Δ034.19 | Καρθαία | Τέσσερα ίχνη στο τοπίο


Διπλωματική Εργασία: Καρθαία | Τέσσερα ίχνη στο τοπίο 
Φοιτήτρια:Μπισμπιρούλια Αναστασία
Επιβλέπων Καθηγητής: Πανέτσος Γεώργιος
Σχολή: Τμήμα Αρχιτεκτόνων μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών
Χρονολογία: 
Ιούλιος 2019



Κ Α Ρ Θ Α Ι Α       |       Τ Ε Σ Σ Ε Ρ Α   Ι Χ Ν Η   Σ Τ Ο   Τ Ο Π Ι Ο

Στόχος της παρούσας διπλωματικής είναι η ανάδειξη της πολυπλοκότητας του τοπίου της Καρθαίας. Έχοντας ανατρέξει σύντομα στην ιερότητα του χώρου και την ιστορική του σημασία, αναγνωρίσει το φυσικό ανάγλυφο και κατανοήσει το τοπίο προκύπτουν αβίαστα ορισμένες προθέσεις. Συγκεκριμένα, η πρόταση επιδιώκει την συνολική αντίληψη του τόπου από τον επισκέπτη – περιπατητή και ευελπιστεί να πλαισιώσει τις επί μέρους θραυσματικές αφηγήσεις κάθε σημείου επέμβασης, σε μία ολιστική ανάγνωση.


Ο ΤΟΠΟΣ | Ν Η Σ Ο Σ  Κ Ε Α [ Ή  Τ Ζ Ι Α ]  /  Θ Ε Σ Η  Π Ο Λ Ε Σ




Η Κέα, ευρύτερα γνωστή και ως Τζια, είναι το κοντινότερο νησί των Κυκλάδων στην Αττική, καθώς απέχει 16 ναυτικά μίλια από το Λαύριο, μια ώρα ταξίδι με το πλοίο. Το σημερινό όνομα του νησιού οφείλεται στον ήρωα Κέω. Η προηγούμενη ονομασία του νησιού ήταν Υδρούσα, λόγω των πολλών πηγών που διέθετε και την παρουσία νυμφών.

Το ανάγλυφο του νησιού είναι ορεινό και έντονο. Στο βόρειο τμήμα του νησιού, εξαιτίας του λιμανιού στο Λιβάδι, του αγκυροβολιού για τα σκάφη στο Βουρκάρι και του παραδοσιακού οικισμού της Ιουλίδος υπάρχει έντονο και συνεχώς αυξανόμενο τουριστικό και οικιστικό ενδιαφέρον, το οποίο απεικονίζεται ανάγλυφα στην μορφή και τη φυσιογνωμία των οικισμών και κατ’ επέκταση του τοπίου.

Αντίθετα, στο νότιο τμήμα του νησιού, το οποίο πρόκειται να μας απασχολήσει, η κατάσταση είναι σαφώς πιο ενθαρρυντική καθώς, το περιβάλλον διατηρείται σχεδόν αλώβητο. Επί του εδάφους εντοπίζεται μεγάλος αριθμός καταλοίπων των ανθρωπογενών παρεμβάσεων στο χώρο κατά τη μακρά διάρκεια της ιστορίας. Στην νοτιοανατολική παραλία του νησιού, απέναντι από την Κύθνο, στη θέση Πόλες, σώζεται ένας από τους πιο σημαντικούς, ενδιαφέροντες και καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους του Αιγαίου, τα κατάλοιπα της αρχαίας Καρθαίας.


Η  Κ Ε Α  Σ Τ Η Ν  Α Ρ Χ Α Ι Ο Τ Η Τ Α





Η δραστηριότητα κατά την αρχαιότητα στο νησί απεικονίζεται στον χάρτη από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τα μεταρωμαικά. Από τις αρχαίες πόλεις -κράτη της Κέας, η πιο ξακουστή ήταν η Καρθαία.

Στον χώρο δεσπόζει ένας βραχώδης όγκος, ο σημερινός «Κουλάς».  Την Ακρόπολη περιτρέχουν τείχη, ενώ στο χαμηλότερο τμήμα της δημιουργήθηκαν δύο τεχνητά άνδηρα προκειμένου να εξευρεθεί χώρος για την ανέγερση ναών και δημοσίων οικοδομημάτων. Στο χαμηλότερο και πλησιέστερο προς τη θάλασσα άνδηρο της ακρόπολης της Καρθαίας βρίσκεται ο ναός του Απόλλωνος Πυθίου, που κατασκευάστηκε το 530 π.Χ.,όπου υπήρξε ο κυριότερος λατρευτικός χώρος της πόλης.

Στο ανώτερο άνδηρο βρίσκεται ένας μικρότερος και κατά μία γενιά νεότερος ναός περίπου το 500 προ Χριστού, ο όποιος υποθέτουμε ότι ήταν αφιερωμένος στην λατρεία της θεάς Αθηνάς. Την είσοδο σε αυτό το ανώτερο άνδηρο όριζε μνημειώδες πρόπυλο που που κατασκευάστηκε μέσα του πέμπτου αιώνα, στο οποίο οδηγούσε από δυτικά ένα κεκλιμένο επίπεδο, ενώ από ανατολικά ένα επιβλητικό κλιμακοστάσιο, που έκανε δυνατή την επικοινωνία των ανδήρων και των δύο ναών. Στο άνδηρο του ναού της Αθήνας βρίσκονταν, τέλος, ένα αδιευκρίνιστης λειτουργίας δημόσιο κτήριο που αποκαλείται σήμερα συμβατικά κτίριο D.

Στον διπλό όρμο της Καρθαίας, τις Μικρές και Μεγάλες Πόλες, διακρίνεται ο αρχαίος λιμενοβραχίονας, που σχηματίζεται από ογκόλιθους, πλάκες και κροκάλες. Σήμερα,  ο αρχαίος λιμενοβραχίονας διακρίνεται εν μέρει καταβυθισμένος.

Η   Κ Α Ρ Θ Α Ι Α   Σ Η Μ Ε Ρ Α  | Π Ε Ρ Ι Ο Χ Η  Μ Ε Λ Ε Τ Η Σ

Η σημερινή εικόνα της Καρθαίας, από το άτυπο μονοπάτι που ακολουθήσαμε, μας αποκαλύφθηκε σταδιακάέπειτα από 40 λεπτά πεζοπορίας. Μπορεί κανείς να προσεγγίσει την Καρθαία είτε χερσαία  ως οδοιπόρος είτε δια θαλάσσης με μικρό πλεούμενο.

Σε μια προσπάθεια χαρτογράφησης της περιοχής, για να την αντιληφθούμε όσο το δυνατόν καλύτερα, επισημαίνεται το οδικό δίκτυο, τα μονοπάτια που οδηγούν στην ακρόπολη της Καρθαίας, σηματοδοτημένα και μη, οι εποχιακοί χείμαροι και η θέση άλλων χαρακτηριστικών στοιχείων του τοπίου, όπως τα υπάρχοντα κτίρια,τα αλώνια, οι κρήνες και οι εκκλησίες, σε σχέση με το οδικό και πεζοπορικό δίκτυο.

Ο κεντρικός ασφαλτόδρομος, η αφετηρία δηλαδή των πεζοπορικών διαδρομών, η θάλασσα και οι δύο κοιλάδες, του Καλαμίτσι από τα ανατολικά και του Βαθυποτάμου από τα δυτικά, οριοθετούν τον χώρο δημιουργώντας μια κλειστή ενότητα.

Μια ενότητα που αποτελείται από διακριτά και απομακρυσμένα μεταξύ τους στοιχεία, τα οποία αποτελούν εν τέλει ένα ενιαίο σύνολο με κοινό λόγο, ένα «Αρχιπέλαγος», έναν τόπο σχέσης, διαλόγου και αντιπαράθεσης.





Μ Ο Ν Ο Π Α Τ Ι Α   Π Ρ Ο Σ   Τ Η Ν   Κ Α Ρ Θ Α Ι Α

Πέντε διαδρομές, 4 απ’ τις οποίες είναι σηματοδοτημένες, προσεγγίζουν η καθεμία από διαφορετική πλευρά την Καρθαία και την ενώνουν με τους οικισμούς της Ιουλίδος, της Κάτω Μεριάς και των περιοχών Χαβουνά και Σταυρουδάκι.

Κάθε διαδρομή παρουσιάζει διαφορετικές ποιότητες ως προς τις θεάσεις, τον φυσικό της πλούτο, τη δυσκολία της και την δημοτικότητά της. Αυτά τα στοιχεία είναι σαφώς συνυφασμένα με το φυσικό της ανάγλυφο. Σε κάθε διαδρομή έχουν εντοπιστεί σημεία ενδιαφέροντος, ως προς τη σχέση της με τις άλλες διαδρομές και τα φυσικά χαρακτηριστικά της.

Κάθε μονοπάτι, με την κάθε πτυχή του, με τις καμπές του, με τις άπειρες εναλλαγές της προοπτικής του χώρου που παρουσιάζει μας αποκαλύπτει και ένα νέο τόπο.
Ως προς την ανθρώπινη δραστηριότητα, αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην επίσκεψη του αρχαιολογικού χώρου. Στην περιοχή πραγματοποιούνται δραστηριότητες σχετικές με τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, την τέχνη και την παράδοση.






Π Ρ Ο Τ Α Σ Η  |  Ι Χ Ν Η

Έχοντας λοιπόν ανατρέξει στην ιερότητα του χώρου και την ιστορική του σημασία, αναγνωρίσει το φυσικό ανάγλυφο και κατανοήσει το τοπίο, η σύνθεση που προτείνεται ευελπιστεί:

_να αναδείξει τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε σημείου επέμβασης
_να πλαισιώσει τις επί μέρους θραυσματικές αφηγήσεις κάθε σημείου, σε μία ολιστική ανάγνωση
_να υποστηρίξει τις ήπιες δραστηριότητες που ήδη πραγματοποιούνται στον τόπο και να επιλύσει λειτουργικά προβλήματα του σύγχρονου περιπατητή – επισκέπτη
Συγκεκριμένα, προτείνονται τέσσερις σημειακές επεμβάσεις, σε σημεία ενδιαφέροντος που προέκυψαν από την παραπάνω ανάλυση.

Δύο παρατηρητήρια, ένα μικρό μουσείο και ένα θέατρο ενσωματώνονται  στο ήδη διαμορφωμένο πλέγμα χαράξεων κίνησης και ανθρώπινης δραστηριοποίησης και επιδιώκουν, με διαφορετικά μέσα το καθένα, να ολοκληρώσουν την εμπειρία του περιπατητή, να αποκαλύψουν και στη συνέχεια να αναδείξουν την πολυπλοκότητα του τόπου.

Κάθε επέμβαση τοποθετείτε σε διαφορετικό μονοπάτι, ανάλογα με τις ανάγκες, τον χαρακτήρα και τη δυναμική του.




Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Τ Η Ρ Ι Ο  Ι

Σε μία από τις λιγότερο περπατημένες διαδρομές, στο μονοπάτι 7,  σε σημείο με πανοραμική θέα τοποθετείται το πρώτο παρατηρητήριο.

Στο σημείο αυτό, το τοπίο ήδη αφηγείται. Η σύνθεση προτείνει έναν εσωστρεφή χώρο που αρχικά αποκρύπτει και στη συνέχεια αποκαλύπτει ελεγχόμενα τις θραυσματικές αφηγήσεις του τοπίου μέσα από τις σχισμές που δημιουργούνται.  Το ικανό πάχος του τοίχου και η θέση του κάθε ανοίγματος κατευθύνουν το βλέμμα του παρατηρητή. Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενοι το πάχος του τοίχου δημιουργούνται χώροι ανάμεσα από τα ανοίγματα που στεγάζουν βασικές υποδομές για τις ανάγκες του σύγχρονου περιπατητή.

Με εργαλεία το βλέμμα και την κίνηση ο επισκέπτης αντικρίζει, εξετάζει και μελετά αρχικά, μεμονωμένα, και στη συνέχεια συνολικά από το βατό δώμα του κτηρίου, τις διάσπαρτες αρχαιότητες, τη φυσική τοπογραφία και το κυκλαδίτικο τοπίο.




Ο επισκέπτης εισέρχεται αρχικά σε ένα κυκλικό αίθριο, περιμετρικά του οποίου βρίσκονται τα σημεία θέασης. Η πύκνωση των σημείων μας προσανατολίζει προς τον αρχαιολογικό χώρο και τη γύρω του περιοχή, όπου βρίσκονται τα περισσότερα σημεία ενδιαφέροντος. Οι χώροι αρθρώνονται περιμετρικά του κυκλικού αίθριου. Δημιουργούνται δύο σημεία ξεκούρασης, ένα ντούζ και δύο χώροι πληροφόρησης, ένας εκ των οποίων είναι κλειστός. Οι χώροι φωτίζονται φυσικά τόσο από το αίθριο όσο και από τις σχισμές. Στο πίσω μέρος του κτηρίου τοποθετούνται οι βοηθητικοί χώροι και η σκάλα που οδηγεί στο δώμα.






Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Τ Η Ρ Ι Ο  ΙΙ

Αντιδιαμετρικά του πρώτου παρατηρητηρίου, τοποθετείται το δεύτερο.Η συνθετική ιδέα των δύο παρατηρητηρίων είναι κοινή.  Ο περιπατητής θα το ανακαλύψει κατηφορίζοντας το μονοπάτι 3, λίγα μέτρα πριν την απόληξη του στη θάλασσα. Το συγκεκριμένο μονοπάτι επιλέγουν κυρίως οι ορειβάτες και αποτελεί την πιο σημαντική διαδρομή, μιας και συνέδεε την αρχαία Καρθαία με τη σημερινή Χώρα.




Το κτίριο εντάσσετε στην φυσική τοπογραφία και κλίση του εδάφους. Κατηφορίζοντας το μονοπάτι, το δώμα του παρατηρητηρίου εμφανίζεται ως φυσική προέκταση του επιπέδου του περιπατητή. Μέσω μιας σκάλας μεταβαίνει στο επίπεδο του κυκλικού αίθριου και των σημείων θέασης, τα περισσότερα από τα οποία συγκεντρώνονται στην μπροστινοί όψη του κτιρίου. Ο εσωτερικός χώρος ακολουθεί αντίστοιχη διαμόρφωση με την προηγούμενη πρόταση.






ΜΟΥΣΕΙΟ

Μεταφερόμαστε στο μονοπάτι που καταλήγει στην πύλη του αρχαιολογικού χώρου. Συγκεκριμένα, η τρίτη επέμβαση τοποθετείτε σε εγγύτητα με τον μοναδικό δρόμο που οδηγεί στην Καρθαία και το αντίστοιχο μονοπάτι, αρκετά μέτρα όμως πριν την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο. Ο επισκέπτης έχοντας διασχίσει είτε πεζός είτε οδικώς μια διαδρομή όπου σταδιακά του έχουν αποκαλυφθεί τόσο τα αρχαία μνημεία όσο και το επιβλητικό τοπίο, καταλήγει σε ένα μικρό μουσείο με εστιατόριο.

Το σημείο αυτό αποτελεί είτε μία προσωρινή στάση περιήγησης στα εκθέματα της Καρθαίας και ξεκούρασης είτε μια στάση μεγαλύτερης διάρκειας όπου ο επισκέπτης θα συνεχίσει την περιήγηση με το βλέμμα αν λόγω τοπογραφίας δεν μπορεί να προσεγγίσει περαιτέρω την Καρθαία.

Η πρόταση μοιάζει με όρυγμα αρχαιολογικής ανασκαφής. Το βλέμμα του περιπατητή έλκεται από δύο στηθαία που λειτουργούν προστατευτικά. Αυτή είναι και η μοναδική μαρτυρία της σύγχρονης επέμβασης στο τοπίο. Μια σκάλα είναι η φυσική μετάβαση από το επίπεδο της γης στο βυθισμένο επίπεδο των κτηριακών χώρων, ενώ μία δεύτερη μικρότερων διαστάσεων σκάλα λειτουργεί επικουρικά.




Οι χώροι αρθρώνονται περιμετρικά ενός αίθριου. Αρχικά ο επισκέπτης οδηγείται στον χώρο υποδοχής που είναι σε άμεση σχέση με το αμφιθέατρο και το εστιατόριο. Οι χώροι αυτοί τοποθετούνται στην μοναδική όψη προς τα έξω του κτηρίου, με το εστιατόριο να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της και να κατέχει εξαιρετική θέα. Το αμφιθέατρο τοποθετείτε στο πίσω μέρος της κάτοψης και φωτίζεται από μακρόστενα ανοίγματα. Στην απέναντι πλευρά του αιθρίου, βρίσκεται ο εκθεσιακός χώρος, όπου διαθέτει ανεξάρτητη είσοδο και φωτίζεται φυσικά από ένα οριζόντιο στενό άνοιγμα στο κάτω μέρος της όψης του. Οι βοηθητικοί χώροι τοποθετούνται στην στενότερη πλευρά του κτηρίου. Παράλληλα, ο περιπατητής του μονοπατιού μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει την περιπλάνηση ανεμπόδιστος στο επίπεδο της ταράτσας του κτηρίου. Το πλάτωμα που προϋπήρχε έχει επεκταθεί λόγω του νέου κτιριακού υπόσκαφου χώρου, ενώ η θέα από αυτό το σημείο προσανατολίζεται προς την επόμενη επέμβαση.





ΘΕΑΤΡΟ

Ένα μικρό θέατρο που στεγάζει τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο συγκεκριμένο μονοπάτι, ολοκληρώνει την πρόταση.

Στην πιο προσιτή διαδρομή, στο μονοπάτι 6, πραγματοποιούνται παραστάσεις με αφετηρία, την αφετηρία του μονοπατιού, ενδιάμεσες στάσεις κατά τη διάρκεια της κατάβασης, πάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι και κατάληξη στο αρχαίο θέατρο της Καρθαίας. Σε αυτή τη διαδρομή  διαμορφώνεται μια νέα στάση, στην πηγή του Βαθυποτάμου, που τροφοδοτούσε την Καρθαία κατά τη αρχαιότητα. Μία στάση σε ένα κομβικό σημείο, κοντά στο αρχαίο κρήναιο κτίσμα, που φέρει ήδη εγγεγραμμένες μνήμες και συχνά προσπερνούν οι περιπατητές αγνοώντας το.

Η πρόσβαση στο θέατρο γίνεται είτε απευθείας από το κύριο μονοπάτι είτε από ένα δευτερεύον, που συνδέει την πηγή του Βαθυποτάμου με την πηγή του Καλοδούκα. Το νέο κτίσμα δημιουργεί μια γέφυρα μεταξύ των δύο μονοπατιών. Παράλληλα, το υγρό στοιχείο συμμετέχει ενεργά στον σχεδιασμό μέσω μια «φυσικής» δεξαμενής που δημιουργείται στην κοίτη του ποταμού, η οποία αναλόγως την εποχή είτε γεμίζει με νερό είτε καλύπτεται με βλάστηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει μια συνεχώς εναλλασσόμενη εικόνα.Η πηγή και κατ’ επέκταση το νερό, γίνονται μέρη της αφήγησης, ολοκληρώνοντας την εμπειρία τόσο των περιπατητών όσο και των καλλιτεχνών. 





Στις δύο πλαγιές του Βαθυποτάμου, ακολουθώντας τη φυσική κλίση του εδάφους, διαμορφώνεται το θέατρο, ως δύο κεκλιμένα επίπεδα, με τον χώρο των καλλιτεχνών να τοποθετείται απ’ την πλευρά του κύριου μονοπατιού και των θεατών απ’ την πλευρά του μονοπατιού της πηγής. Αφού κανείς περιπλανηθεί στο επίπεδο τμήμα, που ακουμπάει στις πλαγιές του ποταμού και συνδέει τις δύο διαδρομές, μπορεί είτε να κατηφορίσει στα κεκλιμένα επίπεδα του θεάτρου είτε μέσω σκάλας να μεταβεί στο βυθισμένο επίπεδο τον βοηθητικών χώρων. Αντίστοιχα, οι καλλιτέχνες μέσω ανεξάρτητης πρόσβασης μπορούν να μεταβούν στον χώρο προετοιμασίας τους και στους βοηθητικούς χώρους.