Γάλλοι
στην Ελλάδα, Έλληνες στη Γαλλία*
* Αναδημοσίευση από το βιβλίο Αθήνα 200 χρόνια 200 κτίρια
François LOYER
Ιστορικός Τέχνης και Αρχιτεκτονικής, Επίτιμος Διευθυντής
Έρευνας CNRS
Η ανεξαρτησία της Ελλάδας, μέσα στο πλαίσιο του
ανταγωνισμού των «προστάτιδων δυνάμεων» της εποχής, δεν συντελέστηκε χωρίς
δυσκολία. Η διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας, ακόμα υπό κατασκευή, ερχόταν ως
απάντηση στους κλυδωνισμούς του οθωμανικού ιμπεριαλισμού. Από ανάγκη, ορίστηκε
μία Βαυαρική διοίκηση της οποίας το βασικό προσόν ήταν να μην ανήκει ούτε στη
Ρωσία, ούτε στην Αγγλία, ούτε στη Γαλλία. Από τη μικρή αυτή χώρα απουσίαζε μία
στοιχειώδης διοίκηση ικανή να δομήσει τη γλώσσα και τη θρησκεία των
διασπαρμένων σε όλη τη Μεσόγειο κοινοτήτων. Η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή του
Μωρέως, ήδη από το 1828, αφοσιώθηκε στην αναγκαία χαρτογράφηση ώστε να
οργανωθεί ένα οδικό δίκτυο. Ο Κερκυραίος
Σταμάτης Βούλγαρης (1774-1842), γαλλικής παιδείας
τοπιογράφος και τοπογράφος μηχανικός, πραγματοποίησε τα πρώτα χωροταξικά
σχέδια των λιμένων της Πελοποννήσου. Ο Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862), επιζών
της ανεξαρτησίας και έχοντας μεγαλώσει στο Βουκουρέστι, έγινε αρχιτέκτων μετά
τις σπουδές του στο Βερολίνο. Οι σπουδές αυτές τον οδηγούν το 1829 να
συνεταιριστεί με τον EduardSchaubert (1804-1860), έναν ευρυμαθή αρχαιολόγο από την Σιλεσία,
και να μεταβεί στην Αίγινα, προσωρινή τότε πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας.
Τους οφείλουμε ένα σχέδιο για την Αθήνα (1831-1833) το οποίο μεριμνά τόσο για
τη διατήρηση των αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων όσο και για την ανάπτυξη της
μελλοντικής πρωτεύουσας.
Από το νεοκλασικό στο νεο-αρχαίο
Μία τέτοια απογραφή ήταν αναγκαία. Σε μία
εποχή όπου τα ταξίδια στη Μέση Ανατολή σπάνιζαν, οι γνώσεις για τον κλασικισμό προέρχονταν μόνο από τη Ρώμη και την Αναγέννηση καθώς
και τη γαλλική τέχνη. Οι FriedrichvonGärtner (1791-1847) και LeovonKlenze
(1784-1864), πριν αναλάβουν έργα στην Ελλάδα, είχαν παρακολουθήσει το παρισινό ατελιέ του CharlesPercier (1764-1838) και είχαν ταξιδέψει στη
συνέχεια στην Ιταλία, την περίοδο της Ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας, της οποίας
ήταν υπήκοοι. Η ελληνική ανεξαρτησία άλλαξε τα δεδομένα οδηγώντας στην
ανακάλυψη της χώρας. Με την παρόρμηση αρχιτεκτόνων-αρχαιολόγων, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε προς τη Βόρεια
Ευρώπη. Έτσι, η Αθήνα δεν οικοδομείται τόσο από Γερμανούς όσο από Σκανδιναβούς, εκπαιδευμένους
σε μια επιστημονική παράδοση σε ακαδημαϊκό πλαίσιο. Οι συγκυρίες του
πολιτιστικού τουρισμού οδηγούν ένα νεαρό Δανό στην Αθήνα το 1833: Ο Hans Christian Hansen
(1803-1883) ήταν το 1835, μαζί με τον Eduard Schaubert, ο δημιουργός της πρώτης αναστήλωσης ενός
χαμένου μνημείου: του Ναού της Αθηνάς Νίκης, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο
Ludwig Ross (1806-1859), ο οποίος καταγόταν
ο ίδιος από το Κίελο, στο δουκάτο του Χολστάιν (ανήκε ακόμα στη Δανία). Ο Hansen, διορισμένος
αρχιτέκτων για το σχεδιασμό του Οθώνειου Πανεπιστημίου το 1839, δεν αργεί να
αναγνωριστεί ως ένας καλλιτέχνης με ταλέντο: μαζί με την επιλογή της τοποθεσίας
συνδυάζει την αυστηρότητα της μελέτης αξιοποιώντας τις δεσμεύσεις του κλίματος.
Εικ. 2.1 Το Πανεπιστήμιο σε καρτ ποστάλ εποχής.
Αυτή η ορθολογική προσέγγιση έβαλε τη
σφραγίδα της στον νεοελληνικό πολιτισμό. Μετά την απομάκρυνση των ξένων το 1843,
τον διαδέχεται ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου
(1811-1883), από Γαλλίδα μητέρα και με σπουδές στη Ρώμη. Αναλαμβάνοντας από το
1844 έως το 1862 τη διεύθυνση του Σχολείου των Τεχνών, ο Καυταντζόγλου
αναπαράγει τη διδασκαλία του καθηγητή του Guiseppe Valadier (1762-1839) όπου η
ακαδημαϊκή κατάρτιση συνοδευόταν από πρακτικά μαθήματα αρχαιολογίας – δανεισμένα εδώ από το έργο του μεγάλου φιλολόγου από τη
Σιλεσία Karl Otfried Müller (1797-1840).Η φιλοδοξία ήταν να ενταχθεί η νέα Ελλάδα
στη συνέχεια της αρχαίας κληρονομιάς της: ακόμα και εάν φαινομενικά είχε την
εξωτερική εμφάνιση, αυτό το “νεο-αρχαίο” δεν είχε πλέον τίποτα το κοινό με το
νεο-κλασικό των προηγούμενων γενεών.
Η Ελλάδα του Περικλή ή εκείνη του
Κωνσταντίνου;
Ένας θεωρητικός διάλογος όμως έφερνε σε
αντίθεση τους υποστηρικτές της αρχαίας αρχιτεκτονικής με εκείνους της
βυζαντινής τέχνης. Οι Γάλλοι δεν ήταν ξένοι προς αυτόν. Με την επιστροφή του
από την Αθήνα το 1837, ο Albert Lenoir (1801-1891) με τη
διδασκαλία του Πλήρους μαθήματος χριστιανικής αρχαιολογίας εμπνεόταν από
τις θεωρίες του Saint-Simon οι οποίες
στόχευαν στο να συγχωνευθεί το «λατινικό ύφος» με το βυζαντινό για να ανανεωθεί
η μεσαιωνική τέχνη και να θεμελιωθεί η επερχόμενη εποχή. Με δική του παρόρμηση, ο
Λιονέζος αρχιτέκτονας André Couchaud (1813-1849) ανέλαβε την έκδοση – ορόσημο: Εκλογή
βυζαντινών ναών στην Ελλάδα (1842) [Choix d’églises bysantines en Grèce]. Την ίδια εποχή η δούκισσα
της Πλακεντίας (1785-1854), διάσημη φιλέλλην, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα όπου και
απέκτησε το 1840 δύο τεράστιες εκτάσεις. Ανέθεσε στον Couchaud την ανέγερση ενός «φεουδαρχικού μεγάρου» το οποίο με το
δυναμικό του αποτύπωμα επιβλήθηκε σε ένα εξαίρετο τοπίο στην Άνω Πεντέλη. Θα του
ανταπαντήσει σύντομα στην
αρχαία τοποθεσία του Λυκείου, ένα μεγάλο τοσκανικό μέγαρο σε αναγεννησιακό πνεύμα.
Εικ. 2.2 Μέγαρο Ιλισσίων Βίλα Ιλίσσια, σήμερα Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.
Η δούκισσα
χρηματοδότησε επίσης
για το Σχολείο των Τεχνών τη δημιουργία
ενός τμήματος ζωγραφικής. Διευθυντής της Σχολής ήταν άλλος ένας Λιονέζος,
ο PierreBonirote (1811-1891), τον οποίο σύστησε ο Jean-DominiqueIngres
(1780-1867), οπαδός του ρεύματος των Ναζαρηνών.
Ήταν η
γέννηση του εκλεκτικισμού, που θα έδινε ορισμένα από
τα πιο σημαντικά έργα της γενιάς του 1830.
Ο Theophilus Hansen (1813-1891), ονεώτεροςαδερφόςτουHansChristian, διάβασε άραγε, στο πέρασμά του από το Βερολίνο, το δοκίμιο του Heinrich Hübsch
(1795-1863) δημοσιευμένο το 1828, In welchem Style sollen wir bauen [Σε ποιο στιλ πρέπει να χτίζουμε;].
Το πιθανότερο είναι πως ναι. Σε αντίθεση με την άκρως Παλλαντιανή
τελειότητα του Αστεροσκοπείου (1843-1846), αντέτεινε
το ύφος « Rundbogenstil » [Στυλ με
αψίδες] στο σχέδιό
του για τη Μητρόπολη (1842), το οποίο αποτέλεσε επιτυχέστατα το μανιφέστο ενός
τυπολογικού εκλεκτικισμού.
Εικ. 2.3 Σχέδιο για τη Μητρόπολη Αθηνών του Θεόφιλου Χάνσεν.
Σε αυτή την πορεία τον
ακολούθησε αρχικά ο Δημήτριος Ζέζος (1819-1857), κατόπιν ένας Γάλλος, ο
Florimond Boulanger (1807-1875). Αυτός ο τελευταίος, κάτοχος του Grandprix de
Romeτο 1836, εκπαιδεύτηκε στο
ατελιέ του Henri Labrouste (1801-1875), στην Ecole des Beaux-Artsτου Παρισιού. Ήταν, όπως και ο AndréCouchaud παλαιότερα, συμμαθητής του PierreBossan
(1814-1888). Κυρίως όμως ήταν οπαδός του Saint-Simon. Ενόσω διέμενε στη Βίλα των Μεδίκων,
προσχώρησε στη μόλις ιδρυθείσα το 1846 Γαλλική Σχολή Αθηνών. Ανεδείχθη σε
εξέχουσα μορφή του εκλεκτικισμού. Η βασίλισσα του εμπιστεύτηκε τον εκπληκτικό
νεογοτθικό διάκοσμο της εξοχικής της κατοικίας (1848-1854), σε ύφος Τυδώρ,
άξιο της όπερας Λευκή Κυρία του Boieldieu. Ο Boulanger, αναλαμβάνοντας μαζί με το
συνάδελφό του RomanKouzmine (1811-1867) τον εσωτερικό διάκοσμο της Ρωσικής
Εκκλησίας (1850-1855), υιοθέτησε χωρίς δυσκολία το βυζαντινό γούστο. Μετά το θάνατο του συνάδελφού του Ζέζου,
αναλαμβάνει την ολοκλήρωση της Μητρόπολης (1857-1862), ένα αριστούργημα σε ύφος
«ελληνο-βυζαντινό», απελευθερωμένο από κάθε επίδραση αρχαιολογικής υφής. Σε ότι
αφορά την Παλιά Βουλή (1858-1875), όπου το βασικό μέλημα ήταν η ανάδειξη της
αίθουσας συνεδριάσεων, οι σύνθετοι όγκοι σε πυραμοειδή διάταξη
αποκαλύπτουν ένα πρωτότυπο σύστημα φωτισμού, ενώ εξωτερικά διατηρεί μία μορφή
προερχόμενη μάλλον από ένα «ιταλο-ελληνικό» λεξιλόγιο, δανεισμένο από την
Αναγέννηση.
Εικ. 2.4 Το κτίριο της Παλαιάς Βουλής.
Ο Boulanger δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το
Ζάππειο (1856-1888), ένα τεράστιο μέγαρο εκθέσεων, του οποίου
η κάτοψη ήταν Φουριεριστικής έμπνευσης (με πρότυπο παρμένο από την Παγκόσμια
Έκθεση του 1867 στο Παρίσι).Η ευκαιρία είναι κατάλληλη για να υπενθυμίσουμε τη
στράτευση του αρχιτέκτονα στην ανάπτυξη
της βιομηχανίας. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για τους κλωστοϋφαντουργικούς συνεταιρισμούς της Θεσσαλίας, τους οποίους
εννοούσε να αναδείξει σε ένα πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης (Ambélakia:
ou les associations et les municipalités helléniques, 1875).
Όσο παράξενο κι αν φαίνεται,
αυτή η συντηρητική και ανένδοτη θεώρηση του νεο-αρχαίου την οποία δίδασκε το Σχολείο των Τεχνών δεν εμπόδισε, στο θρησκευτικό τομέα,
την επικράτηση της αναφοράς στη βυζαντινή
τέχνη. Ο Καυταντζόγλου δεν ήταν ο τελευταίος ο οποίος έκανε αναφορά σε
αυτήν. Η ελευθερία έκφρασης στον
ακαδημαϊκό χώρο επέτρεπε τον αμοιβαίο σεβασμό σε αντικρουόμενες θεωρητικές
δεσμεύσεις. Αυτό μαρτυρεί η συμμετοχή του FlorimondBoulanger στις
κριτικές επιτροπές του Σχολείου μετά από πρόσκληση
του Καυταντζόγλου τον οποίο δεν υποψιαζόμασταν τόσο φιλελεύθερο. Είναι αλήθεια
ότι ο δημοσιογράφος Louis Enault (1824-1900) αποφαίνεται, με κάποια φιλοδοξία,
ότι: «οι Έλληνες διαφύλαξαν μόνοι την παρακαταθήκη των αρχαίων παραδόσεων. Η
μοντέρνα τέχνη γεννήθηκε από τη βυζαντινή, η οποία μεταφέρθηκε στην Ιταλία». Ο
κλασικισμός και ο οριενταλισμός δημιουργούσαν μια μοναδική κληρονομιά προς
όφελος του νέου έθνους.
Η βιομηχανική τέχνη
Παρά την ήττα του 1870, η πολιτική ανάκαμψη της
Γαλλίας της επέτρεψε να διατηρήσει προνομιούχους δεσμούς με την Ελλάδα. Ήδη από
το 1872, ο πρέσβης ανέθεσε το σχεδιασμό της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στον
Μασαλιώτη Eugène Troump
(1843-1927), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής
γραμμής. Το κτίριο της Σχολής, στερούμενο κάθε περιττής πολυτέλειας, επιδίωκε να είναι ένα πρότυπο επάρκειας και νηφαλιότητας. Δεν άφησε μάλιστα ανεπηρέαστη την τυπολογία των σχολικών κτιρίων όπως την
διατύπωσε ο Δημήτρης Καλλίας (1858-1939) το 1906. Η Γαλλία, ενδιαφερόμενη
περισσότερο για την τεχνολογία παρά για την τέχνη, είχε την πρωτοβουλία της
«Αποστολής Rondel», η
οποία συγκροτήθηκε το 1878 για την κατασκευή ενός σιδηροδρομικού δικτύου στην Πελοπόννησο. Η
ομάδα μηχανικών με επικεφαλής τον Albert Dufour (1858-1947) και με διευθυντές τους Alfred Rondel
(1827-1898) και Abel Gotteland (1851-1925), έφερε εις πέρας το έργο σε λιγότερο
από δέκα χρόνια, από το 1883 έως το 1892. Κάποιοι αρχιτέκτονες, παρά τις ταραχές μετά τα γεγονότα των Λαυρεωτικών, επιχείρησαν να εγκατασταθούν
στην Ελλάδα – όπως ο Xavier Girard (1845-?) ο οποίος ενεπλάκη στο σχεδιασμό του
Μεγάρου Σερπιέρη (1880-1884) και του Δημοτικού Θεάτρου. Ο Troump, πιο τυχερός επαγγελματικά, επιστρέφει
στην Αθήνα το 1885 όπου και διαμένει έως το 1910. Κατασκεύασε το Μέγαρο του
Στρατοδικείου (περί το 1890, κατεδαφισμένο), καθώς και την επιβλητική Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδος (1898-1901), μεταμορφώνοντας ευφυέστατα τη νεο-αρχαία
διάταξη των όψεων, οι οποίες χρονολογούνταν από την πρώτη περίοδο της νέας Αθήνας,
Οι δραματικές συνέπειες του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και η
Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε, αφήνουν μια χώρα ερειπωμένη. Η πολιτική
ηγεσία επιδιώκει την ανασυγκρότηση εκσυγχρονίζοντας τη χώρα με τη στήριξη της
Γαλλικής Δημοκρατίας. Ήδη από το 1917, στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο το οποίο είχε
παραμείνει για καιρό μία σχολή βιομηχάνων τεχνών, ιδρύθηκε μια Σχολή Αρχιτεκτονικής. Ο
Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876-1936), υπουργός δημοσίων έργων, εμπιστεύτηκε
τη Σχολή σε Γάλλο αρχιτέκτονα –
πολεοδόμο, τον ErnestHébrard (1875-1933), επικουρούμενο από δύο Έλληνες: τον
Αλέξανδρο Νικολούδη (1874-1944) και τον Βασίλειο Κουρεμένο (1874-1957), και οι
δύο διπλωματούχοι DPLG. Ο διακεκριμένος αυτό τίτλος, θεσπισμένος στη Γαλλία
τρία χρόνια νωρίτερα, αποκτήθηκε από πολλούς, αναφερόμαστε στους: Κωνσταντίνο Κυριακίδη (1881-1941), Σωτήριο
Μαγιάση (1894-1965), ο Μανώλη Λαζαρίδη (1894-1961), Λεωνίδα Μπόνη (1896-1963),
Βασίλειο Κασσάνδρα (1904-1973) και από πολλούς άλλους… Η κατάρτισή
τους ανταγωνιζόταν εκείνη των αρχιτεκτόνων – μηχανικών των γερμανικών
πανεπιστημίων – ιδιαίτερα του Κώστα Κιτσίκη (1893-1969), του οποίου ο ρόλος θα
ήταν καθοριστικός στην επεξεργασία της τυπολογίας του σύγχρονου πολυώροφου
κτιρίου (Πολυκατοικία).
Ο ιστορικισμός, απόρροια του εθνικισμού, έφθανε στο τέλος του. Λίγα χρόνια
αργότερα το μοντέρνο κίνημα επικράτησε με την επιρροή αρχιτεκτόνων προερχόμενων
από την École spéciale d’ Architecture. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής
υπήρξε ο Rob Mallet-Stevens (1886-1945), καθηγητής και μετέπειτα διευθυντής της παρισινής σχολής. Υποδέχθηκε διαδοχικά στο ατελιέ του τους Στάμο
Παπαδάκη (1906-1992), GéoKalyvas και Βασίλη Δούρα (1904-1981), οι οποίοι διαδέχθηκαν τους Δημήτρη Φωτιάδη
(1884-1974), Πάνο Τζελέπη [άλλως Djélépy] (1894-1976) και Γεώργιο Κοντολέοντα
(1896-1952) ... Αυτό το «τάγμα» Ελλήνων αρχιτεκτόνων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην
αναγνώριση της πρωτοπορίας. Η πολιτική συγκυρία κατοχύρωσε τη διεθνή αναγνώριση.
Το 1930 ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968), προώθησε την
κατασκευή δύο χιλιάδων περίπου σχολικών κτιρίων υπό την από κοινού διεύθυνση
των Ernest Hébrard και Αριστοτέλη Ζάχου (1871-1939). Μια νέα ομάδα
δημιουργήθηκε από τους Πάτροκλο Καραντινό (1903-1976), ο οποίος καταρτίστηκε
στο «l’atelier de bois» του Perret και μυήθηκε στο δίδαγμα
του Le Corbusier, καθώς και από τον Νίκο Μητσάκη (1899-1941), ο οποίος ήταν από
τους πρώτους διπλωματούχους αρχιτέκτονες οι οποίοι αποφοίτησαν από το Μετσόβιο
Πολυτεχνείο. Η δραστηριότητά τους επέτρεψε στο μοντέρνο κίνημα να επεκταθεί
στον τομέα της κατοικίας. Η καθιέρωση έρχεται με τη διοργάνωση του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχιτεκτονικής (CIAM) στην Αθήνα (1933). Μαζί με τους αρχιτέκτονες με παρισινή κατάρτιση που θήτευσαν στον
Le Corbusier, όπως ο Πολύβιος Μιχαηλίδης (1907-1960) και ο Θουκυδίδης Βαλεντής
(1908-1982), προστίθεται ο Georges Goldberg
(1908-1973), Γάλλος αρχιτέκτονας εβραϊκής
καταγωγής. Γνωστός του Jean Ginsberg (1905-1983), προερχόταν και αυτός από την
École Spéciale. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στην Ελλάδα,
πραγματοποίησε το 1935 μαζί με τον Προκόπη Βασιλειάδη (1912-1977) την
πολυκατοικία Καραπάνου στο Κολωνάκι – ένα από τα πιο ολοκληρωμένα παραδείγματα
του μοντέρνου κινήματος
Εικ. 2.5 Πολυκατοικία Καραπάνου στο Κολωνάκι.
Οι στενές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων κατά τη διάρκεια του
μεσοπολέμου άλλαξαν με την έννοια ότι δεν ήταν πλέον οι Γάλλοι οι οποίοι έρχονταν στην Ελλάδα
για να χτίσουν αλλά οι Έλληνες, οι οποίοι μετέβαιναν στη Γαλλία για να σπουδάσουν.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τάση αυτή παρατείνεται από το Γαλλικό
Ινστιτούτο της Αθήνας. Με πρωτοβουλία των Octave Merlier (1897-1976) και Roger Milliex (1913-2006),
οργανώνεται το 1945 η εποποιία του πλοίου Mataora χάρη στη ναύλωση του οποίου,
μια γενιά καλλιτεχνών κατόρθωσε να φύγει
από την Ελλάδα εν μέσω εμφυλίου πολέμου και να καταφύγει στη Γαλλία. Ανάμεσά
τους ήταν οι Αριστομένης Προβελέγγιος (1914-1999) και Ιάννης Ξενάκης
(1922-2001), πιστοί συνεργάτες του Le Corbusier. Έβαλαν τη σφραγίδα τους στην
πορεία της τελευταίας γενιάς του μοντέρνου κινήματος, όπως ο Τάκης Ζενέτος
(1914-1999) ή ακόμα ο Δημήτρης Βενιέρης.
Η αμερικάνικη επιρροή επικρατεί όταν ο αρχιτέκτονας James Speyer
(1913-1986), μαθητής του Ludwig Mies van der Rohe στο Σικάγο, ήρθε να διδάξει από
το 1957 έως το 1960 στο Μετσόβιο. Όσο πολυπληθείς κι αν ήταν
έκτοτε οι Έλληνες αρχιτέκτονες οι οποίοι σπούδασαν στη Γαλλία, ιδιαίτερα κατά
τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, δεν κατόρθωσαν να ξαναβρούν από τότε τον σύνδεσμο στις διμερείς ανταλλαγές, αρκετά συχνά προσωπικό και
οικείο, μεταξύ των δύο χωρών. Η Ευρώπη των εθνών υποχώρησε μπροστά στη διεθνή
κουλτούρα.