμο τμήμα της
Χερσονήσου και διέρχεται από μεγάλες εκτάσεις με ευθεία ρήγματα, αποσαρθρωμένα
βράχια και ιδιαίτερους γεωμορφολογικούς σχηματισμούς.
Η αφετηρία των παραπάνω διαδρομών
τοποθετείται στον οικισμό του Αγίου Γεωργίου στην Αντίπαρο, στο σημείο όπου
συνέρχονται και οι τρεις άξονες. Εκεί σχεδιάζονται μουσειακές ενότητες,
αντίστοιχες των αξόνων, συγκεκριμένα Αρχαιολογικό Μουσείο Δεσποτικού, Μουσείο
Περιβάλλοντος και Μεταλλευτικής Ιστορίας, αλλά και εργαστήρια για την
εξυπηρέτηση των μελετητών, αρχαιολόγων και περιβαλλοντολόγων, καθώς και χώροι
που αποδίδονται στην κοινότητα της Αντιπάρου.
Κεντρική ιδέα του σχεδιασμού είναι η
ανάδειξη του ισχυρού άξονα που ενώνει νοητά τον Προφήτη Ηλία με το ιερό του
Απόλλωνα στο Δεσποτικό. Ο κεντρικός αυτός άξονας υλοποιείται ως μια ανοιχτή
διαδρομή γύρω από την οποία δομείται η συνολική παρέμβαση που περιλαμβάνει την
αφετηρία του δικτύου μονοπατιών. Συγκεκριμένα, κατά μήκος του άξονα τοποθετούνται
διαδοχικά, στάση δημοτικής συγκοινωνίας, ένα παρατηρητήριο - σημείο
πληροφόρησης, οι προαναφερθείσες κτηριακές ενότητες και υποδομές θαλάσσιας
συγκοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης μιας προβλήτας που συνδέεται με την
αντίστοιχή της στο Δεσποτικό. Η σχεδιαστική πρόταση ολοκληρώνεται με την
τοποθέτηση σε αυτό σημειακής παρέμβασης προς εξυπηρέτηση των αναγκών
αποθήκευσης και σκίασης αρχαιολόγων και επισκεπτών. Αυτή αποτελεί πρότυπο, το
οποίο μπορεί να επαναληφθεί σε διάφορα σημεία των περιπατητικών διαδρομών, σε
μικρότερο και μεγαλύτερο μέγεθος, εφόσον υπάρχει αντίστοιχη ανάγκη.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ορίζουν τον
άξονα - διαδρομή, καθώς και η σχέση των κτηρίων με το έδαφος προκύπτουν από
ποιότητες που εντοπίστηκαν κατά την ανάλυση του τόπου. Τα κτήρια τοποθετούνται
γύρω από τον άξονα και στην κατεύθυνση της ενότητας στην οποία αναφέρονται. Οι
είσοδοι βρίσκονται εκατέρωθεν της κεντρικής διαδρομής, επιτρέποντας στον
επισκέπτη να διασχίσει τη σύνθεση χωρίς να εισέλθει σε κλειστό χώρο. Επιπλέον,
η διαδρομή συμπληρώνεται από μια δεύτερη, σχήματος Γ, που επιτρέπει την κίνηση
στα δώματα, η οποία είναι ισόπεδη με το έδαφος στο ένα της άκρο, και παραμένει
και αυτή συνολικά ανοιχτή.
Η οπτική εμπειρία του επισκέπτη κατά την άνοδο
και κάθοδο της διαδρομής περιλαμβάνει την ισχυρή παρουσία των δύο σημείων που
ορίζουν τον άξονα της παρέμβασης. Κατά τη διάρκεια της ανάβασης, βλέπει κανείς
διαρκώς στο φόντο το ναό του Προφήτη Ηλία, ενώ κατά την κάθοδο στοχεύει στο
Δεσποτικό. Παράλληλα, σημειώνεται τόσο η σταδιακή αποκάλυψη των κτηριακών
ενοτήτων, όσο και η παράθεση των εισόδων τους σε διαφορετικές στάθμες.
Η διαδρομή εσωτερικά και υπογείως,
παραμένει ο βασικός άξονας κίνησης, γύρω από τον οποίο αρθρώνονται οι χώροι. Ως
προς τη διάρθρωσή τους, οι τρεις ενότητες κτηρίων επικοινωνούν εσωτερικά,
ταυτόχρονα όμως έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν και ως αυτοτελή κτήρια.
Συγκεκριμένα τα μουσεία στεγάζονται στα κάθετα μεταξύ τους κτήρια, ενώ στη
συμβολή τους τοποθετούνται ενοποιητικές λειτουργίες που περιλαμβάνουν καφέ και
αίθουσα πολλαπλών χρήσεων με φουαγιέ. Τέλος, τα εργαστήρια για τους
αρχαιολόγους και τους ερευνητές είναι υπόσκαφα και σε άμεση σχέση με τις
αντίστοιχες κτηριακές ενότητες.
Η κτηριακή παρέμβαση οριοθετείται από δύο
πύργους και τοποθετείται όσο το δυνατόν πιο κοντά στο έδαφος, υλικά, χρωματικά,
αλλά κυρίως μέσω της τομής. Προς επίτευξη της ένταξής της στο φυσικό τοπίο,
επιλέγεται η πέτρα ως κύριο υλικό δόμησης, ενώ τα κτήρια παραμένουν σε ένα
μέρος τους υπόσκαφα με αίθρια για φωτισμό και αερισμό, γεγονός που ενισχύει τη
βιοκλιματική τους συμπεριφορά. Ταυτόχρονα, η πρόταση δανείζεται από τον τόπο το
στοιχείο της ξερολιθιάς, το οποίο επαναλαμβάνεται ορίζοντας τις αυλές. Στόχος
των παραπάνω χειρισμών είναι να δοθεί ένας χθόνιος χαρακτήρας στο σύνολο της
παρέμβασης ώστε αυτή να διαγράφεται ως κομμάτι του φυσικού τοπίου.
Συνολικά, η πρόταση επιχειρεί να αναδείξει
τα ιστορικά, πολιτιστικά και φυσικά μνημεία του συμπλέγματος, εξασφαλίζοντας
την προσβασιμότητα και την ένταξή τους στο υπάρχον τουριστικό δίκτυο της
Αντιπάρου. Ουσιαστικά, αποτελεί έναν πυκνωτή που συγκεντρώνει τους επισκέπτες,
τους ενημερώνει σχετικά με τις θεματικές, και έπειτα διαχέει τις κινήσεις προς
τις αντίστοιχες κατευθύνσεις.
12. Φωτορεαλιστικές απεικονίσεις εσωτερικών χώρων: Μουσείο Περιβάλλοντος και Μεταλλευτικής Ιστορίας (πάνω), Αρχαιολογικό Μουσείο Δεσποτικού (κάτω) |
13. Φωτορεαλιστική απεικόνιση συνολικής παρέμβασης |
14. Φωτογραφίες μακέτας τομής σε κλίμακα 1:200 |
15. Φωτογραφίες προπλασμάτων σε κλίμακα 1:500 |