Δ039.20 | Εικαστικές αφηγήσεις επί των τειχών.Χώροι διδασκαλίας των καλών τεχνών στις νότιες παρυφές της παλιάς πόλης του Ηρακλείου (Προμαχώνας Μαρτινέγκο – Πύλη Βηθλεέμ)


Διπλωματική εργασία: Εικαστικές αφηγήσεις επί των τειχών.Χώροι διδασκαλίας των καλών τεχνών στις νότιες παρυφές της παλιάς πόλης του Ηρακλείου (Προμαχώνας Μαρτινέγκο – Πύλη Βηθλεέμ)
Φοιτητής: Νύκταρης Νικηφόρος
Επιβλέπων: Σκουτέλης Νικόλαος
Σχολή: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης, 2020




Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί μέσω της ένταξης μιας Σχολής Καλών Τεχνών στο νότιο όριο της παλιάς πόλης του Ηρακλείου, παράλληλα, να επιλύσει ζητήματα κλίμακας και ευρύτερων συνδέσεων. Η φράση (εικ)αστικές αφηγήσεις χρησιμοποιείται μεταφορικά για να προσδιορίσει αφενός την αστική σύνταξη και χειρονομία της πρότασης και αφετέρου την εικαστική φύση που εμπεριέχεται.

Σε μια πρώτη ανάλυση, εστιάζουμε σε τρία σημεία όπου η διευκόλυνση της κίνησης των οχημάτων έχει προκαλέσει ρήγματα και ασυνέχειες στα τείχη. Εκεί, από τις αρχές του 20ου αιώνα, πραγματοποιούνται γεφυρώσεις, ως πράξεις αποκατάστασης, με διαφορετικό ύφος και συσχετισμό με το σώμα των τειχών κάθε φορά. Η γεφύρωση, στο ευθύγραμμο τμήμα μεταξύ προμαχώνων Μαρτινέγκο και Βηθλεέμ, από τον Π. Καραντινό θα αποτελέσει κύρια αφορμή προβληματισμού.




Η περιοχή μελέτης χαρακτηρίζεται από πολλαπλά όρια και ασυνέχειες όπου η στιβαρή παρουσία των Ενετικών τειχών, το αχανές κενό της τάφρου και η έντονη αντίθεση στην αστική δομή εντός και εκτός, βρίσκονται σε μια απροσδιόριστη συνύπαρξη. Επίσης η ανομοιομορφία ως προς το ανάγλυφο του εδάφους, την κλίμακα, την κοινωνική στρωματογραφία κ.α. συμβάλουν στην όξυνση των αντιθέσεων. Στόχος της εργασίας είναι η δημιουργία και ο επαναπροσδιορισμός συνδέσεων και μεταβάσεων και κυρίως η απόδοση ταυτότητας με την ένταξη ενός συνόλου χώρων που θα απαρτίζουν την Σχολή Καλών Τεχνών.




Αυτό που παρατηρούμε εδώ είναι η απουσία συνδέσεων εκτός από το σημείο της Πύλης, έναν ιστό οργανικό σε άμεση αντιπαράθεση με το ογκώδες Πολιτιστικό Κέντρο, την μεγάλη κλίμακα των οχυρώσεων σε συνέχεια με την αντίστοιχα μεγάλη κλίμακα των σύγχρονων οικοδομικών τετραγώνων καθώς και αποσπάσματα οργανικού ιστού περιβαλλόμενα από μεγάλης κλίμακας κτίρια. Ένα σημείο παύσης θα μπορούσε να θεωρηθεί η τάφρος, ένα απόθεμα φυσικού στο αστικό τοπίο εγκλωβισμένο στην απόλυτη δομή των Ενετικών τειχών.




Ως κύρια σημεία επέμβασης  επιλέγονται, έπειτα από την αστική ανάλυση, ένα πλάτωμα εκτός της περιοχής των τειχών εφαπτόμενο στο όριο της τάφρου (contrascarpa), η νεωτερική πύλη  και το πάρκο αναγεννήσεως (Φανερωμένης)  εντός των τειχών, εφαπτόμενο στο όριο του πρανούς του επιπρομαχώνα Μαρτινέγκο. Εκεί εντάσσονται η Βιβλιοθήκη, το Τμήμα Εικαστικών(ζωγραφική και γλυπτική) και το Τμήμα Μουσικής αντίστοιχα. Παράλληλα, ένα σύνολο πεζοδρομήσεων και  διευθετήσεων των ελεύθερων χώρων, σε συνδυασμό με το Πολιτιστικό Κέντρο, διαμορφώνουν ένα αναβαθμισμένο πολιτιστικό δίκτυο. 




Το υπόσκαφο κτίριο της βιβλιοθήκης εντάσσεται εκτός της τάφρου, με την ανοιχτή όψη σε συνέχεια της Contrascarpa και το νοτιοδυτικό όριο της να ακολουθεί το ίχνος μιας νοητής τάφρου των εξωτερικών οχυρώσεων. Αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, το ισόγειο, σε συνέχεια του επιπέδου της τάφρου, με την υποδοχή, τα αναγνωστήρια, τα βιβλιοστάσια κ.α. και μια ενδιάμεση στάθμη με αναγνωστήρια επίσης.

Το κυρίως κτίριο της σχολής, τοποθετείται στο κομβικό σημείο της πύλης, με την γλυπτική στα βορειοδυτικά, την ζωγραφική στα νοτιοανατολικά και την νεωτερική πύλη να διατηρείται, να δημιουργεί τις διαφορετικές εισόδους στα κτίρια και να στεγάζει στο επίπεδο του ορόφου τις αίθουσες της θεωρίας και του σχεδίου, κοινά και για τις δύο κατευθύνσεις. Στο ευθύγραμμο τμήμα, σε ισόγειο και όροφο τοποθετούνται εργαστήρια, χώροι εκθέσεων και άλλες χρήσεις που απαιτούν χαμηλότερο ή πιο ήπιο φωτισμό ενώ στις εξάρσεις τοποθετούνται εργαστήρια όπου παρέχεται πιο έντονο αλλά σταθερό φώς από τον βορρά.




Το δώμα του κτιρίου της Βιβλιοθήκης διαμορφώνει μια ελαφρώς κεκλιμένη πλατεία με οπές για φωτισμό καθώς και ένα μεγάλο αίθριο εισόδου από την περιοχή εκτός των  τειχών ενώ εκείνο του κτιρίου εικαστικών αποτελεί την συνέχεια του ισόπεδου του ευθύγραμμου τμήματος του τείχους με οπές στα σημεία μεταξύ των αντηρίδων που ρυθμίζουν την διείσδυση του φωτός.

Τα κτίρια μουσικής και performance απέναντι από το Πολιτιστικό κέντρο συντάσσονται υπό έναν ρυθμό παρμένο από τα κτήρια της κατεδαφισμένης γειτονίας στο σημείο εκείνο ενώ παράλληλα δημιουργούν συνδέσεις και φυγές προς το Πολιτιστικό κέντρο και την παλιά πόλη. Επίσης, αναπτύσσουν έναν διάλογο με τον ρυθμό και τις πρισματικές όψεις του κτιρίου Εικαστικών.