Φοιτήτριες: Γιάννου Σοφία-Στυλιανή, Ντεντοπούλου Μαρία
Επιβλέπουσα: Πρωίμου Αγάπη
Σχολή: Πανεπιστήμιο Πατρών, 2024
Περίληψη:
Ως επίκεντρο της έρευνας ορίζεται ένας τύπος μονοκατοικίας εντός του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικά του είναι το μακρόστενο αποτύπωμα, η κατακόρυφη ανάπτυξη και η αξιοποίηση της διπλής μεσοτοιχίας στα πλάγια. Σε προηγούμενο στάδιο έχει μελετηθεί ένας αριθμός παραδειγμάτων της τυπολογίας ανά τον κόσμο. Έπειτα από συνθετική ανάλυση τους, τα έχουμε κατηγοριοποιήσει και παρουσιάσει αντιστοιχίζοντας τα αναλογικά στοιχεία τους με σχεδιαστικές στρατηγικές, εξάγοντας έτσι ένα συνολικό πρότυπο- κανόνα.
Ακολουθώντας αυτό το πρότυπο, επιλέγουμε να το εφαρμόσουμε σε ένα οικόπεδο στην πόλη της Πάτρας. Διακρίνουμε τη σύνθεση της κατοικίας σε τρία στάδια. Αρχικά την μελετάμε αρχιτεκτονικά, μέσα από ατμοσφαιρικά σχέδια, διαγράμματα και προοπτικές εικόνες. Συγκεκριμένα, ερευνούμε την εσωτερική οργάνωσή της, την ποιότητα κατοίκησης που προτείνει και την αλληλεπίδρασή της με την πόλη, δίνοντας έμφαση στα υλικά και τους μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν το χαμηλότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Στη συνέχεια, επεξεργαζόμαστε το κτίριο οικοδομικά, βασίζοντας το σε ένα σύστημα κατασκευαστικής προτυποποίησης που παρέχει την επιθυμητή ευελιξία. Καταγράφουμε σε πίνακες το σύνολο των εξαρτημάτων που το συναποτελούν και τα παρουσιάζουμε σχεδιαστικά. Καταλήγουμε, εξετάζοντας ένα εύρος από τυπικά όσο και μη-συμβατικά προφίλ κατοίκου, παρουσιάζοντας διαγράμματα και εικόνες από τις πιθανές τροποποιήσεις του κτιριακού όγκου, ανάλογα με τις απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα του χρήστη.
Ολοκληρώνοντας, επισημαίνουμε το ευρύ φάσμα δυνατοτήτων προσαρμογής και ιδιοποίησης αυτού του προτύπου κατοικίας. Παροτρύνουμε την αποδέσμευση από κάθε αρνητική προδιάθεση που αντιστοιχεί την στενότητα με πρόβλημα και ενθαρρύνουμε την αντίληψή της σαν μία αφορμή για δημιουργική και εναλλακτική κατοίκηση.
Abstract:
The focus of this study is a type of a single-family house, found in urban areas. It’s defined by its long and narrow footprint, vertical development, and its placement in between two party walls. Priorly, we have collected a number of cases that fall into this typology. They have been analyzed synthetically, categorized and presented, corresponding their dimensions to design strategies. This, establishes a general standard of compositional rules.
Following this standard, we select an empty lot in the city of Patras, to apply it. The formation of the residential building is separated in three stages. Initially, motivated by a purely architectural interest, we examine the house through atmospheric drawings, diagrams and perspective depictions. Specifically, we assess the organization of its interior, the quality of living it suggests and the interaction with the urban environment. At the same time, we emphasize on the materials and methods used, aiming for the minimum environmental footprint. Proceeding forward, we approach the building’s constructional principles, based on a system of standardization that provides the desired adaptability. The compartments that constitute it, are presented through detailed tables and drawings. Lastly, a range of both conventional and unconventional user profiles is evaluated, via diagrams and interior illustrations of the possible spatial changes, induced by each.
Concluding, we highlight the adjustability of this residential standard, according to the dweller’s demands. We encourage the dismissal of the negative annotation of narrowness and advice towards perceiving it as a motive for stimulating and interactive habituation of the living space.
Κείμενο Παρουσίασης:
Κατά τις καθημερινές περιπλανήσεις μας στην πόλη, ερχόμαστε οπτικά αντιμέτωποι με το σύνολο των δομών και των χαράξεων που την αποτελούν. Καταγράφουμε τους κτιριακούς όγκους να διαδέχονται τα κενά με τη μορφή δημόσιων χώρων ή αναξιοποίητων, ιδιωτικών οικοπέδων και αυτά με τη σειρά τους, τις οδικές αρτηρίες και ένα πολυδιάστατο δίκτυο εγκαταστάσεων, που αναλαμβάνουν την ένωση και επικοινωνία όλων αυτών.
Παραλληλίζοντας λοιπόν την πόλη με μία μηχανή, ο άνθρωπος γίνεται τόσο ο κατασκευαστής, ο ίδιος ο δημιουργός του αστικού ιστού, όσο και το καύσιμο, αφού η παρουσία του είναι εκείνη που εξασφαλίζει την οικειοποίηση του περιβάλλοντος του μέσα από πλήθος δραστηριοτήτων, όπως η εργασία, η συνάθροιση και η κατοίκηση.
Η έννοια της κατοίκησης στα πλαίσια της πόλης, κρίνεται ιδιαίτερη και επιλέγεται σαν μία παράμετρος αυτής της μελέτης, καθώς μπορεί να ερευνηθεί σαν το σημείο που συγκλίνουν το σκληρό, αστικό περίβλημα με το μαλακό, προσωπικό καταφύγιο. Το όριο μεταξύ συλλογικού και ατομικού, την μετάβαση από τους αόριστους, απέραντους χώρους της πόλης στο καθορισμένο κέλυφος του ατόμου.
Αυτή τη συνθήκη, την αλλαγή κλίμακας και τραχύτητας ανιχνεύουμε και μέσα από το ίδιο το αστικό ανάγλυφο. Ανάμεσα από τους συνεχόμενους, άκαμπτους, κτιριακούς όγκους εμφανίζονται κάποιες οπές, οικόπεδα τα οποία παραμένουν κενά και αναξιοποίητα. Χωρίς να μπορούν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια για να υποδεχτούν κτίσματα, με υπολειπόμενες διαστάσεις που κρίνονται ακατάλληλες για κατασκευή από οικοδομικούς κανονισμούς, παραβλέπονται σαν δύσχρηστες τρύπες στο συνεκτικό μέτωπο της πόλης.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν σαν εναρκτήριους παράγοντες αυτές τις δύο έννοιες, το υπολειπόμενο οικόπεδο και την κατοίκηση, επιχειρούμε να τις συνυφαίνουμε και να εξετάσουμε την ποιότητα αυτού που προκύπτει. Η σύγκλιση αυτών των στοιχείων, μας οδηγεί στην μελέτη μίας συγκεκριμένης τυπολογίας μονοκατοικίας, τα κτήρια δηλαδή που χρησιμοποιούνται αμιγώς σαν κατοικίες και βρίσκονται στον αστικό ιστό. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της είναι το μακρόστενο αποτύπωμα και η τοποθέτησή της σε οικόπεδα που βρίσκονται ανάμεσα σε ήδη υπάρχοντα κτήρια. Συνεπώς η οργάνωσή τους αξιοποιεί την διπλή μεσοτοιχία στα πλάγια, αφήνοντας ελεύθερες τις δύο αντίθετες πλευρές, την πρώτη και δεύτερη όψη. Ένα τελευταίο στοιχείο που ορίζει αυτό τον τύπο κατοικίας είναι η κατακόρυφη ανάπτυξή σε περισσότερα από ένα επίπεδα.
Το αρχικό στάδιο της έρευνάς μας, περιλαμβάνει την μελέτη σαράντα παραδειγμάτων αυτής της τυπολογίας ανά τον κόσμο. Λαμβάνοντας υπόψιν περιπτώσεις από χώρες της Ευρώπης, Ασίας, Αμερικής και Ωκεανίας, έγινε προσπάθεια κατανόησης της δομής και οργάνωσης αυτού του τύπου κατοικίας. Τα ανόμοια τοπικά και κοινωνικά υπόβαθρα, με τους εκάστοτε παράγοντες που καθορίζουν τον σχεδιασμό, οδήγησαν σε παρατηρήσεις για την συχνότητα εμφάνισης αυτού του φαινομένου και την αλληλεπίδρασή του με την άμεση περιοχή. Παρά τα διαφορετικά περιβάλλοντα, οι κατασκευαστικές μέθοδοι αλλά και οι στρατηγικές που ενσωματώνονται σε κάθε περίπτωση παρουσιάζουν μία κοινή προσέγγιση, καθιερώνοντας με αυτό τον τρόπο έναν γενικό κανόνα, το σχεδιαστικό πεδίο ορισμού της τυπολογίας.
Ενώ σε αυτό το επίπεδο, γίνεται κατά κύριο λόγο μία προσπάθεια αποσαφήνισης του περιβάλλοντος και της σχέσης με αυτό, στο δεύτερο στάδιο η μελέτη του εσωτερικού και της ποιότητας κατοίκησης επεκτείνεται και γίνεται πιο μεθοδική. Διατηρώντας το ίδιο δείγμα μέσα από μία σειρά καινούριων σχεδίων και διαγραμμάτων για την κάθε περίπτωση εξάγουμε νέα συμπεράσματα για τις σχεδιαστικές προθέσεις και επιλύσεις μέσα από την εσωτερική οργάνωση.
Σε αυτό το σημείο, ανατρέχουμε στην αρχιτεκτονική έννοια του προτύπου και της προτυποποίησης, όχι μόνο σαν μία απλή τεχνική υλοποίησης κτιρίων αλλά σαν μία αυτόνομη, συνθετική μεθοδολογία με έμφαση στην ελαχιστοποίηση του κόστους, την κατασκευαστική ευελιξία και την σχεδιαστική βιωσιμότητα.
Το πρότυπο επανέρχεται στην έρευνα μας σαν προσπάθεια δημιουργίας ενός εγχειριδίου, στο οποίο ανατρέχουμε για την σύνθεση μίας μελλοντικής κατοικίας με τα χαρακτηριστικά που έχουμε ήδη περιγράψει. Επομένως, συσχετίζουμε καθένα από τα χαρακτηριστικά του τύπου κατοικίας με τις λειτουργικές προτάσεις τους, όπως μας υποδεικνύουν τα παραδείγματα μελέτης. Οργανώνουμε την πληροφορία σε πίνακες, υπολογίζουμε μέσους όρους και εξάγουμε συμπεράσματα, προτείνοντας μία καθορισμένη προσέγγιση του σχεδιασμού, που ενεργεί με βάση την αντιστοίχιση και τον εξορθολογισμό.
Όλα τα παραπάνω συγκεντρώνουμε σε ένα συνολικό πίνακα, παρουσιάζοντας παράλληλα το εύρος τιμών για κάθε περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, το πλάτος αντιστοιχίζεται στην κατακόρυφη και οριζόντια κίνηση, διακρίνοντας τες σε κεντρική, πλευρική και μη γραμμική. Το εμβαδόν συσχετίζεται με τον αριθμό των ορόφων και των ημιώροφων , ενώ το μήκος του οικοπέδου με την αξιοποίηση της τρίτης όψης και την ενσωμάτωση και συχνότητα στοιχείων που εμφανίζονται σε αυτή, δηλαδή τους κήπους , τα αίθρια και τα βατά δώματα.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, πως οι συνδυασμοί που έχουν προκύψει δεν λειτουργούν σαν μία απόλυτη σχεδιαστική επίλυση αλλά σαν κατευθυντήριες γραμμές για την έναρξη της σύνθεσης μίας κατοικίας που ανήκει σε αυτή την τυπολογία. Εξάλλου, καθώς πρόκειται για μία περίπτωση κατοικίας η οποία βασίζεται στην ανατροπή εργονομικών κανόνων και κατασκευαστικών αρχών, δεν θα μπορούσαμε να ορίσουμε αναλογίες και δεδομένα με ακρίβεια, παρά μόνο να προτείνουμε την εφαρμογή των συμπερασμάτων σαν έναυσμα.
Προσδιορίζοντας πιο συγκεκριμένα το τοπικό πλαίσιο, επιλέγουμε την πόλη της Πάτρας, στο ευρύτερο περιβάλλον της οποίας διακρίναμε σημειακά τα οικόπεδα-αφορμές για αυτή την μελέτη. Αυτό που διαλέγουμε ώστε να εφαρμόσουμε τον σχεδιαστικό κανόνα που έχει προκύψει, είναι ένα οικόπεδο του οποίου τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μας οδηγούν σε μία ενδιάμεση επίλυση, θεωρώντας ιδανικό να αναπτυχθεί και παρουσιαστεί μία περίπτωση που αντιστοιχεί σε μεσαίες τιμές από το συνολικές διαθέσιμες. Πιο συγκεκριμένα, το πλάτος της πρώτης όψης του, είναι 3.75 μέτρα, ενώ προς τα πίσω στενεύει ελαφρώς, φτάνοντας τα 3.60 μέτρα στην δεύτερη πλευρά του. Επομένως, προκύπτει πως η κατακόρυφη κίνηση του ενδείκνυται να γίνεται πλευρικά και η οριζόντια κεντρικά. Συνεχίζοντας το μήκος του φτάνει τα 18.50 μέτρα επομένως προτείνεται η προσαρμογή κήπου και βατού δώματος, όσον αφορά τη διάτρηση του περιβλήματος. Από τον συνδυασμό του πλάτους και του μήκους, καταλήγουμε ότι η συνολική κάλυψη του οικοπέδου φτάνει τα 67.98 τετραγωνικά μέτρα, επομένως το εμβαδόν αντιστοιχίζεται με την επιλογή των τεσσάρων ορόφων και επιπλέον ημιώροφων.
Από πλευράς τοποθεσίας, το επιλεγμένο οικόπεδο, βρίσκεται σε απόσταση δύο οικοδομικών τετραγώνων από τον πυρήνα της πόλης, την κεντρική πλατεία. Με αυτό τον τρόπο, γίνεται αντιληπτό πως υπάρχει άμεση σύνδεση με υποδομές και μέσα, εξασφαλίζοντας τα προνόμια της αστικής κατοίκησης. Η επιλογή αυτή, οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην τοποθέτησή του επί ενός από τους σημαντικότερους πεζοδρόμους του αστικού κέντρου. Στο επίπεδο του ισογείου, υπάρχει έντονη κινητικότητα από πεζούς και ελαφριά οχήματα, οπότε επιτυγχάνεται η αίσθηση μίας ενεργής κοινότητας στον οριζόντιο άξονα. Η έννοια του πεζοδρομίου εκτός της κατοικίας, το οποίο λειτουργεί σαν προέκταση του κατωφλίου της, ενισχύεται και μάλλον παρατείνεται αφού το πλάτος πολλαπλασιάζεται και τα ερεθίσματα πληθαίνουν.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία του περιβάλλοντος, ξεκινάμε την σύνθεση της κατοικίας μας ορίζοντας τους απαραίτητους χώρους. Στο επίπεδο του ισογείου, ακολουθώντας τους κανόνες ενσωματώνουμε κήπο, τον οποίο διακρίνουμε σε δύο μέρη εκατέρωθεν του βασικού κορμού της κατοικίας. Ο πρώτος λειτουργεί σαν κομμάτι της μετάβασης από το δημόσιο στο ιδιωτικό, διατηρώντας την υλικότητα του άμεσου, αστικού περιβάλλοντος, ένα εξωτερικό καθιστικό για τον κάτοικο και ταυτόχρονα τον επισκέπτη. Ο δεύτερος, είναι αποκομμένος από τα ερεθίσματα της πόλης, ένας χώρος απομόνωσης και περισυλλογής με φύτευση, που περικλείεται από τα γειτονικά κτίσματα, τον κύριο όγκο της κατοικίας και έναν βοηθητικό χώρο λουτρού στα όρια του οικοπέδου. Κάτω από το τελευταίο, στα όρια των θεμελίων του είναι τοποθετημένη δεξαμενή συλλογής βρόχινου νερού. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις στάθμες του ισογείου, όσο προχωράμε από την πρώτη όψη στην δεύτερη, ξεκινώντας στο επίπεδο του πεζοδρομίου με μία μικρή κλίση μέχρι το κατώφλι της κατοικίας και επιπλέον ανύψωση στον προσωπικό κήπο, ώστε να εξασφαλίσουμε καλύτερη κυκλοφορία φωτός και αέρα, καθώς και οπτική πολυπλοκότητα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού.
Στο ισόγειο, στο οποίο η αλληλεπίδραση με την πόλη είναι πιο άμεση, επιλέγουμε να τοποθετήσουμε θερμά και κοινωνικά σημεία όπως η κουζίνα και η τραπεζαρία. Συνεχίζοντας στο ανώτερο επίπεδο, τοποθετούμε ένα ακόμα χώρο συνάθροισης, αυτόν του σαλονιού. Υπερυψωμένο τόσο από την στάθμη της πόλης όσο και από τον κήπο σε τέτοιο βαθμό ώστε ανάλογα με την επιθυμία του χρήστη, να επιτρέπει την επικοινωνία ή την μονόπλευρη παρατήρηση. Ο χώρος που το διαδέχεται κατακόρυφα είναι αυτός του γραφείου. Έχει διακριθεί σε δύο στάθμες, όπου η μία είναι άμεση συνέχεια του επίπεδου του κλιμακοστασίου και σχεδιάζεται για να υποδεχτεί παροδικές δραστηριότητες του κατοίκου. Η άλλη, τοποθετημένη μερικά σκαλοπάτια ψηλότερα, περιλαμβάνει τον γραφειακό εξοπλισμό και έχει άμεση σύνδεση με εξώστη προς την μεριά της πόλης. Με αύτη την διαφοροποίηση, επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός των αιθουσών, χωρίς να απαιτούνται σκληρά πετάσματα που θα αποκόψουν τους χώρους και τις λειτουργίες τους. Ακόμα επιτρέπεται η διάχυση του φωτός στο εσωτερικό, και η δημιουργία πολυπλοκότερων δωματίων, πιο διαδραστικών για τον κάτοικο. Το επόμενο επίπεδο, περιλαμβάνει το υπνοδωμάτιο και ένα επιπλέον λουτρό. Η τοποθέτηση του δικαιολογείται από μία διάθεση ιδιωτικότητας, όσο πιο απομακρυσμένο βρίσκεται από τον πεζόδρομο τόσο περισσότερο εξασφαλίζεται ησυχία και οπτική προστασία.
Η τελευταία στάθμη, περιλαμβάνει το δώμα, η βασική οπτική του οποίου είναι προσανατολισμένη προς την πόλη. Η τρίτη όψη λοιπόν, περιέχει την προσβάσιμη επιφάνεια της στέγης, έναν μικρό λειτουργικό φεγγίτη και έναν ακόμα, με μεγαλύτερες διαστάσεις που αναλαμβάνει τον φωτισμό των εργαλείων της κατακόρυφης κίνησης. Αυτή, επιτυγχάνεται από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και έναν μηχανισμό αναβατορίου, τα οποία τοποθετούνται στο οπίσθιο κομμάτι του βασικού κορμού της κατοικίας.
Οι εναπομείνασες όψεις περιλαμβάνουν κουφώματα που διαδέχονται το ένα το άλλο, δημιουργώντας μία πλήρως διαπερατή επιφάνεια σε κάθε πλευρά. Την διάχυση της πληροφορίας του εσωτερικού προς το εξωτερικό και αντίστροφα, μετριάζουμε με την τοποθέτηση θολών υαλοστασίων σε συγκεκριμένα σημεία που θεωρούμε ότι έχουν αυξημένες απαιτήσεις ιδιωτικότητας.
Γίνεται κατανοητό πως ιδιαίτερα προς την μεριά της πόλης, εμφανίζεται αυτή η ανάγκη. Τοποθετώντας στο άκρο του οικοπέδου προς αυτήν, ένα μηχανισμό φίλτρου επιτρέπουμε στον χρήστη να ρυθμίσει, ανά επίπεδο, την διαπερατότητα και την έκθεση της κατοικίας στο περιβάλλον της. Στο ισόγειο με τη μορφή περιστροφικών πάνελ και σε κάθε άλλο όροφο, σαν συρόμενη επιφάνεια από κάτω προς τα πάνω, το φίλτρο είναι ένα λεπτό, μεταλλικό πλέγμα που καταφέρνει να καλύψει τα ανοίγματα της πρόσοψης, υπονοώντας την δραστηριότητα του εσωτερικού χωρίς να την δημοσιοποιεί. Επιπρόσθετα, προσδίδεται κινητικότητα στο περίβλημα και υπάρχει αλληλεπίδραση με τον αστικό περίγυρο, μέσω της μεταβλητότητας της κύριας όψης.
Αποσκοπώντας στην δημιουργία μίας κατοικίας η οποία έχει όσο το δυνατόν χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, τα υλικά που διαλέγουμε ικανοποιούν οικολογικές προδιαγραφές. Ο βασικός σκελετός γίνεται με προϊόντα συγκολλητικής ξυλείας σε υποστυλώματα και δοκάρια, αλλά και πατώματα. Οι αναλογίες των δομικών στοιχείων ενώ δεν είναι οι ελάχιστες που θα μπορούσαν να προσφέρουν άλλα υλικά, αρκούν για τις στατικές και χωρικές απαιτήσεις της κατοικίας. Παράλληλα έχουν πρόσθετα οφέλη που προέρχονται από τη δομή του συμπαγούς ξύλου, όπως η θερμομόνωση, ηχομόνωση, επίδοση σε περίπτωση πυρκαγιάς και η ενεργειακή απόδοση. Ένας ακόμη λόγος που επιλέγονται είναι η αισθητική τους, με θερμά, μαλακά χρώματα και υφές που συνδυαστικά με τον περιορισμένο χώρο καταρρίπτουν την μονοτονία και την πύκνωση.
Πέρα από την ποιότητα της κατοίκησης του εσωτερικού και την εμφάνιση του κτιρίου στην πόλη, θεωρούμε πως είναι εξίσου σημαντικό να εστιάσουμε στις κατασκευαστικές αρχές του. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποσκοπώντας στη δημιουργία μίας ευέλικτης κατοικίας που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και αντοχή, επιλέγουμε glue laminated timber (GLT) σε υποστυλώματα και δοκάρια και cross laminated timber (CLT) σε πατώματα.
Από τα τοιχία των θεμελίων προκύπτουν καθορισμένες θέσεις στις οποίες μπορούν να τοποθετηθούν υποστυλώματα. Αυτά, με τη σειρά τους εμφανίζονται στο ισόγειο, το οποίο αποτελεί την βάση για όλη την ανάπτυξη καθ’ ύψος, αφού από εκεί και έπειτα, κατακόρυφα δημιουργούνται πολλαπλές επιλογές με την συμπλήρωση ή μη από επιπλέον κολώνες. Οι αναλογίες τους είναι 0.20 επί 0.20 μέτρα ενώ το ύψος τους έχει δύο πιθανές τιμές, είτε 2.80 είτε 3.80 μέτρα, ανάλογα με την απαίτηση του ορόφου. Οι ενώσεις τους, γίνονται με μεταλλικά στοιχεία, ενσωματωμένα στις διαστάσεις της κάθε ξύλινης κολώνας, τόσο μεταξύ των κατακόρυφων στοιχείων όσο και των ίδιων με τα αντίστοιχα οριζόντια.
Η μεθοδολογία που ακολουθούμε, είναι η παρουσίαση καθενός από τα στοιχεία που αποτελούν το κτίριο. Συνολικά τα καταγράφουμε σε ένα ισομετρικό αξονομετρικό σχέδιο και τα συγκεντρώνουμε μεμονωμένα σε πίνακες σημειώνοντας τις διαστάσεις, τους συνδυασμούς και τις λεπτομέρειες τους. Με αυτό τον τρόπο, έχει προκύψει ένας κατάλογος με όλα τα πιθανά στελέχη. Πρόκειται για έναν κατασκευαστικό οδηγό για κάθε κομμάτι της κατοικίας, από τα δομικά μέρη, στις πληρώσεις, τα κουφώματα, τους μηχανισμούς ανάβασης και κατάβασης αλλά και το σύστημα ελέγχου διαπερατότητας, δηλαδή το φίλτρο. Έχουμε ήδη αναφέρει πως η σύνθεση έχει προκύψει ακολουθώντας ένα πρότυπο. Όπως προκύπτει, καταλήγουμε σε ένα ακόμα πρότυπο κατασκευής, ένα καινούριο σύνολο από κανόνες ή αλλιώς ένα πλέγμα από στοιχεία που συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
Έως τώρα, έχουμε εξετάσει μία τυπική περίπτωση κατοίκησης, με ένα συμβατικό χρήστη ως το επίκεντρο. Έχουν δημιουργηθεί χώροι για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες του, όπως η ανάπαυση, η υγιεινή, η συνάθροιση και επιπλέον προσφέρονται μέρη για εργασία και μελέτη. Μία τέτοια κατοικία, έχουμε ήδη συμπεράνει πως τόσο η σύνθεση όσο και η ιδιοποίηση της είναι μία συνειδητή επιλογή και μία ταυτόχρονη σύμπραξη από σχεδιαστή και χρήστη. Ο δεύτερος, συμμετέχει ενεργά στη σύσταση του κτιρίου, καθώς είναι η γενεσιουργός δύναμη, ο πυρήνας της κατοικίας, η οποία οφείλει να εναλλάσσεται σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Αυτή η προσαρμογή, καθίσταται δυνατή λόγω της ευελιξίας του σκελετού από τη μία, και της προτυποποιημένης μορφής των κατασκευαστικών τμημάτων, από την άλλη. Με την προσθήκη ή την αφαίρεση υποστυλωμάτων και κατ’ επέκταση συνδυασμών τοιχοποιίας και δαπέδων, το κτίριο μεταβάλλεται και συντονίζεται με τον εκάστοτε χρήστη και τις προθέσεις του. Οι επιλογές είναι αμέτρητες, από δημιουργία ενδιάμεσων επιπέδων, στην τροποποίηση των υψών των ορόφων, στον σχηματισμό υπαίθριων ή ημιυπαίθριων χώρων, στην απλή μετατόπιση δωματίων ή ακόμα και την ολική απόσυρση επιπέδων.
Παραμένοντας στο ίδιο οικόπεδο, επεκτείνουμε το προφίλ του κατοίκου ανάλογα με πιθανές ασχολίες και ενδιαφέροντα που ενδέχεται να έχει και ελέγχουμε το πώς αυτά μετασχηματίζουν τον χώρο διαβίωσής του, καθώς και τις καινούριες ποιότητες κατοίκησης που προκύπτουν.
Μέσα από μία σειρά διαγραμμάτων τομής, παρουσιάζουμε δώδεκα περιπτώσεις τροποποίησης της κατοικίας, συσχετίζοντας κάθε μία από αυτές με μία δραστηριότητα. Εξακολουθούν να υπάρχουν οι βασικές σχεδιαστικές αρχές που έχουμε συστήσει έως τώρα. Σε κάθε μία από τις καινούριες εκδοχές, διατηρούνται σταθεροί οι χώροι του ισογείου, κουζίνα στον κύριο όγκο και το αποκομμένο προς τα πίσω, λουτρό. Αντίστοιχα, παραμένουν οι δύο κήποι και τα όρια, το δευτερεύον τμήμα στην πλευρά της δεύτερης όψης και ο μηχανισμός του φίλτρου στο άκρο προς την πόλη. Τονίζουμε την ξεχωριστή ασχολία του εκάστοτε χρήστη, με έμφαση στους χώρους που διεξάγεται παρουσιάζοντας ενδεικτικά την κατοίκηση και εστιάζουμε στις χωρικές απαιτήσεις που αυτή συνεπάγεται. Αυτό που προκύπτει, είναι μία σειρά από επιλογές που δεν συμμορφώνονται στα επικρατή πρότυπα κατοίκησης.
Τις ποικίλες τροποποιήσεις του εσωτερικού ακολουθούν σημαντικές μεταβολές και στο εξωτερικό. Παρατηρούμε ένα σύνολο από αλλαγές στα επίπεδα, τα ύψη, τις εσοχές και τις εξοχές. Το κτίριο, διατηρώντας τον θεμελιώδη κανόνα σύνθεσης όπου υπάρχει ένας καθορισμένος σκελετός ο οποίος άλλοτε πληρώνεται και άλλοτε όχι, είναι πλέον μία εύπλαστη δομή. Ένας ευέλικτος όγκος που επικοινωνεί με τον χρήστη και σμιλεύεται με βάση της ανάγκες του. Τα διάφορα κελύφη που ενδέχεται να προκύψουν, συντελούν στην εικόνα μίας μεταβαλλόμενης κατοικίας, που έρχεται να συμπληρώσει ένα υπολειπόμενο οικόπεδο, μία κοιλότητα εντός της πόλης .
Επιστρέφοντας στην αρχική μας παρατήρηση, αυτό το αστικό κοίλωμα, διερωτηθήκαμε με ποιο τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί. Μεταφράσαμε αυτή τη συνθήκη, συνυφαίνοντάς την με την έννοια της κατοίκησης, δικαιολογώντας αυτήν την επιλογή στις προϋποθέσεις οικειοποίησης που εμφανίζονται σε έναν χώρο που είναι ιδιόμορφος και θέτει περιορισμούς. Προσεγγίζοντας το ερώτημα εννοιολογικά, οδηγηθήκαμε στην αρχιτεκτονική θεωρία κατά την οποία η διαμονή, δηλαδή η βίωση της κατοικίας αποτελεί τη σύζευξη της αίσθησης και της νόησης. Η ένταση αυτών και κατ’ επέκταση η ενίσχυση της διαδικασίας οικειοποίησης επιτυγχάνεται σε ένα μέρος όπου το άτομο και οι ανάγκες του είναι ο πυρήνας. Εκεί, όπου οι διαστάσεις περιορίζονται στην ανθρώπινη κλίμακα, όπου η κατοικία αναδεικνύεται σαν καταφύγιο, σαν μία παύση από τον σφοδρό ρυθμό της πόλης. Κατανοούμε λοιπόν την ίδια τη μορφολογία του αστικού περίγυρου σαν μία παρότρυνση για χωρική πλαισίωση, για εναγκαλισμό του ατόμου από το ίδιο το κτίσμα.
Όπως έχουμε ήδη συμπεράνει η ιδιαιτερότητα της εν λόγω τυπολογίας, προκύπτει από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Το μακρόστενο αποτύπωμα οδηγεί στην δημιουργία διαμπερών τμημάτων, που κυριαρχεί η γραμμικότητα και η χωρική συνέχεια. Εξαφανίζονται τα όρια, απορρίπτεται η συμπύκνωση και επιλέγεται μία μινιμαλιστική προσέγγιση στην βίωση του εσωτερικού. Η κατακόρυφη κίνηση, προϋποθέτει διαφορετικές στάθμες και ύψη, συνεισφέροντας στην μείωση της παθητικότητας και στη διέγερση του κατοίκου. Τέλος, η διπλή μεσοτοιχία στα πλάγια, ελαττώνει το πεδίο αλληλεπίδρασης του κτιρίου σε τρεις πλευρές, εμφανίζοντας με αυτό τον τρόπο μία σημαντική, σχεδιαστική πρόκληση. Ο περιορισμός αυτός, προτείνει την ένταση των διαθέσιμων όψεων αξιοποίησης, την ενεργοποίηση και την οπτική πολυπλοκότητα τους.
Σε αυτό το σημείο, αναρωτιόμαστε κατά πόσο θα μπορούσε αυτό το μοντέλο κατοικίας που έχουμε αναλύσει να εφαρμοστεί και σε άλλα οικόπεδα, με παρόμοια χαρακτηριστικά. Έχει ήδη οριστεί ένας αρχικό πρότυπο για το εύρος των τιμών που μας αφορούν, στο οποίο μπορούμε να ανατρέξουμε και τροποποιώντας ορισμένες αναλογίες, να δημιουργήσουμε ένα παρεμφερές σύστημα και κατ’ επέκταση να συγκροτήσουμε μία καινούρια κατοικία.
Σε σημαντικό βαθμό, η μελέτη μας έχει ως αφορμή την έννοια της κατοίκησης στην προτυποποίηση, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός νέου προτύπου, το οποίο από μία ατυχή συγκυρία μπορεί να μετατραπεί σε μία δυνατότητα ποιοτικής βίωσης του εσωτερικού. Έχοντας πια εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο της κατοικίας – κόγχης, έχουμε αποδείξει πως δημιουργεί ένα περιβάλλον που προωθεί την πολυδιάστατη και διεγερτική οικειοποίηση του χώρου. Οι βασικές προϋποθέσεις για αυτό, είναι η ανοιχτή θεώρηση της κατοικίας τόσο από τον σχεδιαστή όσο και τον χρήστη. Ο πρώτος καλείται να αποδεχτεί τις προκλήσεις που συνεπάγονται τη στενότητα, τον περιορισμό και την έλλειψη και να προχωρήσει στην κατάλληλη σύνθεση του κτιρίου προτείνοντας μία γοητευτική, αρχιτεκτονική ποιότητα. Ο δεύτερος, όντας πλέον ο θεμέλιος λίθος για την ζωή εντός του κτίσματος, οφείλει να είναι διατεθειμένος να επιλέξει και να εξερευνήσει τους χώρους που προκύπτουν. Να απολαύσει την κατοικία, σαν έναν θύλακα προστασίας και στοχασμού, ένα μέρος γαλήνης που τον αγκαλιάζει και τον εξυπηρετεί. Στην συγκεκριμένη μελέτη παροτρύνεται η αποδέσμευση από κάθε αρνητική προδιάθεση εκ μέρους του χρήστη, που αντιστοιχεί την στενότητα με πρόβλημα και ενθαρρύνεται η αντίληψή της σαν ένα έναυσμα για δημιουργική και εναλλακτική κατοίκηση.