Φοιτήτριες: Λυκούδη Αικατερίνη, Αναστασοπούλου Ναταλία
Επιβλέποντες: Ανδριανόπουλος Τηλέμαχος, Βασιλάτος Παναγιώτης
Σχολή: ΕΜΠ, 2024
Καθοριστική για την ετοιμότητα της πολιτείας και την ικανότητα των αρμόδιων φορέων να διαχειριστούν άρτια τις ανάγκες των σεισμόπληκτων περιοχών είναι η πρόληψη. Εκτός από την σύσταση κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών του σεισμού, προτεραιότητα έχει η μείωση της σεισμικής διακινδύνευσης. Προς αυτή την κατεύθυνση επιβάλλεται πρωτίστως η συστηματική έρευνα του φαινομένου του σεισμού και δευτερευόντως η ενημέρωση και η επιμόρφωση τόσο των μηχανικών, ως προς την θέσπιση και εφαρμογή αυστηρών αντισεισμικών κανονισμών στις κατασκευές, όσο και του ευρέως κοινού, ως προς την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά και την βέλτιστη συμπεριφορά κατά την διάρκεια και αμέσως μετά το σεισμικό φαινόμενο, που μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια στις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Σκοπός γίνεται η συγκρότηση μιας συλλογικής αντισεισμικής συνείδησης, μιας κουλτούρας που να κρατά την επιστημονική κοινότητα σε επιφυλακή και τον γενικό πληθυσμό σε εγρήγορση. Δεν πρέπει να παίρνει κανείς αψήφιστα τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από κάθε σεισμική δραστηριότητα. Η άγνοια και η περιφρόνηση της απειλής μπορούν – και έχουν αποβεί μοιραίες.
Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται, λοιπόν, η υπόθεση εργασίας της παρούσας διπλωματικής: ο σχεδιασμός ενός σεισμολογικού ινστιτούτου κρίνεται σκόπιμος στα πλαίσια των προαναφερθέντων κρίσιμων αιτημάτων, επειδή ανταποκρίνεται στην ανάγκη για μελέτη του σεισμού και μπορεί όχι μόνο να υποστηρίξει, αλλά και να ενισχύσει επιτυχώς την διαμόρφωση αντισεισμικής πολιτικής. Η εύστοχη και συγκροτημένη επιλογή προγραμματικής λειτουργίας, συνιστά το πρώτο κύριο και θεμελιώδες ζητούμενο για την εκπόνηση μιας διπλωματικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή, μιας και θέτει το πλαίσιο για την εύρεση λειτουργικών αρχιτεκτονικών λύσεων καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχία της σχεδιαστικής ιδέας. Συνεπώς, το ερευνητικό ερώτημα συνοψίζεται ως εξής: Ποια είναι η κατάλληλη χωροθέτηση του κτιριακού συγκροτήματος, οργάνωση του λειτουργικού προγράμματος, συγκρότηση και διάρθρωση του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου ώστε να υπηρετεί η αρχιτεκτονική σύνθεση με τον βέλτιστο τρόπο, έμμεσα ή άμεσα, τους κατοίκους μιας σεισμογενούς περιοχής;
Η Ελλάδα, στα όρια επαφής και σύγκλισης της Ευρασιατικής πλάκας με την Αφρικανική, συγκαταλέγεται στην πιο σεισμογενή χώρα της Μεσογείου και έκτη παγκοσμίως, ακολουθώντας την Ιαπωνία, τις Νέες Εβρίδες, το Περού, τα νησιά του Σολομώντος και την Χιλή! Οι συμπιεστικές δυνάμεις των τεκτονικών πλακών δημιουργούν μια αλληλουχία ανάστροφων ρηγμάτων νοτιοδυτικά του ελλαδικού χώρου, υπαίτιων για τους πιο καταστροφικούς σεισμούς στην Ελλάδα. Η σύγκλιση της ωκεάνιας πλάκας της Ανατολικής Μεσογείου, μέρους της Αφρικανικής, και της ηπειρωτικής Αιγαιακής πλάκας, μέρους της Ευρασιατικής, οδηγεί στην σταδιακή καταβύθιση της πρώτης κάτω από την δεύτερη, με αποτέλεσμα την δημιουργία του πιο βασικού γεωμορφολογικού χαρακτηριστικού τεκτονικής προέλευσης της περιοχής: το «Ελληνικό Τόξο». Στην απόληξη του τόξου εντοπίζεται η «Ζώνη Μετασχηματισμού Κεφαλονιάς-Λευκάδας» (CTFZ), όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες δυνάμεις σεισμογένεσης. Κάποιοι από τους δυνατότερους σεισμούς που έχουν καταγραφθεί στην Ελλάδα σχετίζονται ακριβώς με αυτή την ζώνη πλησίον του συμπλέγματος Κεφαλονιάς-Λευκάδας-Ζακύνθου.
Καίριο εμφανίζεται το ερώτημα σχετικά με την συχνότητα και πυκνότητα εμφάνισης άλλων κέντρων έρευνας σεισμού και αν αυτές συνδέονται με την σεισμικότητα των τόπων ανέγερσής τους. Εξετάζονται και τοποθετούνται στον ίδιο χάρτη όλα τα ινστιτούτα που μελετούν το σεισμικό φαινόμενο στην χώρα. Γίνονται γρήγορα αντιληπτά τα εξής:
1. Πέραν του Ι.Τ.Σ.Α.Κ., όλα τα υπόλοιπα κέντρα δεν αφορούν αποκλειστικά την έρευνα του σεισμού και υπάγονται είτε σε μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα (Αστεροσκοπείο Αθηνών/Πεντέλης, Ι.Α.Α.Δ.Ε.Τ. ), είτε σε Πανεπιστήμια (Ε.Κ.Π.Α., Πανεπιστήμιο Πατρών).
2. Τα κέντρα βρίσκονται διάσπαρτα στην Ελλάδα, εκεί που υπάρχουν υποδομές, ανεξάρτητα από τις σεισμογενείς ζώνες. Δηλαδή, σε μεγάλες πόλεις, όπου αναπτύσσονται πανεπιστημιακές δομές.
Συνεπώς, με την επιβεβαίωση και των ερωτηθέντων σεισμολόγων κου Παπαδόπουλου και κας Κουσκουνά, ένα πρότυπο σεισμολογικό ινστιτούτο δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε περιοχή υψηλής σεισμικότητας, αφού γίνεται να αξιοποιεί υφιστάμενο ή νέο δίκτυο οργάνων σεισμικής μέτρησης σε σεισμογενείς περιοχές, μακριά από τις κύριες εγκαταστάσεις του. Τα δεδομένα συλλέγονται και αποστέλλονται στο ερευνητικό κέντρο, όπου καταγράφονται και αναλύονται από το καταρτισμένο προσωπικό.
Λόγω της τρομερά έντονης σεισμικότητας της Ελλάδας και της έλλειψης αντίστοιχων ανεξάρτητων δομών, κρίνεται όχι μόνο χρήσιμος, αλλά και απαραίτητος ο σχεδιασμός ενός πρότυπου σεισμολογικού ινστιτούτου.
Όπως είδαμε και προηγουμένως, γύρω από το δεξιόστροφο ρήγμα μετασχηματισμού Κεφαλονιάς-Λευκάδας εντοπίζεται η περιοχή με την μεγαλύτερη σεισμικότητα στον ελλαδικό χώρο. Μετά από διεξοδική μελέτη σε βάσεις δεδομένων, εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν χωρικά όλα τα επίκεντρα των σεισμών Μ > 5,4 που έχουν καταγραφθεί ιστορικά γύρω από την Κεφαλονιά. Ταυτόχρονα, στον ίδιο χάρτη απεικονίζονται συνδυαστικά τα ρήγματα και τα όργανα σεισμικής μέτρησης που είναι ήδη εγκατεστημένα στο νησί. Βλέπουμε πως οι πιο σεισμογενείς περιοχές της Κεφαλονιάς – άρα και της Ελλάδας – είναι εκτενώς κατοικημένες με πληθώρα εγκατεστημένων οργάνων μέτρησης σεισμού. Το νησί, έχοντας πληγεί πολλαπλώς από φονικούς σεισμούς, συνυφαίνει την ιστορία του με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του εγκέλαδου και αποτελεί διεθνώς τόπο μνήμης.
Μάλιστα, το πιο κομβικό σημείο της νεότερης ιστορίας του είναι ο σεισμός του 1953, που, σε συνδυασμό με μια μεγάλη ακολουθία μετασεισμών, ισοπέδωσε ολοκληρωτικά την Κεφαλονιά. Έκτοτε, ο χρόνος κατατέμνεται στην προσεισμική και μετασεισμική περίοδο, με αποτέλεσμα η εκείνη η τραγωδία να χαρακτηρίζει εσαεί την πορεία του νησιού.
Στα πλαίσια αυτά, όπως μας πληροφόρησε αρμόδιος από την Περιφέρεια και μετέπειτα η κα Β. Κουσκουνά, μετά από προσωπική επικοινωνία, υπάρχει πρόθεση από την πολιτεία και την τοπική αυτοδιοίκηση της Κεφαλονιάς σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) για σύσταση στο άμεσο μέλλον ενός «Κέντρου Μελέτης Σεισμού» στο Ληξούρι ως μέρος της Στρατηγικής Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης (ΟΧΕ) Παλικής, έργο ενταγμένο στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ιονίων Νήσων.
Έτσι, κατά την αναζήτηση κατάλληλης περιοχής παρέμβασης στον ελλαδικό χώρο για πρότυπο σεισμολογικό ινστιτούτο, επιλέγεται η Κεφαλονιά, λόγω του ήδη υπάρχοντος πολιτειακού αιτήματος (ΟΧΕ Παλικής), του υφιστάμενου δικτύου οργάνων μέτρησης, της μοναδικής – για την Ελλάδα – σεισμικής δραστηριότητας του νησιού και των νωπών θυμήσεων από τους προγενέστερους φονικούς σεισμούς, που υπαγορεύουν την διατήρηση και τίμηση της μνήμης. Αν και δεν είναι απαραίτητη η ανοικοδόμηση του ερευνητικού κέντρου σε σεισμογενή περιοχή, όπως προείπαμε, κρίνουμε σκόπιμη την τοποθέτησή του εκεί, διότι καθίσταται έτσι πιο εύκολη και γρήγορη η επιμόρφωση του άμεσα εμπλεκόμενου κοινού, ενώ ταυτόχρονα τιμάται το ιστορικό παρελθόν του τόπου. Επίσης, η καταμέτρηση και ανάλυση των δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και η ευχέρεια πειραματικών δοκιμών σε σεισμοπαθή εδάφη επιταχύνουν την τεκμηρίωση των αντισεισμικών κανονισμών. Πέραν αυτού, αξιοποιείται και συντηρείται πιο αποτελεσματικά το δίκτυο οργάνων, εάν βρίσκεται υπό την εποπτεία γειτονικού κέντρου με απευθείας πρόσβαση σε αυτό.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την επιτυχημένη λειτουργία του προτεινόμενου ινστιτούτου, να είναι εύκολα προσβάσιμο και να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του γύρω αστικού ιστού. Μόνο έτσι θα προσελκύει πληθώρα επισκεπτών, τόσο από την επιστημονική κοινότητα, όσο και από το ευρύ κοινό, συγκροτώντας ένα νέο τοπόσημο. Επιπλέον οι εγκαταστάσεις του θα υποστηρίζονται από τις γύρω υποδομές, διευκολύνοντας την ομαλή διεξαγωγή των επιστημονικών εργασιών. Γίνεται φανερό ότι η πιο συμφέρουσα ως προς την προσβασιμότητα πόλη είναι το Αργοστόλι.
Η έντονη σεισμικότητα της περιοχής δικαιολογεί παραπάνω την ανάπτυξη εκεί του σεισμολογικού ινστιτούτου. Γι’ αυτό, τεκμηριώνεται και η χωροθέτηση του εκτεταμένου δικτύου οργάνων σεισμομέτρησης «ArgoNET» πλησίον της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου κατά την περίοδο 2014-2018. Η εγκατάσταση των οργάνων έγινε στα πλαίσια ελληνογαλλικού προγράμματος, υπό την εποπτεία του Ι.Τ.Σ.Α.Κ., αλλά δεν χρηματοδοτείται πια η συντήρησή τους. Επομένως, θα μπορούσαν να τεθούν στην διάθεση του νέου ερευνητικού κέντρου, με κατάλληλο συμφωνητικό.
Αναλύοντας περαιτέρω την περιοχή του Αργοστολίου, αποτυπώνουμε τα στοιχεία που αφορούν την έρευνά μας σε ένα γενικό τοπογραφικό. Αναγνωρίζουμε ότι καθοριστικό ρόλο για την οργάνωση του αστικού ιστού παίζει το παραθαλάσσιο μέτωπο. Παρατηρείται έντονη θαλάσσια δραστηριότητα, με το εμπορικό λιμάνι, το επιβατικό λιμάνι και την κρουαζιέρα στοιχισμένα σε μια ενοποιημένη παράκτια ζώνη, η οποία συνεχίζεται μέχρι τον προστατευόμενο υγροβιότοπο της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου. Κάθετα στην ριβιέρα του Αργοστολίου, αναπτύσσεται η ιστορική γέφυρα Δεβοσέτου που επεκτείνει τον πεζόδρομο έως την περιοχή του Δραπάνου, στην αντίπερα όχθη. Ωστόσο, ο περίπατος διακόπτεται απότομα στο τέλος της γέφυρας, αφήνοντας απρόσιτη και αναξιοποίητη την περιοχή της υφιστάμενης μαρίνας. Το σημείο αυτό είναι γνωστό στους ντόπιους με το τοπωνύμιο «Ταμπάκικα», λόγω των ομώνυμων βυρσοδεψείων που λειτουργούσαν εκεί πριν τον σεισμό του ’53. Πλέον δεν εντοπίζονται ούτε τα ίχνη τους.
Για την παραμελημένη έκταση μεταξύ της υφιστάμενης μαρίνας και του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου της Δ.Ε.Η. υπάρχει πρόθεση αξιοποίησής της με την προκήρυξη από το Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. αλλεπάλληλων διαγωνισμών ανάθεσης λιμενικών έργων. Υπάρχει πρόθεση μεταφοράς εκεί του εμπορικού λιμανιού, με παράλληλη λειτουργία επιβατικού σταθμού και προέκταση της υπάρχουσας μαρίνας.
Από τον χάρτη γενικών χρήσεων γης (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) διακρίνουμε το κέντρο πόλης του Αργοστολίου, το οποίο συνδέεται με την απέναντι περιοχή του Δραπάνου μέσω της γέφυρας Δεβοσέτου. Απεικονίζεται τώρα εμφανώς η παράξενη εικόνα πλήρους εγκατάλειψης στην απόληξη της γέφυρας, με την ερείπωση της μαρίνας και την παράνομη κατάληψη του συγκροτήματος της ΔΕΗ. Επιλέγεται, λοιπόν, η θέση αυτή, των πρώην Ταμπάκικων για την πρότασή μας, μιας και εξυπηρετεί από όλες τις απόψεις τις ανάγκες του θέματος.
Ο διατιθέμενος χώρος ανάμεσα στα μελλοντικά λιμενικά έργα, στην κατάληξη του πεζοδρόμου και στις γύρω οικιστικές ζώνες προσφέρεται γενναιόδωρος για μια ολοκληρωμένη πρόταση ανάπλασης και ενοποίησης του παραλιακού μετώπου, μέσω της προσθήκης ενός νέου τοποσήμου στα ίχνη της ιστορικής μνήμης ενός παλαιού. Ενώ το σημείο βρίσκεται εκτός του Αργοστολίου, λόγω της γέφυρας γειτνιάζει στο πολεοδομικό κέντρο του και ταυτόχρονα χαρίζει πανοραμική θέα προς αυτό. Οι οδικές προσβάσεις είναι ιδανικές, αφού σε πολύ κοντινή απόσταση είναι ο κόμβος των δρόμων με κατεύθυνση προς το βόρειο και δυτικό τμήμα του νησιού (Παλική και Έρισσο), όπως και ο δρόμος προς την Σάμη. Η οδική σύνδεση με το Αργοστόλι, το αεροδρόμιο και τον Πόρο είναι επίσης άμεση και ευχάριστη, γύρω από την λιμνοθάλασσα του Κουτάβου, ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση του υγροβιότοπου.
Στη συνέχεια ακολουθεί μία σύντομη ιστορική ανάλυση του τόπου, απομονώνοντας τα σημαντικότερα στοιχεία που αποτέλεσαν πηγή άντλησης σημαντικών πληροφοριών, αλλά και έμπνευσης, για τη μετέπειτα ανάπτυξη της παρούσας εργασίας. Έπειτα, μπορούμε να προσδιορίσουμε τις χειρονομίες που εξασφαλίζουν την ένταξη του συγκροτήματος. Δίνεται έμφαση στην λειτουργική διασύνδεση με τις υφιστάμενες προσβάσεις και στην αναβίωση της μνήμης των παλιών ιχνών.
Αναλύοντας και κατηγοριοποιώντας τις ενδεχόμενες κινήσεις μεταξύ των τεκτονικών πλακών (01-03), καθεμία από τις οποίες είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου τύπου ρήγματος (04-06), τις αντιστοιχίζουμε και τις μεταφράζουμε σε αρχιτεκτονικό χώρο (07-09), που ο καθένας είναι ικανός να προσδώσει διαφορετικές χωρικές ποιότητες και να σκηνοθετήσει διαφόρων ειδών χωρικές εμπειρίες.
Mε στόχο την μετάδοση αυτών των αισθήσεων, για μια ολοκληρωμένη βιωματική εμπειρία, και συνθετικά εργαλεία τις συσχετίσεις σεισμικού φαινομένου και χώρου, προβαίνουμε σε μια διαδικασία σύνταξης αρχιτεκτονικού λεξιλογίου. Έχοντας ως αφετηρία την παράλληλη κίνηση (1) των τεκτονικών πλακών που ολισθαίνουν (2) και μετατοπίζονται (3), ξεκινάμε με αυτές τις χαράξεις που διευκολύνουν την ένταξη (4) στην περιοχή μελέτης. Επιλέγουμε από τα άκρα του αρχικά ενοποιημένου μας όγκου τα μεν να συγκλίνουν (5) δημιουργώντας ρηγμάτωση (7) και τα δε να αποκλίνουν (5) δημιουργώντας τον βασικό μας πυρήνα-κέντρο (8) στο αποτύπωμα των Ταμπάκικων με νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Από το κέντρο αυτό διέρχονται οπτικές φυγές προς τις κύριες προσβάσεις (9). Συγκροτείται, έτσι, η κεντρική ιδέα της πρότασής μας.
Πιο συγκεκριμένα, με την χωροθέτηση του συγκροτήματος, επιλύονται σε πρώτη φάση οι προσβάσεις, με σκοπό την ροϊκή διασύνδεση του ινστιτούτου με τον περιβάλλοντα ιστό. Συμπληρωματικά, σχεδιάζεται στον χώρο του συγκροτήματος σταθμός στάθμευσης αυτοκινήτων (P) και προτείνεται η προσθήκη στο δίκτυο στάσεων τοπικής συγκοινωνίας ΚΤΕΛ δύο επιπλέον, που η μία θα εξυπηρετεί, στο σημείο του νέου κόμβου, το ινστιτούτο και η άλλη, πλησίον της πρώην ΔΕΗ, τις μελλοντικές λιμενικές εγκαταστάσεις, εξασφαλίζοντας πλήρη συγκοινωνιακή κάλυψη.
Στο τοπογραφικό κλίμακας 1:1000 διακρίνουμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις παραπάνω διατάξεις. Το συγκρότημα του ερευνητικού κέντρου με άξονα προσανατολισμού Βορά-Νότου, συμβάλλει αποτελεσματικά στην ανάπλαση του παράκτιου μετώπου, συνενώνοντας την γέφυρα και τον οδικό κόμβο με το οικιστικό σύμπλεγμα και τον λιμένα. Αποτυπώνοντας τις μελλοντικές προσθήκες, γίνεται σαφής η οργάνωση των λιμενικών εγκαταστάσεων, που προβλέπεται να περιλαμβάνουν την υφιστάμενη μαρίνα και επέκτασή της, προβλήτες προσάραξης εμπορικών πλοίων, τελωνείο/λιμεναρχείο, επιβατικό σταθμό και δρόμο διασύνδεσης με την κεντρική οδική αρτηρία, σχεδιασμένο εκ νέου βάσει του ήδη υπάρχοντα της πρώην ΔΕΗ. Με τις παρεμβάσεις μας συγκροτείται ενιαίο δίκτυο κινήσεων. Τον πυρήνα της πρότασής μας περικλείουν οι κύριες είσοδοι του ερευνητικού κέντρου εκατέρωθεν της φυτεμένης έκτασης, πάνω από την κεντρική πλατεία, η οποία, χάριν του προσανατολισμού, προστατεύεται από τον Βορά. Οι χαράξεις αποκαλύπτουν τα χαμένα ίχνη των παλιών βυρσοδεψείων και της φυσικής ακτογραμμής, ως θεματοφύλακες αλησμόνητων θυμήσεων του προσεισμικού Δραπάνου.
Το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε για την συγκρότηση της κεντρικής ιδέας εφαρμόζεται και στον κατακόρυφο άξονα, μέσω κεκλιμένων επιπέδων και καταβυθίσεων. Διαμορφώνονται, έτσι, τα βατά δώματα, η υποχώρηση του πρανούς στην θέση των πρώην Ταμπάκικων και το βυθισμένο επίπεδο της κεντρικής εισόδου. Μέσω της διαδικασίας ανάβασης-κατάβασης μεταδίδεται βιωματικά στον επισκέπτη η εμπειρία της κίνησης σε ένα ρημαγμένο από τον σεισμό τόπο, όπως αναφέρεται από τις μαρτυρίες. Η υποβαθμισμένη πλατεία στον πυρήνα-κέντρο του θέματος, κατευθύνει αυτή την δραματικότητα στην απόληξη της ρηγμάτωσης, ενισχύοντας την εννοιολογική και λειτουργική σημασία του χώρου. Οι επεμβάσεις αυτές κρίθηκαν απαραίτητες για το φυσικά επίπεδο διατιθέμενο πεδίο σχεδιασμού, παρά την δυσκολία υλοποίησής τους, επειδή εκφράζουν δυναμικά και με συνέπεια την αρχική σχεδιαστική μας πρόθεση.
Στο τοπογραφικό κλίμακας 1:500 διακρίνουμε το σύνολο της φύτευσης σε συνδυασμό με την πρότασή μας. Μετά από ενδελεχή αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης πρασίνου, εξασφαλίζεται η διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους του από την κατάλληλη χωροθέτηση του συγκροτήματος και εμπλουτίζεται στις καίριες για το θέμα μας περιοχές. Γίνεται πύκνωση των δέντρων του πευκώνα, τόσο του υφιστάμενου, όσο και του τμήματός του που εισχωρεί στο πρανές, ώστε να προσφέρεται η απαραίτητη ηλιοπροστασία στις νότιες όψεις, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Η φύτευση δυτικά του συγκροτήματος, προς την παράκτια ζώνη, παραμένει χαμηλή για να μην εμποδίζει την θέαση προς τον όρμο του Αργοστολίου. Σε σημείο του υφιστάμενου πευκώνα υπάρχει μικρή κατεστραμμένη προβλήτα, την οποία αποκαθιστούμε και τοποθετούμε στην προέκταση της ράμπας εισόδου, για την εξυπηρέτηση της πρόσβασης από την λιμνοθάλασσα του Κουτάβου με μικρότερα βαρκάκια. Στην κάτοψη δωμάτων, επίσης, αποτυπώνεται η διάκριση των υλικών σε σκληρά-μαλακά. Περιορίζεται όσο περισσότερο γίνεται η χρήση των σκληρών υλικών, ώστε να διευκολύνεται η κίνηση, χωρίς να τραυματίζεται ανεπανόρθωτα η όψη του φυσικού αναγλύφου.
Για την συγκρότηση συλλογικής αντισεισμικής συνείδησης, όπως προαναφέρθηκε, είναι απαραίτητη – πέραν των ερευνητικών υποδομών – και η επιμόρφωση του κοινού. Κρίνεται, λοιπόν, σημαντική η συμπερίληψη δημόσιων λειτουργιών στο κτιριολογικό πρόγραμμα, με σκοπό την ενημέρωση του γενικού πληθυσμού για το καθαυτό φαινόμενο του σεισμού, την επικινδυνότητά του, όπως και για κατάλληλες μεθόδους πρόληψης και προστασίας, με αρωγό την ιστορική μνήμη. Γι’ αυτό, η λειτουργία του ινστιτούτου διακρίνεται σε δύο τομείς: την έρευνα και την επιμόρφωση, στους οποίους αντιστοιχούν χονδρικά και οι δύο κτιριακοί όγκοι. Φυσικά, πολλές από τις επιμέρους λειτουργίες εξυπηρετούν και τους δύο τομείς και η χωρική οργάνωση των χρήσεων την βέλτιστη διαδραστικότητα και αλληλεπίδραση μεταξύ τους, προς όφελος της διαμόρφωσης βιωματικών εμπειριών.
ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ
Ως προς την ειδική στελέχωση του τομέα έρευνας, απευθυνθήκαμε στον σεισμολόγο κ. Παπαδόπουλο για να ενημερωθούμε. Μας πληροφόρησε πως μια πρότυπη δομή στελεχώνεται από περίπου 40 άτομα. Το βασικό προσωπικό συμπεριλαμβάνει μόνιμους και επί συμβάσει εργαζόμενους. Οι συμβασιούχοι δουλεύουν μέσω διαφόρων χρηματοδοτικών σχημάτων, συνήθως κρατικών προγραμμάτων ή της Ε.Ε., και εναλλάσσονται. Ειδικά, το προσωπικό διακρίνεται σε επιστημονικό, τεχνικό και διοικητικό. Το επιστημονικό προσωπικό αποτελείται από συνολικά 28 άτομα, εκ των οποίων οι 12 είναι σεισμολόγοι ερευνητές, ιεραρχικά ανώτατοι, και οι 16 (συμβασιούχοι ή μόνιμοι) διαφόρων ειδικοτήτων επιστήμονες (γεωλόγοι, φυσικοί, μαθηματικοί κ.α.) πτυχιούχοι – αλλά όχι ερευνητές. Στελεχώνουν το «μη ερευνητικό προσωπικό» του ινστιτούτου και η κύρια αρμοδιότητά τους είναι να καλύπτουν τις βάρδιες στο Control Room. Δεν ασχολούνται τόσο με την έρευνα, λοιπόν, αλλά εκτελούν υποστηρικτικό έργο. Το τεχνικό προσωπικό απαρτίζεται από 4-5 άτομα συνολικά, υπεύθυνα για την ομαλή λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων. Το διοικητικό προσωπικό συνόλου 2-3 ατόμων εκτελεί διοικητικά χρέη σε ρόλους διευθυντή και γραμματείας.
Σε αυτούς προστίθεται το απαραίτητο προσωπικό για τον τομέα επιμόρφωσης και όλο το βοηθητικό προσωπικό των πωλητηρίων (αναψυκτηρίου, εστιατορίου, gift shop). Ενδεικτικά, για το μουσείο προτείνεται η στελέχωση 3 ατόμων υπεύθυνων για τις εκθέσεις και αντίστοιχο διοικητικό προσωπικό 2-3 ατόμων.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΤΙΡΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Παρακάτω αναλύονται οι προδιαγραφές των προτεινόμενων – σε συνεννόηση με τον κ. Παπαδόπουλο – ειδικών χώρων, για την κτιριακή εξυπηρέτηση της ερευνητικής υποδομής.
Θάλαμος Κεντρικής Υπολογιστικής Μονάδας - Main Station (MS): Εκεί είναι εγκατεστημένη η κεντρική υπολογιστική μονάδα η οποία υποδέχεται, συγκεντρώνει και αποθηκεύει τις καταγραφές όλων των σταθμών μέτρησης (δικτύου οργάνων). Τοποθετείται ένας μόνο Η/Υ ή μια συστοιχία υπολογιστών για την αρχειοθέτηση των δεδομένων μετά την συλλογή τους. Ο προβλεπόμενος χώρος χρειάζεται να είναι ήσυχος, προσβάσιμος μόνο από τους εντεταλμένους ερευνητές. Τα παραπάνω μηχανήματα πρέπει να λειτουργούν σε αυτό τον θάλαμο μονίμως και υπό ελεγχόμενη θερμοκρασία. Άρα θέλουμε σταθερή ψύξη στους 20-22 °C. Γι’ αυτό εξυπηρετεί η τοποθέτησή του MS στην υπό του 0 στάθμη.
Θάλαμος Ελέγχου - Control Room (CR): Στις καταγραφές της κεντρικής υπολογιστικής μονάδας πρέπει να έχουν συνεχή πρόσβαση οι επιστήμονες, μέσω άλλων υπολογιστών και τερματικών οθονών, ώστε να παρακολουθούν την σεισμική δράση και να αναλύουν τους σεισμούς. Ο χώρος αυτός είναι διαμορφωμένος έτσι, ώστε να διαθέτει θέσεις εργασίας για το προσωπικό που καλύπτει τις βάρδιες, αλλά και να φιλοξενεί επαρκή αριθμό επισκεπτών. Σε κάποια συγκυρία μπορεί να βρίσκονται εκεί 1-2 εργαζόμενοι (π.χ. το βράδυ ή το Σαββατοκύριακο), αλλά τις καθημερινές υποδέχεται επιπλέον άτομα, όπως φοιτητές, οι οποίοι ενημερώνονται και εκπαιδεύονται. Μάλιστα, σε έκτακτες περιπτώσεις μεγάλων σεισμών, πέραν από τους 3-4 επιστήμονες και αναλυτές που παρακολουθούν σταθερά το σεισμικό φαινόμενο, συγκεντρώνονται εκεί και ο διευθυντής, καθηγητές και ίσως εκπρόσωποι των τοπικών αρχών. Κάθε θέση εργασίας συμπεριλαμβάνει ένα workstation, δηλαδή, Η/Υ με τον τερματικό, για εύκολη ανάκληση των ψηφιακών αρχείων, των ψηφιακών κυματομορφών. Επίσης, λειτουργεί εκεί τηλεφωνικό κέντρο, χωρίς επιπλέον προσωπικό. Το δωμάτιο οργανώνεται σε open plan διάταξη προς διευκόλυνση της επικοινωνίας των παρευρισκόμενων. Η διαδραστικότητα είναι καταλυτικής σημασίας για την γρήγορη ανταλλαγή απόψεων, που απαιτεί ο ακριβής υπολογισμός μεγεθών της τάξεως του δεκάτου του δευτερολέπτου. Το CR, λόγω της μεγάλης κινητικότητάς του, αποτελεί χώρο ημι-ιδιωτικό και κεντρικό, απαραιτήτως διαχωρισμένο από το απομονωμένο MS.
Χώρος Ξεκούρασης - Restroom: Δίπλα από το CR χρειάζεται ένας χώρος ξεκούρασης, ώστε να χαλαρώνουν τα άτομα που παραμένουν στις εγκαταστάσεις του ινστιτούτου καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας. Πιο συχνά εξυπηρετεί όσους διανυκτερεύουν, κατά τις εναλλαγές βάρδιας˙ πιο σπάνια, το προσωπικό που διαμένει στο κέντρο επί μέρες, σε περιπτώσεις παρατεταμένης σεισμικής κρίσης.
Workshops: Πολλές φορές, κατά την διάρκεια ενημερωτικών δράσεων, συσσωρεύονται περισσότεροι επισκέπτες από όσους μπορεί να υποδεχτεί το CR. Οπότε, προβλέπεται για την φιλοξενία τους ξεχωριστός γειτονικός χώρος – ικανός να ενοποιηθεί, όμως, με την open plan διάταξη του CR, όταν υπάρχει ανάγκη. Εκεί μπορούν να διεξάγονται workshops και ανεξάρτητα από την λειτουργία του CR. Διαθέτει σεισμική τράπεζα, τόσο για την διεξαγωγή ερευνητικών πειραμάτων από εξειδικευμένο και μη κοινό, όσο και για την βιωματική εμπειρία σεισμικών δονήσεων (σε πραγματικό ή δεύτερο χρόνο).
Βιβλιοθήκη - Αναγνωστήριο: Για ένα πρότυπο ερευνητικό κέντρο προαπαιτείται κλασική βιβλιοθήκη – όχι μόνο ψηφιακή – και ευρύχωρος χώρος μελέτης, προσβάσιμος από το ευρύ κοινό, όχι μόνο το προσωπικό. Αν και σήμερα πλέον όλα σχεδόν τα επιστημονικά περιοδικά εκδίδονται και ψηφιακά, παλαιότερη βιβλιογραφία βρίσκεται μόνο σε έντυπη μορφή. Γι’ αυτό προτείνεται το ινστιτούτο να έχει στην κατοχή του έντυπο αρχειακό υλικό (περιοδικά, βιβλία, διπλωματικές εργασίες – ακόμα και εφημερίδες με χρήσιμες πληροφορίες για ορισμένους σεισμούς), το οποίο εκθέτει και διαθέτει για επιτόπου μελέτη και δανεισμό στην βιβλιοθήκη του. Επειδή σκοπός είναι η διάδοση της γνώσης και η διευκόλυνση της έρευνας, ο χώρος είναι επισκέψιμος από όλους, ενώ συνεχίζει να υπάγεται στον τομέα της έρευνας. Για να εξασφαλίζεται η ησυχία, τοποθετείται κατ’ αποκλειστικότητα στο πατάρι του εκθεσιακού χώρου, με επιπλέον είσοδο, διατηρώντας, όμως κοντινή απόσταση με τον απέναντι όγκο των εργαστηρίων για λειτουργικούς και εννοιολογικούς λόγους.
Εργαστήρια: Οι 12 ερευνητές του επιστημονικού προσωπικού χρειάζεται να έχουν το δικό τους γραφείο, με επαρκή χώρο για την φιλοξενία κάποιου βοηθού (φοιτητή, εξωτερικού συνεργάτη κ.α.), ο οποίος ίσως εργάζεται εκεί επί καθημερινής βάσεως. Επειδή δεν εκτελούν συχνά βάρδιες στο CR, ο χώρος τους πρέπει να διαθέτει workstation για την άμεση πρόσβασή τους στις καταγραφές της κεντρικής υπολογιστικής μονάδας, ώστε να μπορούν να αναλύουν τα δεδομένα από το εργαστήριό τους. Αντίθετα, οι 16 συμβασιούχοι επιστήμονες, που εξυπηρετούν το CR, δεν περνούν τόσο χρόνο στα εργαστήρια. Οπότε καλύπτονται με γραφεία ανά δυάδες, για όταν μόνο τα χρησιμοποιούν. Οι τεχνικοί χρειάζονται μια ενιαία ευπρόσιτη αίθουσα με πάγκους, για να μπορούν εύκολα να μεταφέρουν, αποσυναρμολογούν και επισκευάζουν ηλεκτρονικά συστήματα. Οπότε, συνολικά προαπαιτούνται 21 εργαστήρια (12x1, 8x2 και 1x4), εκ των οποίων αυτά που εξυπηρετούν περισσότερο προσωπικό μεγαλύτερης κινητικότητας (τα 6 των συμβασιούχων και η αίθουσα των τεχνικών) τοποθετούνται στο ισόγειο του ανατολικού όγκου δίπλα σε δύο δευτερεύουσες εισόδους, με άμεση επικοινωνία με το parking και πιο κοντά στο CR, διευκολύνοντας την προσπέλαση. Τα υπόλοιπα (τα 12 των ερευνητών), τοποθετούνται στο πιο ιδιωτικό πατάρι, προσφέροντας ανεμπόδιστη θέα. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η κυκλοφορία στον πιο δυσπρόσιτο όροφο και επιτυγχάνονται βέλτιστες συνθήκες εργασίας για όλους. Δεν συστήνεται στον ακαδημαϊκό χώρο η διάταξη open plan στα, γι’ αυτό τα εργαστήρια αναπτύσσονται ξεχωριστά σε παράταξη.
Γραφεία: Για την γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του ινστιτούτου προβλέπονται δύο δυάδες γραφείων διευθυντή-γραμματείας, με εσωτερική διασύνδεση. Ως χώροι μεγάλης ιδιωτικότητας προνομιούχων εργαζομένων, τοποθετούνται στην βόρεια άκρη του ανατολικού όγκου, γειτνιάζοντας με τα υπόλοιπα εργαστήρια, αλλά αποτελώντας ξεχωριστή λειτουργική ενότητα με μικρότερη κινητικότητα.
Αίθουσα Συσκέψεων: Μεγάλη αίθουσα υψηλής ιδιωτικότητας, που χρησιμοποιείται για να καλεί σε συσκέψεις ο διευθυντής συμβούλιο ερευνητών.
Αμφιθέατρο: Χώρος που λειτουργεί κυρίως ως αίθουσα ομιλιών σε συνέδρια, ημερίδες, σεμινάρια και άλλες δράσεις. Δεν απαιτείται μεγάλη κλίση, για ορατότητα, αλλά χρειάζεται ακουστική μελέτη. Προβλέπεται booth ελέγχου οπτικοακουστικών μέσων και μεταφραστή. Αποτελεί ανεξάρτητο χώρο με δευτερεύουσα είσοδο, για δυνατότητα επέκτασης του ωραρίου λειτουργίας.
Ειδικός Εξοπλισμός: Λόγω της εξειδικευμένης λειτουργίας του ινστιτούτου προαπαιτείται και η εγκατάσταση ειδικού εξοπλισμού. Αρχικά, χρειάζεται κεντρική γεννήτρια για παροχή ρεύματος στα συστήματα, σε περίπτωση που κοπεί το ρεύμα (π.χ. δυνατός σεισμός). Προβλέπεται, λοιπόν, ειδικός χώρος για αυτήν, απομονωμένος λόγω ασφάλειας, επειδή λειτουργεί με βενζίνη ή πετρέλαιο. Επίσης, εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες της περιοχής, είθισται να συμπληρώνεται το δίκτυο οργάνων σεισμομέτρησης με μία επιπλέον επιτόπια τοποθέτηση κατάλληλου οργάνου (σεισμογράφου ή/και επιταχυνσιογράφου), ακόμα και αν δεν είναι απαραίτητο για την συλλογή δεδομένων. Στο παράδειγμά μας, ο θόρυβος της θάλασσας και των γύρω δρόμων απαγορεύουν την εγκατάσταση σεισμογράφου, επειδή θα αλλοίωναν τις μετρήσεις. Αντ’ αυτού – και για χάριν μιας πλήρους αρχιτεκτονικής μελέτης – μπορεί να προβλεφθεί επιταχυσνιογράφος, ο οποίος δεν βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία. Καταγράφει τον σεισμό όταν είναι ισχυρός. Το όργανο αυτό είναι βαθμονομημένο, ώστε να ενεργοποιείται από κάποιο κατώφλι σεισμικής κίνησης και πάνω, καθώς ενδιαφέρει τους επιστήμονες – ειδικά τους μηχανικούς – η ισχυρή σεισμική κίνηση, για να βλέπουν την εδαφική επιτάχυνση και να καταλαβαίνουν την σεισμική απόκριση του κτιρίου. Καλά ασφαλισμένο σε προθήκη, μπορεί να εκτίθεται στο κοινό για εκπαιδευτικούς λόγους. Βέλτιστη θέση στο συγκρότημά μας κρίνεται η κεντρική διώροφη ζώνη μεταξύ εκθεσιακού χώρου και workshops, μιας και επικοινωνεί οπτικά ταυτόχρονα με την βιβλιοθήκη, τις εκθέσεις και το CR.
Η οργάνωση του λειτουργικού προγράμματος συντίθεται ταυτόχρονα με την ογκοπλαστική διαμόρφωση του συγκροτήματος, στοχεύοντας στην βέλτιστη αλληλεπίδραση και λειτουργικότητα των χώρων. Για παράδειγμα, η γραμμικότητα των μακρύτερων όγκων επιτρέπει την παράθεση σχετιζόμενων λειτουργικών ενοτήτων (μουσείο-έρευνα), ώστε να δηλώνεται η διαφορετική χρήση των επιμέρους στοιχείων τους, χωρίς να απαγορεύεται η μεταξύ τους διάδραση (εκθεσιακός χώρος- workshops-CR). Παράλληλα, η υψομετρική μείωση των στεγών υπαγορεύει τον σχεδιασμό παταριών, τα οποία ενθαρρύνουν την οπτική επαφή ανάμεσα στις λειτουργίες, διατηρώντας όμως τον βαθμό ιδιωτικότητάς τους (βιβλιοθήκη-workshops-CR και αμφιθέατρο-αίθουσα συσκέψεων). Επιπλέον, η άμεση επικοινωνία των μικρότερου μήκους όγκων με την κεντρική πλατεία, καθιστά δυνατή την απομόνωση και ανεξάρτητη χρήση των χώρων που χρειάζεται (αμφιθέατρο, εστιατόριο), χωρίς να γίνεται πιο δύσκολη η προσπέλασή τους, αφού οι είσοδοι παραμένουν πάνω στους άξονες των βασικών προσβάσεων. Μάλιστα, η χωροθέτηση του αμφιθεάτρου στον ανατολικότερο από τους δύο αυτούς μικρότερους όγκους, γίνεται με γνώμονα τη διαμορφωμένη κλίση του εδάφους. Οι υψομετρικές καμπύλες του πρανούς μετατρέπονται σε κερκίδες στο χαμηλότερο σημείο του, στρεφόμενες στην πλατεία, ενώ εισχωρούν και στο εσωτερικό του αμφιθεάτρου μετατρεπόμενες σε αναβαθμούς θέσεων. Έτσι, διαπλέκεται εσωτερικός με εξωτερικό χώρο, σε μια ακόμα ενοποιητική σχεδιαστική κίνηση.
Οι κύριες δίοδοι προσπέλασης του ινστιτούτου, όπως προείπαμε, βρίσκονται εκατέρωθεν του πυρήνα-κέντρου, οριοθετώντας το, συγκλίνοντας προς την κεντρική είσοδο στο υπόγειο. Ωστόσο, προσδιορίζονται και άλλες, δευτερεύουσες, είσοδοι: στο υπόγειο πάνω στον άξονα της ρηγμάτωσης με διαμόρφωση ράμπας προδιαγραφών Α.Μ.Ε.Α., στο ισόγειο από την δυτική πλευρά στην βιβλιοθήκη, από την ανατολική πλευρά απευθείας από το parking και από τον υπαίθριο χώρο ενδιάμεσα των δύο επιμήκων όγκων του συγκροτήματος και στην, μεγαλύτερη εκ των δύο, κατακόρυφη κίνηση από το ανατολικό δώμα. Το parking διαθέτει 37 θέσεις, όσες και το προσωπικό του ερευνητικού κέντρου, με τους εργασιακούς χώρους του οποίου συνορεύει για ευκολία. Με τα βατά δώματα, και τις πολλαπλές εισόδους στο συγκρότημα, διευκολύνεται η ελεύθερη περιήγηση μέσω δυνατοτήτων κυκλικής κίνησης εντός και εκτός των εσωτερικών χώρων.
Ο πυρήνας-κέντρο ως απόληξη της ρηγμάτωσης εκφράζεται και στα τρία επίπεδα: στο υπόγειο, στο ισόγειο και στο πατάρι. Στο χαμηλότερο σημείο του πρανούς διαμορφώνεται η κεντρική πλατεία με μέτωπο στο foyer και στο εστιατόριο, το οποίο την ενεργοποιεί με την λειτουργία του. Εισρέει στο εσωτερικό του κτηρίου από την υποδοχή, καθιστώντας το foyer κομβικής σημασίας για την διέλευση και την διανομή των επισκεπτών στις επιμέρους χρήσεις. Επομένως, σε αυτό προσαρτώνται και οι δύο κατακόρυφες κινήσεις, από τις οποίες η ανατολικότερη καταλήγει στο βατό δώμα. Στο ισόγειο, πάνω από το foyer και σε άμεση οπτική επαφή με την κάτω πλατεία, συγκροτείται δεύτερη μικρότερη για την εκτόνωση των γειτνιαζόντων χώρων. Στο πατάρι του ανατολικού όγκου σχεδιάζεται ευρύχωρος ημι-υπαίθριος στην νοητή επέκταση των δύο κατώτερων πλατειών, με πανοραμική θέα προς αυτές. Η ρηγμάτωση καθορίζει τις κύριες διαδρομές κίνησης μέσα και έξω από το κτίριο, διευκολύνοντας με την γραμμικότητά της την καθαρή και οργανωμένη χάραξή τους. Έτσι, ο σχεδιασμός μέχρι και αυτή την κλίμακα παραμένει εννοιολογικά άρτιος και συνεπής με την κεντρική ιδέα.
Με ιδιαίτερη προσήλωση έχει επιλυθεί ο Φέροντας Οργανισμός. Το μεγάλο μήκος των όγκων προαπαιτούσε τον σχεδιασμό αντισεισμικών αρμών, εξού και τα διπλά υποστυλώματα και τα μεγαλύτερου πλάτους τοιχία. Ο κάναβος διακρίνεται σε όλα τα σχέδια, για πιο λεπτομερή μελέτη και καλύτερη κατανόηση του δομικού συστήματος.
Στις τομές διακρίνουμε την συνδυαστική λειτουργία και αλληλεπίδραση των χώρων στον κατακόρυφο άξονα, τις οπτικές φυγές μεταξύ του μέσα-έξω, τον πυρηνικό ρόλο της πλατείας και την διαπλοκή των κεκλιμένων επιπέδων σε μία ενιαία αναδίπλωση του εδάφους. Με το σύνολο της σύνθεσης επιτυγχάνεται, λοιπόν, η σκηνοθεσία αλλεπάλληλων εμπειριών ρηγματωμένου αναγλύφου.
Οι όψεις προστατεύονται από τον ήλιο, όπου χρειάζεται. Για την δυτική όψη προστίθενται κατακόρυφες περσίδες στα εργαστήρια του πρώτου ορόφου και επιμήκη τοιχία στην βιβλιοθήκη κάθετα στην διεύθυνση του δυτικού χαμηλού φωτός. Προφυλάσσονται, έτσι, συνολικά οι χώροι μελέτης, ενώ επιτρέπεται η θέαση προς τον όρμο του Αργοστολίου. Μάλιστα, στο αναγνωστήριο τα τραπέζια έχουν αποτραβηχτεί από την όψη όσο χρειάζεται για να επωφελούνται της σκίασης των τοιχίων, χωρίς να στερούνται κατάλληλου φωτισμού. Στο ισόγειο δεν κρίνεται απαραίτητη η ηλιοπροστασία, καθώς ο κοινόχρηστος χώρος σκιάζεται κατάλληλα από τον μπροστά όγκο, ενώ το φως από την εκτεθειμένη τζαμαρία στην άκρη δεν εισχωρεί σε λειτουργικούς χώρους, αφού αυτοί στρέφονται προς την ανατολή. Η νότια όψη του αμφιθεάτρου προστατεύεται ψηλότερα με οριζόντιες περσίδες και χαμηλότερα από την σκίαση του πευκώνα, για να μην παρεμποδίζεται η θέα και διαρρηγνύεται ο ενοποιημένος χώρος. Η ανατολική όψη δεν εκτίθεται πολύ στο χαμηλό ανατολικό φως, μιας και – όπως προείπαμε – ο ορεινός όγκος αποτρέπει την διέλευση του πρωινού ήλιου. Άλλωστε, οι πιο ευάλωτοι εργασιακοί χώροι του ισογείου βρίσκονται σε υποχώρηση.
Στα δώματα διανοίγονται φεγγίτες για την εξασφάλιση φυσικού φωτισμού καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας, όπου κρίνεται απαραίτητο. Στο υποβαθμισμένο επίπεδο του εκθεσιακού χώρου εισχωρεί έμμεσο φως από το cour anglaise. Γενικά, όλες οι κύριες λειτουργίες έχουν πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο και εύκολη διέξοδο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Κλείνοντας, καταλήγουμε πως οι αρχικές μας προθέσεις εκφράζονται με συνέπεια και πληρότητα καθ’ όλη την σχεδιαστική διαδικασία και απαντάται με σαφήνεια το ερευνητικό ερώτημα. Με τις κατάλληλες συνθετικές επιλογές επιτυγχάνεται η εύρυθμη λειτουργία του πρότυπου σεισμολογικού ινστιτούτου, στοχεύοντας στην πρόληψη και προστασία έναντι σεισμικών καταστροφών, με αρωγό την μνήμη. Μέσω της συστηματικής μετάδοσης βιωματικών εμπειριών κατά την ελεύθερη περιήγηση, ο επισκέπτης αφομοιώνει άμεσα τις απαραίτητες πληροφορίες και αποκτά μια σφαιρική γνώση γύρω από το φαινόμενο του σεισμού. Αξιοποιείται, έτσι, η διδακτική δύναμη του παρελθόντος και αποτίνεται φόρος τιμής στην αλησμόνητη προσεισμική Κεφαλονιά, ενόσω θωρακίζεται το μέλλον του πρωτοφανώς σεισμογενούς ελληνικού τόπου.