Κ002.22 | Χριστιανός Χάνσεν - Θεόφιλος Χάνσεν - Ερνστ Τσίλλερ. Οι δράσεις τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα.




ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΧΑΝΣΕΝ – ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΝΣΕΝ –ΕΡΝΣΤ ΤΣΙΛΛΕΡ.
ΟΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ
* Αναδημοσίευση από το βιβλίο Αθήνα 200 χρόνια 200 κτίρια
 
Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη
Ιστορικός Τέχνης
 
 
Ενώ ακόμη εξελισσόταν η χωροθέτηση των Ανακτόρων, οι αρχιτέκτονες του υπουργείου Εσωτερικών στην Επί των Οικοδομικών Επιτροπή και το Αρχιτεκτονικό Τμήμα με τους  Schaubert,  Lüders,  Χ. Χάνσεν (αργότερα και τον Θεόφιλο),Röser και Hoffer, σχεδίαζαν τα πρώτα δημόσια κτίρια σε ύφος λιτό. Τα αρχιτεκτονήματα της αρχαιότητας θα αποτελέσουν πρότυπα νέας αδιαμεσολάβητης δημιουργίας, όχι όπως παλαιότερα με στοιχεία κάποιου ιδιότυπου εξωτισμού. Η αρχιτεκτονική βούληση πηγάζει πλέον ευθέως από την Αθήνα, όχι από το Μόναχο ή το Βερολίνο και η πρώιμη ετερογένεια δίνει τη θέση της σε έναν ομοιογενή χαρακτήρα που σταδιακά θα υιοθετηθεί ως τυπικό ιδίωμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα (Πανέτσος 2000, 415).

Τα παραδείγματα ευθείας συμπερίληψης αρχαίων μνημείων, όχι στενής απομίμησης, στη νέα αρχιτεκτονική είναι πολυάριθμα. Τα βασικά στοιχεία αυτής της αντίληψης αποκρυσταλλώνονται σε τρία κτίρια που κατέχουν κεντρική θέση στο σύγχρονο αστικό τοπίο και έχουν ενταχθεί στην αρχιτεκτονική ιστορία ως η «Αθηναϊκή Τριλογία», όρος που επινοήθηκε από τον Θεόφιλο Χάνσεν το 1856, και περιλαμβάνει το Πανεπιστήμιο (Χριστιανός Χάνσεν), την Ακαδημία και τη Βιβλιοθήκη (Θεόφιλος Χάνσεν, τα δύο τελευταία υπό την επίβλεψη του Τσίλλερ



Θεόφιλος Χάνσεν, Γενική άποψη της "Αθηναϊκής Τριλογίας" με το Οφθαλμιατρείο και τη Μητρόπολη από τα δυτικά, 1859, μολύβι και υδατογραφία.


ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΧΑΝΣΕΝ

Το πρώτο άρτιο δείγμα της σχολής αυτής είναι ασφαλώς το Πανεπιστήμιο. Σε ηλικία 28 ετών, ο Χάνσεν αποφοιτά από το Τμήμα Διακοσμητικού Σχεδίου της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, ύστερα από 15ετείς σπουδές κοντά σε αξιόλογους καθηγητές, όπως ο Γερμανός G.F. Hetsch, και ο Δανός C.F. Hansen, και οι δύο φορείς του πνεύματος της γαλλικής σχολής, που προέκρινε την πρακτικότητα, τον κατασκευαστικό ορθολογισμό, και σε αισθητικό επίπεδο τη λιτότητα και σαφήνεια της μορφής à la Percieret Fontaine (Πανέτσος 2014, 29). Κατά την περίοδο των σπουδών του ήταν αισθητή και η απήχηση του K.F. Schinkel, του σημαντικότερου αρχιτέκτονα της εποχής.

Ως αριστούχος βραβεύεται με υποτροφία για εκπαιδευτικό ταξίδι στη Γερμανία και Ιταλία. Τον Φεβρουάριο του 1833 επεκτείνεταιη υποτροφία του στην Ελλάδα και ξεκινά με τη μελέτη των μνημείων. Παράλληλα ανέλαβε την οικοδόμηση του κτιριακού συγκροτήματος και της κατοικίας τού πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού το 1834και άλλων ιδιωτικών κατοικιών, της οικίας Π. Καλλιγά, αποπ. 1839στο Σύνταγμα, με μεταγενέστερη προσθήκη Τσίλλερ, καιτης οικίας Η. Δουίλα, 1838, Σταδίου 8 (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000, 135).).  Τον Σεπτέμβριο του 1834 διορίστηκε στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών με τον βαθμό τού γραμματέα β΄ τάξεως. Με τη μεταφορά της έδρας της κυβέρνησης από το Ναύπλιο στην Αθήνα, ανέλαβε τη μελέτη της επέκτασης του μεγάρου Κοντόσταυλου, προσωρινής βασιλικής κατοικίας, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η παλιά Βουλή. Τον Ιανουάριο του 1835 ξεκινά με τον αρχαιολόγο L. Ross και τον E. Schaubert την αποκατάσταση των μνημείων της Ακρόπολης και την αναστύλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Την περίοδο εκείνη σχεδίασε το πρώτο Μουσείο Ακροπόλεως, το οποίο δεν υλοποιήθηκε. Εκπόνησε τα τελικά σχέδια για την εκκλησία της παροικίας των Άγγλων διαμαρτυρομένων στην οδό Φιλελλήνων (Αγγλικανική εκκλησία, Άγιος Παύλος). Σύμφωνα με τον Μπίρη (1966, 116), αποτελεί ένα από τα σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της Αθήνας, παρόλο που αποδίδει το νεογοτθικό αυτό κτίριο στον Κλεάνθη.

Στο τέλος του 1834 ο Xάνσεν σχεδιάζει ένα θέατρο στην πλατεία Αισχύλου, τη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος. Το κτίριο δεν κτίστηκε και στα θεμέλιά του οικοδόμησε το Βασιλικό Νομισματοκοπείο, ένα τετράγωνο διώροφο οικοδόμημα πάνω στην πλατεία και στον άξονα της οδού Κοραή, και το 1837 μετατρέπει ερειπωμένες εκκλησίες σε αίθουσες δικαστηρίων με μόνη σωζόμενη την περίπτωση της Αγίας Ελεούσης, ενσωματωμένης στο διώροφο κτίριο του Παλαιού Κακουργιοδικείου στου Ψυρρή (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000, 135).

Η ανάθεση των σχεδίων του «Οθώνειου Πανεπιστημίου» το 1839 και η ευθύνη της ανέγερσής του στον Χριστιανό -την ανέλαβε μαζί με τον νεότερο αδελφό του, Θεόφιλο Χάνσεν, που είχε φθάσει για τον σκοπό αυτό στην Αθήνα το 1838- ήταν ένδειξη αναγνώρισης των ικανοτήτων του. Ακόμη και μετά την επιστροφή του στην Κοπεγχάγη, θεωρούσε το έργο αυτό ως το σπουδαιότερο της ζωής του (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000, 137).



Χριστιανός Χάνσεν, Πανεπιστήμιο, Κύρια όψη, 1842, μολύβι και υδατογραφία.[Βλ. παρουσίαση κτιρίου αρ. 013].


Μετά τα Ανάκτορα, το Πανεπιστήμιο αποτελούσε πράγματι το σημαντικότερο δημόσιο κτίριο της νέας πόλης, η αποπεράτωση του οποίου καθυστέρησε μέχρι το 1864. Το αρχικό σχέδιο υλοποιήθηκε με σημαντικές διαφορές, συγκρινόμενο με τη δημοσίευση στη βιεννέζικη τεχνική επιθεώρηση Allgemeine Bauzeitung (1851), που υπογράφει ο Friedrich Stauffert.

Το καλοκαίρι του 1842 ανέλαβε την ανέγερση ενός ακόμη δημοσίου κτιρίου, του Δημοπρατηρίου, στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Μητροπόλεως, ένα ισόγειο μονόχωρο τούβλινο οικοδόμημα και «όροφον ελληνικόν» από σανίδες (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000,…). Την ίδια περίοδο παρουσίασε και το πρώτο σχέδιο του Οφθαλμιατρείου Αθηνών. Την οριστική του μορφή πήρε το κτίριο, μετά από επιθυμία του Όθωνα, σύμφωνα με ένα δεύτερο σχέδιο που βρίσκεται πολύ κοντά σε βυζαντινά πρότυπα, μια και επρόκειτο περί έργου προνοίας.

Μετά την απόλυση των ετεροχθόνων το 1843, ο Χάνσεν και όλοι οι ξένοι, έχασαν τις θέσεις τους. Οι υπόλοιπες πτέρυγες του Πανεπιστημίου, εκτός της μεσημβρινής που είχε ολοκληρωθεί ήδη το 1842 με επιβλέποντα τον ίδιο, συνέχισαν να οικοδομούνται μέχρι και το 1864.

Η βυζαντινή τέχνη, ανεπεξέργαστη ακόμη από τους αρχιτέκτονες της Δύσης, απετέλεσε για το Δανόαντικείμενο προσοχής, σπουδής και έμπνευσης, που ωφέλησε αργότερα στην πατρίδα του όλα τα οικοδομικά του έργα, εισάγοντας το πνεύμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000, 139).

Μετά την απόλυσή του, παρέμεινε στην Αθήνα ασχολούμενος με ιδιωτικές αναθέσεις. Το 1850 έφυγε οριστικά από την Ελλάδα, αναλαμβάνοντας το σχέδιο και την ανέγερση του Ναυστάθμου της Τεργέστης. Το 1857 εξελέγη καθηγητής της κτιριολογίας στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πατρίδας του. Mε κλονισμένη την υγεία του, πέθανε το 1883 σε ηλικία 83 ετών, έχοντας βαθιά πεποίθηση, ότι από πλευράς σπουδών, καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας, η σημαντικότερη περίοδος της ζωής του, υπήρξαν τα χρόνια που είχε ζήσει στην Ελλάδα. (Παπανικολάου-Κρίστενσεν 2000, 139).


ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΝΣΕΝ (Κοπεγχάγη 1813-Βιέννη 1891)

Εκεί όμως όπου ο πρωτοσυναντώνται ολοκληρωμένες πολλές από τις -μετέπειτα- τυπικές αρχιτεκτονικές διατυπώσεις και συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά της «Αθηναϊκής Σχολής», είναι τα πρώτα έργα του Θεόφιλου Χάνσεν, ο οποίος άσκησε αναμφίβολα επίδραση στην ακμαία φάση του αθηναϊκού κλασικισμού. Έφτασε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1838, πέντε χρόνια μετά τον Χριστιανό.

Γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1813 και ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Rasmus Hansen Braathen και της Sophie Elisabet το γένος Jensen. Η οικογένεια κατοικούσε στη συνοικία Laksgade, όχι μακριά από το βασιλικό ανάκτορο. Ο πατέρας, υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας και ενθουσιώδης βιολονίστας, έδωσε στους γιους του Πέτερ, Χριστιανό και Θεόφιλο μια καλή αστική εκπαίδευση. Μετά τον θάνατό του το 1824, οι γιοι αναγκάστηκαν να κερδίσουν μόνοι τη ζωή τους, ο Πέτερ έγινε μουσικός,  ο Χριστιανός δάσκαλος σχεδίου, και αργότερα επιθεωρητής της διεύθυνσης κτηρίων της Κοπεγχάγης, και υπήρξε πρότυπο και υποστηρικτής των επιλογών τού κατά δέκα χρόνια μικρότερου αδελφού του Θεόφιλου (Wolfgang Förster 2013, 4).

Τα θεμέλια της καλλιτεχνικής του διάπλασης εντοπίζονται στην Κοπεγχάγη, όπου εκπαιδεύτηκε αρχικά στη πρακτική του οικοδόμου, πράγμα που θα του παρείχε την ικανότητα να διευθύνει ο ίδιος τα εργοτάξιά του και να σχεδιάζει τις οικοδομές ώς την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι σπουδές που ακολούθησε στη γαλλικής επιρροής Ακαδημία, υπό τη διεύθυνση του G.F. Hetsch (1788–1864), δεν τον εξοικείωσαν μόνο με τον κλασικισμό των Percier και Fontaine, αλλά και με τη διδασκαλία του J.Ν. L. Durand, περί σχεδιασμού βάσει κανάβου (Πανέτσος 2014, 29). Την ίδια εποχή ο Χάνσεν σχεδιάζει έπιπλα, γεγονός που προδιαγράφει τις μετέπειτα αξιώσεις των κτιρίων του να θεωρούνται ως συνολικά έργα τέχνης. Το 1836, αφού απέκτησε το δίπλωμά του, και ενώ δεν ήταν βέβαιο αν θα κέρδιζε το Μεγάλο Μετάλλιο και την υποτροφία για το εκπαιδευτικό ταξίδι, με την υποστήριξη του Hetsch, κατάφερε, ένα ιδιωτικό ίδρυμα της Δανίας να χρηματοδοτήσει «ένα μικρό ταξίδι στο εξωτερικό». Όπως ομολόγησε ό ίδιος σε επιστολή του (1843), σκοπός του ταξιδιού, που θα τον οδηγούσε μόνο στο Βερολίνο και το Μόναχο, ήταν η εξοικείωση με τις πρόσφατες εξελίξεις των διαφόρων κλάδων της χειροτεχνίας (Villadsen 2014, 211). Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, ο πραγματικός προορισμός του φάνηκε εξαρχής πως θα ήταν η Αθήνα: είχε γράψει άλλωστε στον αδελφό του, «προκαλώντας» την πρόσκληση που τον περίμενε στο Μόναχο, ομολογία που καταθέτει στο ημερολόγιο (Villadsen 2014, 211-212).

Στο Βερολίνο, τα κτίρια του K.F. Schinkel, προπάντων το Neues Museum,τον εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, ώστε θα αυτοπροσδιοριζόταν πλέον ως το «πνευματικό του τέκνο»: Κατευθυντήριος άξονας της αρχιτεκτονικής του υπήρξε o τρόπος με τον οποίο ο Schinkel συνδύαζε έναν αρχαιοελληνικής προέλευσης κλασικισμό με το σύστημα σχεδιασμού του Durand, από το οποίο θα προέκυπταν κτίρια με καθαρά περιγράμματα, ιεραρχικά οργανωμένους όγκους και ακρίβεια στις λεπτομέρειες (Stalla, 2014, 283). Σύντομες επισκέψεις έγιναν στην Δρέσδη, την εποχή ανέγερσης της Όπερας του Semper, και στην Πράγα, ενώ στο Μόναχο, εκτίμησε λιγότερο τα έργα των Klenze και Fr. Gärtner με το καινοτόμο Rundbogenstil. Επισκέφθηκε το Ζάλτσμπουργκ, το Ίνσμπρουκ και το Μπολτσάνο. Στη Βερόνα μελετά την Arena, στην Βιτσέντσα τις βίλλες του Palladio και στη Βενετία τις βυζαντινές επιρροές στον Άγιο Μάρκο.

Στις 8 Οκτωβρίου 1838, ο 25ετής Θεόφιλος επιβιβάζεται στην Τεργέστη για τον Πειραιά, και φθάνει στην Αθήνα με σκοπό τη συνεργασία με τον αδελφό του στη μελέτη του Πανεπιστημίου (1839–1842), το πρώτο κτίριο της «Αθηναϊκής Τριλογίας», όρος που επινόησε αργότερα για το κτιριακό συγκρότημα της Γνώσης, στον τύπο του Kulturforum.

Εδώ ο Θεόφιλος βρήκε την πραγματική καλλιτεχνική του πατρίδα (NIEMANN/FELDEGG1893, 14–16).  Εντάχθηκε στον κύκλο του αδελφού του, στον οποίο ανήκαν ήδη ο Schaubert και ο L. Ross και συμμετείχε στην ανασκαφή του Παρθενώνα, των Προπυλαίων και του Ερεχθείου. Με την ομάδα αυτή επετεύχθη το πρώτο αναστηλωτικό κατόρθωμα, η ανασύνταξη των διάσπαρτων μελών του ναού της Αθηνάς Νίκης. Λίγο πριν φύγει για τη Βιέννη επιδόθηκε με ερευνητικό ζήλο στην ελεύθερη σχεδιαστική αποκατάσταση του Μνημείου του Λυσικράτους (1845), το οποίο είχε ήδη προσέξει ο Schinkel, όπου για πρώτη φορά γίνεται χρήση κορινθιακών κιόνων στην εξωτερική όψη, στοιχείο στο οποίο θα επανέλθει μεταξύ άλλων στο Κοινοβούλιο της Βιέννης, όπως και νωρίτερα στο αθηναϊκό Ζάππειο.

Δύο ακόμη θέματα που τον απασχόλησαν είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής του: οι συζητήσεις γύρω από το πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών, όπου το 1834 είχε προκριθεί το ομοιόμορφο σύστημα του Klenze έναντι του ακτινωτού συστήματος οδών του Schaubert∙ το σύστημα αυτό αντανακλάται στη δική του πολεοδομική δραστηριότητα, καθώς και στο πάγιο αίτημά του για ορθογώνια οικόπεδα ως προϋπόθεση καλής αρχιτεκτονικής (Stalla 2014, 284). Το άλλο θέμα ήταν η εντατική μελέτη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ύφος που ακολούθησε αργότερα στη Βιέννη. «Το βυζαντινό [...] μετά το ελληνικό[είναι] η τέχνη, με την οποία μπορεί να γίνει καταρχήν κάτι το σωστό» (Niemann/Feldegg 1893, 2). Και οι δύο αναφορές – η ανανέωση της ελληνικής αρχιτεκτονικής μέσω της αρχαιότητας και οι αναδρομές στη βυζαντινή παράδοση για τη ναοδομία μπορούν να κατανοηθούν ως η αναζήτηση ενός εθνικού ύφους για το αρτιγέννητο βασίλειο (Stalla 2014, 284). Αναλαμβάνει επίσης τη διδασκαλία του σχεδίου και των προπλασμάτων στο νεοσύστατο Σχολείο των Τεχνών.

Το 1841ο Αντώνιος Δημητρίου τού αναθέτει τη μελέτη μεγάρου καταστημάτων και κατοικιών στην τότε πλατεία Ανακτορίων. Ένα κτίριο σε δύο ορόφους, το οποίο εισάγει ολοκληρωμένο, με βάση την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή διακοσμητική και σε άψογο συγκερασμό με την αρχιτεκτονική και την οικοδομική, το ρεπερτόριο των μορφολογικών/οικοδομικών στοιχείων, που σταδιακά θα τυποποιηθούν ως χαρακτηριστικά της αθηναϊκής κατοικίας: τα χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα, τους μαρμάρινους γεισίποδες, τα ακροκέραμα, τα πήλινα διακοσμητικά αγγεία και τις ζωγραφικές διακοσμήσεις, συνδυάζοντας στοιχεία της αρχαίας, αλλά και της σύγχρονής του νεοκλασικής, αθηναϊκής αρχιτεκτονικής. Το Μέγαρο Δημητρίου εισάγει στην Αθήνα τον κτιριακό τύπου του Stadtpalais, του αστικού μεγάρου, πρότυπο μεγαλοαστικής κατοικίας της οθωνικής περιόδου, όπου οι πολύπλοκες απαιτήσεις μιας πολυτελούς ζωής προσαρμόζονται στον περιορισμένο χώρο ενός οικοπέδου σε συνεχές σύστημα (Πανέτσος 2000,417, 2010, 39. Παπαγεωργίου-Βενετάς 2013, 117). Παλαιότερα, ερευνητές της Αθήνας είδαν στη μορφή του συνόλου -μάλλον ατυχώς- μία αίσθηση πολυτέλειας και «κοσμοπολίτικου» χαρακτήρα, ξένης προς το πρώιμο αισθητικό κλίμα της τότε Αθήνας (Μπίρης 1966)

Στις αρχές του 1842 ο Γεώργιος Σίνας προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση ενός Αστεροσκοπείου στην Αθήνα. Μετά την απόρριψη των σχεδίων του Schaubert, που προέβλεπαν ένα γοτθικού ύφους κτίσμα στην κορυφή του Λυκαβηττού, ζητήθηκε από τον Χάνσεν εναλλακτική πρόταση. Συνέλαβε το νεοκλασικού ύφους κτίσμα ως μέρος του δικτύου των αρχαίων μνημείων. Πρότεινε την τοποθέτησή του σε θέση, εκ πρώτης όψεως άσχετη με την πόλη, στην κορυφή του λόφου των Νυμφών. Σημειώνει ο ίδιος το 1888: «Η μελέτη, ύστερα από εισήγησή μου, στάλθηκε για αξιολόγηση στην Altona, επειδή στην Αθήνα δεν υπήρχαν ακόμη αστρονόμοι. Αφού αξιολογήθηκε θετικά, το κτίριο υλοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε το 1846. Τότε μετακόμισα στη Βιέννη». Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην Allgemeine Bauzeitung (1846), τονίζοντας ότι «όλες οι εργασίες έγιναν κατόπιν δημοπρασιών από Έλληνες τεχνίτες, εκτός από τον θόλο, τον οποίο ανέλαβε ο Γερμανός Mosner,ειδικός σιδηρουργός, εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Αφού αξιολογήθηκε θετικά, το κτίριο μπορούσε να υλοποιηθεί και ολοκληρώθηκε το 1846».

Το 1842 αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά από τον Χάνσεν η ναοδομία της νέας Αθήνας. Συντάσσει σχέδια του Μητροπολιτικού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου για το οικόπεδο όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Διονύσιος των Καθολικών. Πριν φύγει στις 15 Μαρτίου 1846 με προορισμό τη Βιέννη, τιμάται με το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος του Σωτήρος  –τις πρόσφατες δεκαετίες κανείς αρχιτέκτων δεν έχει δεχθεί ανάλογη διάκριση.

Επιστρέφει στην Αθήνα το 1859, μετά από δεκατρία χρόνια απουσίας στη Βιέννη όπου, με τη μελέτη μεγάλου αριθμού σημαντικών κτιρίων στην περιοχή της Ringstrasse, είχε τελειοποιήσει την αρχιτεκτονική του γλώσσα, που ο ίδιος το 1867 αποκάλεσε «Hellenische Renaissance». Ο κανόνας του Χάνσεν περιλαμβάνει την Υψηλή Αναγέννηση, τον Ελληνίζοντα Schinkel και, ασφαλώς, την κλασική Ελληνική Αρχιτεκτονική. Από τους –έξι πλέον– κλασικούς ρυθμούς απορρίπτει τους ρωμαϊκούς και επιμένει στον ιωνικό του Ερεχθείου και στον κορινθιακό του Μνημείου του Λυσικράτους. Όσον αφορά το συντακτικό των κατόψεων είναι σαφής η μέσω Palladio αναδρομή σε ρωμαϊκές λύσεις, αλλά και οι επιρροές από τον Durand (Πανέτσος 2014, 34). Τότε συλλαμβάνει την ιδέα της «Αθηναϊκής Τριλογίας, ένα πρωτότυπο σύνολο τριών δημοσίων κτιρίων με παραπλήσιο μέγεθος, κλίμακα, σύστημα αναλογιών, χωρίς επανάληψη τυποποιημένων στοιχείων και είναι η πρώτη σχετική πρόβλεψη στη νεότερη Ελλάδα (Πανέτσος 2000, 424). Παρότι επρόκειτο για δημόσιες αναθέσεις, πραγματοποιήθηκαν με ιδιωτική πρωτοβουλία, γεγονός που μάλλον ευνόησε την καλλιτεχνική ανεξαρτησία, τον δυναμισμό και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Χάνσεν.

Το απόγειο της «Κλασικής Αναβίωσης» του Χάνσεν, σηματοδοτεί όμως η Σιναία Ακαδημία και αποτελεί ασφαλώς το κορυφαίο δημιούργημα του ώριμου αθηναϊκού κλασικισμού, ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως. Άρχισε να οικοδομείται το 1859 και προβάλλει υποδειγματικά τις θεμελιώδεις αντιλήψεις του για την ανανέωση της ελληνίζουσας αρχιτεκτονικής (Hellenische Renaissance). Το κτίριο περατώθηκε με μύριες δυσκολίες το 1885, κάτω από τη συνεχή επίβλεψη του έμπιστου  μαθητή του, του μετέπειτα διάσημου εισηγητή του όψιμου ελληνικού κλασικισμού Ερνστ Τσίλλερ. O ίδιος αρχιτέκτων επέβλεψε εξ άλλου και το τελευταίο χρονολογικά κτίριο της «Τριλογίας», την Βαλλιάνειο [Εθνική] Βιβλιοθήκη (1887-1902).

ΕΘΝΙΚΗ [ΒΑΛΛΙΑΝΕΙΟΣ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. 



Θεόφιλος Χάνσεν, Η Βαλλιάνειος [Εθνική] Βιβλιοθήκη, κύρια όψη,1885, μελάνι και υδατογραφία.[Βλ. παρουσίαση κτιρίου αρ. 050].


Τον Νοέμβριο του 1882, Τσίλλερ ενημερώνει τον Χάνσεν, ότι ο πρύτανης του Πανεπιστημίου προγραμματίζει την ανέγερση ενός Χημείου προς βορράν του Πανεπιστημίου και για να αποτρέψει μια τέτοια καταστροφική για την «Αθηναϊκή Τριλογία» έκβαση, προτείνει την ανέγερση μιας βιβλιοθήκης, για την οποία εκπονεί ένα σκίτσο. Απροκάλυπτα, και λόγω του επείγοντος χαρακτήρα, προβαίνει για την όψη στην αντιγραφή του μη υλοποιημένου κτιρίου της Γερουσίας του Χάνσεν στη Βιέννη (1864), ενώ κατά τα άλλα αντιγράφει την πρόταση Χάνσεν για ένα Μουσείο, μέρος της αρχικής σύλληψης της «Τριλογίας». Όπως ήταν φυσικό, ο Χάνσεν οργίζεται και απαντά ανάλογα: «Όταν μου γράφετε ότι θέλετε να μιμηθείτε την πρόσοψή μου για το κτίριο της Γερουσίας, ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τον λόγο, γιατί εγώ ποτέ δεν δουλεύω έτσι, αλλά πάντοτε από μέσα προς τα έξω» (23/11/1882). Τον προκαταλαμβάνει μάλιστα με μια ενδιαφέρουσα παραβολή: «Το κτίσιμο μιας βιβλιοθήκης δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, γιατί τα βιβλία πληθαίνουν διαρκώς, επομένως ένα τέτοιο κτίριο πρέπει να εκτείνεται σαν να ήταν από καουτσούκ».

Τον Οκτώβριο του 1884, δίνει εντέλει ο Τρικούπης -και όχι ο πρύτανης- εντολή στον Χάνσεν να συντάξει τα οριστικά σχέδια, ελπίζοντας σε ευεργεσία. Λίγο αργότερα, οι αδελφοί Βαλλιάνοι προσέφεραν 2.500.000 δρχ. Ο τρόπος οικοδόμησης ήταν ο ίδιος με αυτόν της Ακαδημίας. Το γλυπτικό πρόγραμμα δεν υλοποιήθηκε- παραγγέλθηκε ωστόσο στον γλύπτη Schwerzek, με θέματα που είχε συντάξει ο αρχαιολόγος του Γερμανικού Ινστιτούτου δρ Lolling.

ΤO ΖΑΠΠΕΙΟ ΕΚΘΕΣΕΙΑΚΟ ΜΕΓΑΡΟ. Κατά την επίσκεψη στην Αθήνα το 1885, ο Χάνσεν καλείται από την επιτροπή ανεγέρσεως των Ολυμπίων που δρούσαν υπέρ των ευεργετών Ζάππα, να γνωμοδοτήσει για τον τρόπο ολοκλήρωσης του ημιτελούς κτιρίου τού Boulanger. Τα σχέδια του Γάλλου προέβλεπαν ένα μεγάλο διώροφο κυκλικό κεντρικό κτίσμα με επίστεψη κωνικού θόλου που εφέρετο από σιδηρά κατασκευή. Ο χρηστικός χαρακτήρας του οικοδομήματος και οι δεδομένες δεσμεύσεις οδηγούν τον Χάνσεν στο να επικεντρώσει την προσοχή του στη δημιουργία μιας ακολουθίας χώρων κατά το πρότυπο -τηρουμένων των αναλογιών- της Ακαδημίας. Προέταξε μία νέα ισόγεια μετωπική πτέρυγα, στο μέσον της οποίας έστησε το οκτάστυλο κορινθιακό πρόπυλο -η κατά Χάνσεν εκδοχή του κιονόκρανου του μνημείου του Λυσικράτους- που κάνει το Ζάππειο το πρώτο νεοκλασικό κτίσμα του ρυθμού αυτού στην Αθήνα (Πανέτσος 2000, 428). Στη θέση της αίθουσας του πρώτου ορόφου του Boulanger, ο Χάνσεν σχεδίασε -μάλλον υιοθέτησε πρόταση του Τσίλλερ, όπως αποδεικνύεται από σκίτσο του σε επιστολή του προς τη Βιέννη- «ένα ευρύχωρο και λειτουργικό υποκατάστατο» (Allgemeine Bauzeitung 1884, 13), το περίφημο διώροφο κυκλικό ασκεπές αίθριο, έναν χώρο αυτοτελή με ιωνικό περιστύλιο που υποβαστάζει σειρά γυναικείων ερμών. Η διεύθυνση της οικοδομής ανατέθηκε αρχικά στον Τσίλλερ, ο οποίος εκδιώχθηκε από την επιτροπή ανέγερσης του μεγάρου μη αποδεχόμενος τη συμμετοχή σε οργανωμένη επιχείρηση εξαπάτησης των χορηγουμένων κονδυλίων (Κασιμάτη 2020,101-105).

Τέλος, σημειώνονται τα μη υλοποιημένα κτίρια του Χάνσεν στην Ελλάδα: Η έπαυλη Σίμωνος Σίνα στην «Επτάλοφο», η εξοχική έπαυλη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ στην Κέρκυρα (μετέπειτα Αχίλλειον), το αρχαιολογικό μουσείο κάτω από την Ακρόπολη και τέλος το θερινό ανάκτορο του βασιλέως Γεωργίου Α΄ στην Πειραϊκή.

Όπως ήδη ειπώθηκε, μετά την ολοκλήρωση του Αστεροσκοπείου το 1846, ο Χάνσεν κατευθύνεται προς την Βιέννη. Μάλλον απρόθυμα αποδέχθηκε πρόσκληση του Förster, ενός  από τους αρχιτέκτονες  με τις περισσότερες αναθέσεις της Ringstrasse. Η περίοδος συνεργασίας με το γραφείο του υπήρξε εντέλει ευνοϊκή αφού τον έφερε σε επικοινωνία με τις ισχυρότερες οικογένειες και ταυτόχρονα τον εισήγαγε στα νέα οικοδομικά θέματα, σε μια μητρόπολη σε οργασμό ανοικοδόμησης.

Στον ταλαντούχο Δανό παρουσιάστηκαν δύο μοναδικές επαγγελματικές ευκαιρίες στη ζωή του, όχι μόνο για δράση αλλά και για να ορίσει με το έργο του την αρχιτεκτονική δύο πόλεων υπό ανοικοδόμηση -διαφορετικής, φυσικά κλίμακας-, της Αθήνας και της Βιέννης, και να αναδειχτεί σε έναν αρχιτέκτονα-αστέρα της εποχής. Η «γερμανοποίησή» του και η αναγωγή των έργων του σε πρότυπα αρχιτεκτονικής για το Γ’ Ράιχ, τον καταδίκασε σε απόρριψη κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Μία μερική αναβίωση του ερευνητικού ενδιαφέροντος προέκυψε ευτυχώς το 2013, ιδίως στην Βιέννη και στην Αθήνα, κατά τον εορτασμό των 200 χρόνων από την γέννησή του.


ΕΡΝΣΤ ΤΣΙΛΛΕΡ

Με το Ζάππειο Μέγαρο Εκθέσεων και την Βαλλιάνειο Βιβλιοθήκη, ολοκληρώνεται η δημιουργική περίοδος του αθηναϊκού κλασικισμού. Το κλασικό ύφος όχι μόνο επιβιώνει, αλλά αποκτά χαρακτηριστικά κοινής γλώσσας, πράγμα που οφείλεται κυρίως στον Τσίλλερ, τον δημοφιλέστερο από τους αρχιτέκτονες που έδρασαν ποτέ στην Ελλάδα. Η τρίτη φάση της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής αφορά την περίοδό του, κατά την οποία καταφθάνουν όλο και περισσότεροι αρχιτέκτονες. Στη γενιά του Τσίλλερ ανήκουν λ.χ. οι Γάλλοι ανταγωνιστές, Gerard,Boulanger και Troump. Με τον ερχομό των ομογενών συντελέστηκε το ξεπάγωμα της οικοδομικής δραστηριότητας, που από το 1862 μέχρι το 1872 είχε πέσει σε αδράνεια, παράλληλα αλλάζει η «ταυτότητα» της αστικής τάξης και από γερμανική μετατρέπεται σε γαλλική

Ο Ernst Moritz Theodor Ziller δεν ανήκε στην κατηγορία των λογίων αρχιτεκτόνων της εποχής του, άλλωστε είχε σπουδάσει στην Βασιλική Τεχνική Σχολή της Δρέσδης [Baugewerbe-Schule]. Πολυσχιδής και ανήσυχη προσωπικότητα, διακρίθηκε σε ποικίλους ρόλους: ως ερευνητής της κλασικής αρχιτεκτονικής, οικονομικός διαχειριστής και διευθυντής εργοταξίων, επιχειρηματίας και επενδυτής, σχεδιαστής επίπλων και πάρκων αναψυχής και βέβαια ως αρχιτέκτων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων και θεάτρων στη Ζάκυνθο, την Πάτρα, το Αίγιο, την Αθήνα, τον Πειραιά, την Κηφισιά, ένας τύπος αρχιτέκτονα χαρακτηριστικός για τον 19ου αιώνα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά του Christian Gottlieb Τσίλλερ και της Johanna Sophia το γένος Richter, γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1837 κοντά στο Oberlößnitz της Σαξωνίας με καταγωγή από ονομαστή οικογένεια τοπικών οικοδόμων. Ήδη ο παππούς του είχε δουλέψει στο Radebeul, ενώ ο πατέρας είχε μαθητεύσει στη Τεχνική Σχολή της Δρέσδης κοντά στον Joseph Thürmer και ήταν επιτυχημένος αρχιτέκτων -ο πρώτος διπλωματούχος της οικογένειας. Στα εργοτάξιά του, διδάχτηκε από νωρίς τις αρχές της οικοδομική.

Από το 1858 αρχίζει να εργάζεται στο γραφείο του Χάνσεν και τον Μάρτιο του 1861 εγκαθίσταται στην Αθήνα ως πληρεξούσιος και αντίκλητός του για την ανέγερση της Ακαδημίας. Η εκθρόνιση του Όθωνα το 1862 προκαλεί την διακοπή της χρηματοδότησης και την αναστολή των εργασιών. Ο Τσίλλερ επιστρέφει στη Βιέννη τον Νοέμβριο του 1864 μέχρι τον Ιούλιο του 1868, ακριβώς κατά την περίοδο που ο Χάνσεν αποκρυσταλλώνει την «Hellenische Renaissance» και μελετά μερικά από τα έργα-κλειδιά της σταδιοδρομίας του. Ο Τσίλλερ έχει πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος. Σε επιστολή του προς τον Χάνσεν, γράφει : «[…] χαίρομαι που σύντομα θα δουλεύω κοντά σας, κάτι που με αποζημιώνει με το παραπάνω μια και τώρα ασχολείσθε με τόσο ενδιαφέροντα αντικείμενα […] Ακούω και διαβάζω ότι την ώρα αυτή βρίσκεστε στη λαμπρότερή σας περίοδο [….]» (28/5/1864).

Στο γραφείο του Χάνσεν, ο Τσίλλερ θεμελιώνει την αποζητούμενη σχέση μαθητείας με τον μελλοντικό μέντορά του. Εκπαιδεύεται στην εσωτερική συνέπεια του σχεδιασμού, που επιτρέπει τη μεταφορά και εφαρμογή του ιδιώματος σε κτίρια σχεδόν κάθε χρήσης και κλίμακας (Πανέτσος 2000, 432), πράγμα που εφαρμόζει με επιτυχία επιστρέφοντας στην Αθήνα. Μέσα από ένα τεράστιο αριθμό έργων, πολλά από τα οποία - «οικίες Σ. και Ν. Ψύχα, «Ιλίου Μέλαθρον»,



Ερνστ Τσίλλερ, Οικία Ε. Σλήμαν, "Ιλίου Μέλαθρον", κύρια όψη, 1878, μελάνι και υδατογραφία. [Βλ. παρουσίαση κτιρίου αρ. 045].


Δημοτικό Θέατρο, Μέγαρο Μελά,  οικία Σταθάτου,



Ερνστ Τσίλλερ, Οικία Όθωνος Σταθάτου, κύρια όψη, 1895, μελάνι και υδατογραφία. [Βλ. παρουσίαση κτιρίου αρ. 057].


οικία Τσίλλερ, τάφος του Σλήμαν- συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο αξιόλογων αθηναϊκών κτιρίων, ο Τσίλλερ διαμορφώνει την εικόνα της Αθήνας από τον Πειραιά και το Φάληρο, ώς την Κηφισιά μετά το 1880. Η διδασκαλία του στο Σχολείο των Τεχνών, ο άψογος επαγγελματισμός και η βιομηχανική τυποποίηση και παραγωγή των διακοσμητικών στοιχείων, ανοίγουν τον δρόμο της αποδοχής  του ιδιώματος ως πάνδημης έκφρασης τής αθηναϊκής, αν όχι της ελληνικής αρχιτεκτονικής στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του εικοστού (Πανέτσος 2000, 435). Η «σχολή Τσίλλερ» πέρασε αφομοιωμένη ακόμη και στη λαϊκή αρχιτεκτονική σε ευτελέστερες από πλευράς υλικών και ταπεινότερες από πλευράς προθέσεων κατασκευές των μαστόρων, οι οποίοι, με την επίμονη χρήση των χαρακτηριστικών της, την μεταμφίεσαν και αυτοί σε πάνδημη. Ελλείψει αντιστάσεων, έγινε σύντομα αποδεκτή ως «γηγενής», κι ας καταγόταν από έναν Σάξωνα που είχε μαθητεύσει κοντά σε έναν Δανό στη Βιέννη. Αν όχι ως παράδοξο, οφείλει αυτό να καταγραφεί ως ένας από τους λόγους, για τους οποίους η δημιουργική ουσία που συνέδεσε τον Τσίλλερ με την Ελλάδα, παρά την αρνητική υποδοχή των Μοντερνιστών, υπήρξε αμοιβαία επωφελής και φαίνεται πως μέχρι σήμερα καλύπτει με τρόπο ικανοποιητικό τις υπάρχουσες ανάγκες για επώνυμη αρχιτεκτονική.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Μ.Ζ., Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ [Ερνστ Τσίλλερs Erinnerungen], Αθήνα 2020.

ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Μ.Ζ., Αλληλογραφία Ερνστ Τσίλλερ-Θεόφιλου Χάνσεν (1871-1891), ΜΙΕΤ, υπό έκδοσιν.

ΜΠΙΡΗΣ, Κ., Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήναι 1966.

ΠΑΝΕΤΣΟΣ, Γ.Α., «Η συγκρότηση του αθηναϊκού νεοκλασικισμού», στο:Αθήναι. Από την κλασική εποχή έως σήμερα (5ος αι. π.Χ.-2000 μ.Χ.), Αθήνα 2000, σσ. 400-435.

ΠΑΝΕΤΣΟΣ, Γ.Α., «Ζητήματα μαθητείας: Η σχέση Θ. Χάνσεν – Ε. Τσίλλερ και ο αθηναϊκός νεοκλασικισμός», στο:Μ.Ζ. Κασιμάτη (επιμ.) Ερνέστος Τσίλλερ Αρχιτέκτων (1837-1923), Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλ. Σούτσου 2010,σσ. 38-42.

ΠΑΝΕΤΣΟΣ, Γ.Α.- ΚΑΣΙΜΑΤΗ, Μ.Ζ., Η «HellenischeRenaissance»του Θεοφίλου Χάνσεν. Μια επινοημένη παράδοση»TheHellenische Renaissanceof Theophil Hansen.  AnInvented Traditionin 19th Century Architecture»], στο: Μ.Ζ. Κασιμάτη-Γ.Α. Πανέτσος (επιμ.), Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν (1813-1891), ‘Hellenische Renaissance’ (ελλ.-αγγλ.),Αθήνα 2014, σσ. 29-39.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΒΕΝΕΤΑΣ, Α., «Ο αρχιτέκτων TheophilHansen (181-1891), φορεύς του ιδεώδους του κλασικισμού στο μεταίχμιο δύο θετών πατρίδων», στο: Ελλάδος έπαινος, δέκα κείμενα, Αθήνα 2013, σσ. 113-139.

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΚΡΙΣΤΕΝΣΕΝ, Α., «Τα δημιουργικά χρόνια του Χριστιανού Χάνσεν», στο: Μ.Ζ. Κασιμάτη (επιμ.), Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα,Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλ. Σούτσου 2000, 133-139.

FÖRSTER, W., «Theophilos Hansen –Ein europäischer Stararchitekt des 19. Jahrhunderts»[«Theophilos Hansen – A ninteenth century European star architect», στο: Monika Wenzl-Bachmayer (επιμ.), Theophil Hansen, Ein Star architect und seine Wohnbauten an der Wiener Ringstrasse. [Theophil Hansen, A star architect and his tenement palaces on the Viennese Ring strasse, Museum Posts parkasse, Βιέννη2013, σσ. 4-73.

NIEMANN, G. v. /FELDEGG, F. v., Theophilos Hansen und seine Werke unter Mitwirkung des Hansen-Clubs, Βιέννη 1893.

STALLA, R., «΄Για μένα η αρχαιότητα υπήρξε πάντοτε το πρότυπο΄»[«’My work has always been modelled on classical antiquity’», στο: Μ.Ζ. Κασιμάτη-Γ.Α. Πανέτσος (επιμ.), Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν (1813-1891), ‘Hellenische Renaissance’ (ελλ.-αγγλ.), Ίδρυμα Β&Μ Θεοχαράκη, Αθήνα 2014, σσ. 283-303.

VILLADS, V., «Από την Κοπεγχάγη στην Αθήνα» [«FromCopenhagento Athens»], στο: Μ.Ζ. Κασιμάτη-Γ.Α. Πανέτσος (επιμ.), Η αρχιτεκτονική του Θεοφίλου Χάνσεν (1813-1891), ‘Hellenische Renaissance’ (ελλ.-αγγλ.), Αθήνα 2014, σσ. 211-231.