Δ026.19 | Η Τρίτη Μητρόπολη


Τίτλος Διπλωματικής Εργασίας: Η Τρίτη Μητρόπολη
Φοιτήτριες: Βούλγαρη Αγγελίνα, Πανουκλιά Δήμητρα
Επιβλέπων Καθηγητής: Πανέτσος Γεώργιος
Πανεπιστήμιο: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών
Ημερομηνία: Μάρτιος 2019





Στην παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρείται η σύλληψη και σχεδίαση ενός σύγχρονου ελληνορθόδοξου ναού. Αφορμή στάθηκε ο προβληματισμός σχετικά με τη μορφή της πίστης στο σύγχρονο κόσμο και πώς μπορεί η αστική κι αρχιτεκτονική πραγματικότητα του σήμερα να μεταφραστεί σ’ ένα ιερό κτήριο.
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού μελετήθηκαν ζητήματα όπως η διάρθρωση του χώρου, ο συμβολισμός και οι μορφές. Επιχειρήθηκε η δημιουργία ενός νέου κέντρου, ενός πόλου έλξης ενισχυμένου από θρησκευτικές, εμπορικές και τουριστικές λειτουργίες.



Μέσα από μια σειρά χαρτογραφήσεων αναζητήθηκε εκείνο το οικόπεδο που θα  επιτρέψει στην Νέα Μητρόπολη να γίνει μέρος του προσδιορισμού και προσανατολισμού του αστικού χώρου μέσω της κεντρικότητας της θέσης της, χωρίς να αποστασιοποιείται από τους γύρω ιερούς ναούς και τα κέντρα της πόλης. Ως αποτέλεσμα, εντοπίσθηκε το σημείο που συγκέντρωνε τις επιθυμητές αστικές ποιότητες. Το οικόπεδο που επιλέχθηκε ορίζεται από τις οδούς Συγγρού και Καλλιρρόης και γειτνιάζει με 2 στάσεις τραμ και μετρό.




Από τη μια πλευρά του οικοπέδου τοποθετήθηκε ο ιερός ναός κι ένα κτήριο με συμπληρωματικές λειτουργίες για να τονιστεί η συνέχεια του αστικού ιστού της πόλης. Από την άλλη, η δημιουργία ενός κήπου βοηθάει στην εισχώρηση του πρασίνου και της φύτευσης στο συγκρότημα. Η διαμπερής κίνηση στο οικόπεδο διατηρείται μέσω μιας κιονοστοιχίας, που αποτελεί ένα διάτρητο όριο μεταξύ οικοπέδου και πόλης. Η πλατεία είναι το μεταβατικό επίπεδο μεταξύ αστικού και φυσικού, χτισμένου και μη, αποτελώντας ένα αστικό αίθριο για την πόλη της Αθήνας.




Η Μητρόπολη, ως ο κεντρικός ναός της πόλης, εκπροσωπεί ολόκληρη την Εκκλησία και προσελκύει χρήστες διαφορετικών ειδών: τους προσκυνητές, τους πιστούς και τέλος, τους τουρίστες. Η διάρθρωση των χώρων, λοιπόν, όπως και οι λειτουργίες προκύπτουν με γνώμονα τις διαφορετικές αυτές ομάδες και τις τις αντίστοιχες ανάγκες τους.
Η τυπική διαρρύθμιση των χώρων -ο τριμερής, δηλαδή, διαχωρισμός σε πρόναο, κυρίως ναό και ιερό- δεν επαρκεί για ένα κτήριο με τόσα πρόσωπα. Στην πρότασή μας ο τυπικός πρόναος αντικαθίσταται από δυο νέους. Ο πρώτος είναι πιο επίσημος κι απευθύνεται στους πιστούς, τους καθημερινούς επισκέπτες αλλά και τους επισήμους. Ο δεύτερος έχει πιο μυστηριακό χαρακτήρα κι απευθύνεται στους προσκυνητές. Στους δυο πρόναους έρχεται να προστεθεί και μια τρίτη είσοδος, που είναι ξεχωριστή κι εξυπηρετεί τους τουρίστες που θέλουν να επισκεφτούν το Κτήριο Λατρείας.






Η κύρια είσοδος της Μητρόπολης γίνεται μέσα από την πλατεία. Ο επισκέπτης μετά από μια μικρή ανάβαση βρίσκεται στον πρόναο του ισογείου. Ακολουθώντας το κεντρικό πέρασμα μέσα από διαμορφωμένες θέσεις για κεριά και υγρά στοιχεία, εισέρχεται στην κυρίως αίθουσα. Στο βάθος φαίνεται το τέμπλο, το οποίο έχει μετατραπεί σ’ ένα διάτρητο όριο μεταξύ κυρίως αίθουσας κι ιερού.





Την κυρίως αίθουσα του ναού ορίζουν δυο πλευρές με διαφορετικό χαρακτήρα. Αριστερά συναντά κανείς τη σκάλα που οδηγεί στις λειτουργίες των πάνω ορόφων. Δεξιά υπάρχουν τα chapels, ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που αγγίζουν την οροφή. Και στις δύο πλευρές επιτυγχάνονται διαφορετικές θεάσεις της αίθουσας εξαιτίας των ποικίλων επιπέδων που δημιουργούνται. Επίσης, μέσω της χρήσης και της μορφής των ανοιγμάτων επιχειρείται μια μυστηριακή ατμόσφαιρα.




Το δεύτερο κομμάτι του project αποτελείται από το κτήριο με τις συμπληρωματικές λειτουργίες, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει μορφολογικά και λειτουργικά τον ναό. Τοποθετημένο στην άλλη άκρη του οικοπέδου παρουσιάζει έναν πιο εμπορικό-τουριστικό χαρακτήρα μέσω των λειτουργιών του κι εντείνει την έννοια του νέου κέντρου που θα δημιουργήσει η πρότασή μας.





Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο σχεδιασμό του υπόγειου πρόναου, ο οποίος βρίσκεται στα  -6.5m. Η πρόσβαση γίνεται εξωτερικά από την πλατεία. Ο προσκυνητής περνώντας από μια σειρά αψίδων που περιβάλλονται από εκθεσιακούς χώρους, φτάνει στην αίθουσα με τα κεριά και τα λείψανα της Αγίας Φιλοθέης. Από εκεί θα οδηγηθεί στο εσωτερικό του ναού.







Η κτηριακή σύνθεση ενσωματώνει μια πλαστικότητα και μουσικότητα, απέχοντας από τη στασιμότητα που διέπει τους ορθόδοξους ναούς. Αντικρίζει με σεβασμό την ιστορία και την παράδοση της ορθόδοξης ναοδομίας, αλλά δεν προσκολλάται σ’ αυτή, επιλέγοντας να επέμβει και να δώσει νέες μορφές, όπου κριθεί απαραίτητο. Αλλά κυρίως, αναγνωρίζει τη σημασία του ίδιου του επισκέπτη, δημιουργώντας ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές περιπλανήσεις κι εμπειρίες για τις διαφορετικές του αναζητήσεις κι ανάγκες.