Αρχιτεκτονική μελέτη – επίβλεψη: Κατερίνα Βαλσαμάκη
Συνεργάτης αρχιτέκτων: Μαρίτα Νικολούτσου
Στατική μελέτη: Χρύσανθος Καλλίγερος
Η/Μ μελέτη: Ανδρέας Δρούγας
μελέτη: 1999 – 2000
κατασκευή: 2000 – 2002
Κατοικία στη Δροσιά
Πρόκειται για μονοκατοικία στη Δροσιά, συνολικού εμβαδού 360τμ,
κτισμένη σε σχήμα Γ, εντός στενόμακρου πευκόφυτου οικοπέδου, η οποία στεγάζει
τετραμελή οικογένεια.
Η μελέτη έγινε με γνώμονα τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας
των ιδιοκτητών, καθώς και τη διάσωση των περισσότερων πεύκων και διατήρηση ενός
όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κήπου, ο οποίος αποτελεί εστιακό κέντρο, υποστηρίζοντας
έτσι το χαρακτήρα της κατοικίας ως προαστιακής. Η εξασφάλιση όμως μεγάλων υπαίθριων
χώρων συνεπάγεται τη μικρότερη δυνατή κάλυψη του οικοπέδου και καθώς αυτό στην
προκειμένη περίπτωση ερχόταν σε αντίθεση με το απαιτητικό ζητούμενο
κτιριολογικό πρόγραμμα, η διάταξη των χώρων πραγματοποιείται σε τρεις ορόφους.
Πολλές φορές συναντάμε συνθέσεις που αναπτύσσονται καθ’
ύψος, να ‘απειλούνται’ από το συνεπαγόμενο αυξημένο κτιριακό όγκο ο οποίος
μειώνει την ανθρώπινη κλίμακα και αποδυναμώνει τον ελεύθερο περιβάλλοντα χώρο, προσδίδοντάς
στο κτίριο την αίσθηση αστικής πολυκατοικίας. Ο τρόπος διάρθρωσης των τριών
όγκων του κτιρίου έγινε έτσι ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο:
Ένας επιμήκης όγκος με μονόριχτη στέγη που αποτελεί τον
κορμό της όλης σύνθεσης εμφανίζεται τριώροφος στην πρόσοψη καθότι περιέχει και το κλιμακοστάσιο. Το μέγεθός
του όμως μειώνεται εφ’ όσον βρίσκεται σε υποχώρηση ως προς τον διώροφο όγκο της
κυρίας εισόδου. Σ’ αυτή την οπτική μείωση του συνολικού κτιριακού όγκου συντελεί
η φαινομενική ‘αιώρηση’ του προβαλλόμενου, προκείμενου όγκου, ο οποίος
αποκολλάται από το έδαφος και μέσω μιας σειράς βατών δωμάτων, που κλιμακώνονται
σε ύψος, εμφανίζεται τελικά μονώροφος στον κήπο, ελαφραίνοντας το κτίριο και δημιουργώντας
έτσι συνολικά την αίσθηση της μονοκατοικίας.
Η πρόθεση για ενοποίηση των εξωτερικών με τους
εσωτερικούς χώρους, μια ρευστοποίηση δηλαδή των ορίων μεταξύ των χώρων
διαβίωσης και των δημόσιων – υπαίθριων – χώρων, γίνεται αντιληπτή στην πρόσοψη
του κτιρίου. Η ένταξη της κατοικίας σ’ ένα ημιαστικό περιβάλλον, αντιμετωπίζεται
ως ένα σενάριο αποκάλυψης και απόκρυψης μεταξύ ιδιωτικού, δημόσιου και ημι-δημόσιου
χώρου, μέσα από το οποίο καταλύεται η αίσθηση της απομόνωσης χωρίς όμως να
αναιρείται η σημαντικότητα του προσωπικού χώρου.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό πραγματοποιείται μέσω μιας
αναδιπλούμενης ράμπας που εισδύει στον όγκο του κτιρίου και ‘παρακολουθεί’ μέσω
διαμπερούς θέασης τον ιδιωτικό χώρο του καθιστικού και ένα πρώτο καδράρισμα του
προστατευμένου πίσω κήπου. Η είσοδος στην κατοικία σηματοδοτείται με τη
διαφοροποίηση της εξωτερικής επιφάνειας της όψης, που επενδύεται, σ’ εκείνο το
σημείο, με χτυπητό μάρμαρο Μαρόκου που καλύπτει και την εσωτερική επιφάνεια του
ίδιου τοίχου – στο κλιμακοστάσιο – δημιουργώντας έτσι ένα αρχιτεκτονικό
στοιχείο το οποίο ‘κατοικεί’ ταυτόχρονα τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Αυτή η
τακτική ακολουθείται και με τα δάπεδα, όπου το ίδιο υλικό – ξύλο Teak – επενδύει
αδιάκοπτα μια επιφάνεια από τους εσωτερικούς προς τους εξωτερικούς χώρους της κατοικίας
– ράμπα, κήπος, βατά δώματα - επιτυγχάνοντας έτσι μια οπτική ενοποίηση.
Ταυτόχρονα ενισχύεται η φυσική ‘συνέχεια’ της διαδρομής
του επισκέπτη και με την είσοδο στο ισόγειο της κατοικίας, τονίζεται η έλλειψη
αμήχανων, κλειστοφοβικών μεταβατικών χώρων, οι οποίοι έχουν αντικατασταθεί από
μία γραμμική αλληλουχία επιπέδων και περιοχών όπου οργανώνονται οι χώροι
διημέρευσης: η τραπεζαρία, το καθιστικό, η κουζίνα και το καθημερινό. Σ’ αυτούς
εμπεριέχονται στοιχεία που υλοποιούνται άλλοτε ως έπιπλα – η πεζούλα του
τζακιού ή η απόληξη ενός σκαλοπατιού που γίνεται πάγκος – και άλλοτε ως
διαχωριστικά – ο ελεύθερος όγκος στο καθιστικό, που οριοθετεί την κουζίνα και περικλείει
τμήμα της – τα οποία οδηγούν το βλέμμα μέσα από τα μεγάλα συρόμενα υαλοστάσια στην
ανοιχτή θέα του κήπου.
Η οπτική αυτή διαπερατότητα συμβάλλει στο παιχνίδι του
εσωτερικού χώρου που διαβάζει ως εξωτερικός και αντίστροφα, και δημιουργεί την αίσθηση
ότι ο χώρος είναι μεγαλύτερος.
Στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονται οι χώροι ύπνου, συνεχίζεται
η δημιουργία μιας οπτικής αλλά και πραγματικής διεύρυνσης, την οποία
εξακολουθούν να εντείνουν γραμμικά στοιχεία καθώς και μεγάλα ανοίγματα που
δίνουν άμεση πρόσβαση σε μία ευρύχωρη βεράντα από το καθιστικό του ίδιου
επιπέδου. Το καθιστικό το ‘εποπτεύει’ μια ράμπα με τη μορφή γέφυρας η οποία
ενώνει το μικρό καθιστικό της σοφίτας με το χώρο εργασίας στο ίδιο επίπεδο. Ο
διώροφος χώρος που δημιουργείται προσδίδει σημαντικότητα στο διάλογο εξωτερικού
και εσωτερικού, ο οποίος λειτουργεί στον κατακόρυφο πλέον άξονα, και
κορυφώνεται με τη διαφάνεια της στέγης που επιτρέπει την απρόσκοπτη δίοδο του φωτός.