Διπλωματική εργασία: Κέντρο Πολιτισμού στον Παλαιό Πλάτανο
Αλμυρού
Φοιτητής: Αλέξανδρος Ιακωβάκης
Επιβλέποντες: Fabiano Micocci, Βάσω Τροβά
Σχολή: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2020
Περίληψη
Οι εγκαταλελειμμένοι οικισμοί στην Ελλάδα
αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της. Οι πόλεμοι, η φτώχεια, η
μετανάστευση και η γενικότερη αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της
εκάστοτε εποχής, συντέλεσαν τα μέγιστα στο να εγκαταλειφθούν διάφοροι οικισμοί
και οι κάτοικοί τους να μεταναστεύσουν, κάποιες φορές σε κοντινά και άλλες σε
μακρινά μέρη. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο οικισμός του Παλαιού Πλατάνου
Αλμυρού ο οποίος βρίσκεται νότια της πόλης του Βόλου. Η πρώτη εγκατάσταση
κατοίκων στην περιοχή έγινε περίπου το 1500, όπου η μετακίνηση από τις παραθαλάσσιες περιοχές στα ενδότερα, κατέστη επιτακτική, προκειμένου να
προστατευτούν από τις επιδρομές πειρατών στα παράλια του Αλμυρού. Ιστορικές
μαρτυρίες και αναφορές δίνουν την ονομασία Πλάτανος από το 1650-1800. Στόχος
της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη ανάδειξης του οικισμού και
αναβίωσης της ιστορίας του, μέσα από τη δημιουργία ενός κέντρου πολιτισμού, το
οποίο θα λειτουργεί ως ένας ζωντανός οργανισμός και κοινωνικός πυκνωτής μέσα
στον εγκαταλελειμμένο πλέον οικισμό. Μέσα από το εγχείρημα, οι επισκέπτες
αλληλεπιδρούν με τους ντόπιους, καθώς οι εκδηλώσεις και οι λειτουργίες του
project έχουν ως στόχο να προκαλέσουν την ενεργητική συμμετοχή των επισκεπτών
σε διαδικασίες παραγωγής τροφίμων και εργαστήρια καλλιέργειας και ταυτόχρονα να
δώσουν τη δυνατότητα στους πρώτους να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Ο σχεδιασμός
έγινε με σεβασμό στην παλιά ρυμοτομία του χωριού και τις χαράξεις των δρόμων
και εντάσσεται πλήρως στο περιβάλλον του αναφορικά με τα ύψη και τα υλικά
κατασκευής, αποφεύγοντας να αποτελέσει ξένο σώμα, σε ένα ήδη υπάρχον δίκτυο
δρόμων και οικοδομικών τετραγώνων. Αποτελείται από ένα συγκρότημα πέντε κτιρίων
που παρέχουν ξεχωριστές λειτουργίες, ωστόσο οι διαδικασίες που εμπλέκονται σε
αυτά τα κάνουν να αλληλοσυμπληρώνονται. Η διάταξή τους ακολουθεί τις χαράξεις
του εδάφους στο οικόπεδο. To project αναγεννά τον οικισμό και υπενθυμίζει την
σημαντική ιστορία που κρύβεται εκεί.
_____________________________________________________
Ο οικισμός αναπτύχθηκε σταδιακά σε δύο
συνοικίες, και χωρίζονταν από το ποταμάκι που έρεε καθ’ όλη τη διάρκεια του
έτους. Η κάθε μία είχε το όνομα της εκκλησίας που έκτισαν οι ντόπιοι. Οι
Αι-Γιαννιώτες και Οι Αι- Θανασιώτες.
Ο Πλάτανος εκείνη την εποχή αποτελούσε ένα
λαμπρό παράδειγμα ανεπτυγμένου οικισμού, καθώς διέθετε διώροφα πετρόκτιστα
σπίτια με ημιυπόγειο, καλντερίμια, μια πληθώρα κοινόχρηστων πηγαδιών,
νερόμυλους, δημόσιες βρύσες και τοξωτά γεφύρια.
Το
ρυάκι που έρεε στην περιοχή χώριζε τον οικισμό σε δύο συνοικίες, όπου η καθεμιά είχε τη δικής της εκκλησία. Στην ακμή του ο οικισμός είχε διώροφα
πέτρινα κτίρια με ημιυπόγεια, κ α λ ν τ ε ρ ί μ ι α , κοινόχρηστα πηγάδια,
δημόσιες βρύσες, νερόμυλους και τοξωτά γεφύρια. Λόγω οικονομικής ανάπτυξης
υπήρξαν ευνοϊκές οι συνθήκες επί τουρκοκρατίας. Από το 1821 έως και το 1943 ο
οικισμός πυρπολήθηκε επτά φορές λόγω της επαναστατικής δράσης των κατοίκων του,
από Τούρκους, Ιταλούς και Γερμανούς. Από το 1953 άρχισε σταδιακά να
εγκαταλείπεται έως και το 1960 όπου έφυγαν και οι τελευταίοι κάτοικοι.
Από την χωροταξική ανάλυση του οικισμού προκύπτουν ορισμένα
συμπεράσματα. Αρχικά, η οργάνωση του χώρου έγινε σταδιακά. Η ανάπτυξη των
κατοικιών πραγματοποιήθηκε με επίκεντρο τα δύο σημαντικότερα τοπόσημα της
περιοχής. Αυτά είναι η πλατεία με τον πλάτανο, και το ρυάκι που έρεε στο
σημείο. Οι αιτίες της εν λόγω εξέλιξης είναι προφανείς. Η πλατεία αποτελούσε το
σημείο αναφοράς, ενώ ταυτόχρονα το υγρό στοιχείο ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για
τις καθημερινές δραστηριότητες. Η οργάνωση των οικοδομικών τετραγώνων έγινε
άναρχα ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε περιόδου. Τα
κτίσματα τοποθετούνται περιμετρικά των τετραγώνων, ενώ η χωροθέτησή τους
υπακούει μερικώς σε ένα κάναβο. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το ρέμα
που υπάρχει στην περιοχή υποδεικνύει την ροή της ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο
άλλωστε παρατηρούμε μία πιο εύθετη δόμηση περιμετρικά αυτού.
Η δημιουργία ενός κέντρου πολιτισμού στον εγκαταλελειμμένο
οικισμό του Παλαιού Πλατάνου αναγεννά την περιοχή και λειτουργεί σαν θύμηση της
σημαντικής ιστορίας του. Η τοπογραφική ανάλυση δίνει ορισμένες συντεταγμένες
από τις οποίες προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα για την πορεία της ιδέας. Τα
δεδομένα που υπάρχουν παρέχουν ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με το ‘δομημένο’
και το ‘αδόμητο’, το κενό και το πλήρες. Τονίζεται ακριβώς αυτή η αντίθεση
μεταξύ του υλικού και του άυλου.
Έχοντας
ως αφετηρία τους παραπάνω συλλογισμούς, θεωρήθηκε αναγκαία η αξιοποίηση της εν
λόγω αντίληψης ως στοιχείο εκκίνησης της σύνθεσης. Συμπαγείς όγκοι, με
προσανατολισμό στο ‘εσωτερικό’ δημιουργούν μία κοινότητα σε μικρότερη κλίμακα,
τηρώντας τις απαραίτητες αναλογίες. Η φαινομενική εσωστρέφεια στην
πραγματικότητα λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα καθώς ισχυροποιείται η
κοινωνικοποίηση και οι συλλογικές δραστηριότητες για τους χρήστες του έργου.
Στη συνέχεια, η ιδέα ενισχύθηκε μέσω της διάσπασης των κυρίως όγκων και της
αναλογικής διαίρεσης των λειτουργιών.
Κατά την είσοδό στο οικόπεδο συναντάμε το
κτήριο Ε. Το συγκεκριμένο κτήριο αποτελεί το χώρο όπου γίνονται τα δρώμενα.
Εκεί οργανώνονται εκδηλώσεις, παραστάσεις, ομιλίες, σεμινάρια, χοροί και
εκδηλώσεις γευσιγνωσίας. Έχει σχεδιαστεί ένα μεγάλο αίθριο με κοινή οροφή που
προσδίδει στο χώρο την αίσθηση της ευρυχωρίας. Τα σκαλοπάτια που οδηγούν στον
επάνω όροφο είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να μπορούν να φιλοξενήσουν έναν αριθμό
επισκεπτών. Το ίχνος αυτής της κατασκευής στην οροφή του πρώτου ορόφου,
υψώνεται αντίστροφα από την κλίση των σκαλοπατιών δημιουργώντας ένα άνοιγμα που
επιτρέπει να εισέλθει φυσικό φως στο εσωτερικό. Στο ισόγειο, ακόμη, σχεδιάζεται
ένας εκθεσιακός χώρος που φιλοξενεί την ιστορία του χωριού.
Το κτήριο Δ αποτελεί τον ‘’πυρήνα’’ του
συγκροτήματος. Διαθέτει εστιατόριο όπου μπορούν να γευματίσουν οι επισκέπτες ή
και οι καλεσμένοι σε κάποια εκδήλωση. Έχει σχεδιαστεί κουζίνα για τις ανάγκες
του εστιατορίου καθώς επίσης και ορισμένοι βοηθητικοί χώροι που λειτουργούν
υποστηρικτικά για τους ξενώνες. Ακόμη, στο κτήριο Δ, υπάρχει ένα κατάστημα όπου
οι ντόπιοι παραγωγοί μπορούν να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο το project
λειτουργεί ως ένα κανάλι διανομής και ως ένα εργαλείο που βοηθάει τους
παραγωγούς της περιοχής. Ακόμη, σε αυτό το κατάστημα πωλούνται προϊόντα που
παράγονται από τα εργαστήρια, τα οποία στεγάζονται στο κτήριο Γ.
Το
κτήριο Γ είναι ένα από τα πρώτα κτήρια που συναντάμε κατά την είσοδό μας στο
οικόπεδο. Εκεί σχεδιάζονται εργαστήρια όπου πραγματοποιούνται μαθήματα
εκμάθησης καλλιέργειας, κεραμικής, χειροτεχνίας και φυσικής δόμησης. Τα
μαθήματα αυτά υλοποιούνται τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Οι
ντόπιοι συμμετέχουν ενεργά σε αυτές τις διαδικασίες ως εργαζόμενοι στο
συγκρότημα. Δημιουργείται έτσι μια σύνδεση και μία ‘’συσχέτιση’’ του τοπικού
πληθυσμού με τους εξωτερικούς επισκέπτες.
Τέλος,
τα δύο κτήρια στη Βόρεια πλευρά είναι οι ξενώνες του συγκροτήματος. Το ένα
ανήκει στην αυστηρή γραμμή του δρόμου, ενώ το άλλο υιοθετεί την κλίση του
εδάφους. Εκεί φιλοξενούνται επισκέπτες και λειτουργούν ακριβώς όπως τα δωμάτια
των διακοπών. Στο ισόγειο των κτηρίων δημιουργούνται ιδιωτικά μπαλκόνια ανά
δωμάτιο όπου διαχωρίζονται μεταξύ τους με ελαφριές κατασκευές. Οι χώροι αυτοί
βρίσκονται ανάμεσα στον όγκο και το ‘’κέλυφος’’ του κτηρίου. Ωστόσο, στον 1ο
όροφο, τα ιδιωτικά μπαλκόνια χωνεύονται στον όγκο του κτιρίου. Επιπλέον, σε
κάθε ένα από αυτά τα κτήρια υπάρχει ένας χώρος υποδοχής και κοινόχρηστοι χώροι
/ χώροι αναμονής.
Η εξωτερική διαμόρφωση υπόκειται σε έναν απλό σχεδιασμό όπου ακολουθείται η
τοποθέτηση των όγκων. Στόχος είναι να ‘’ενώνονται’’ τα κτήρια διευκολύνοντας
την πρόσβαση από όλες τις κατευθύνσεις. Από την αρχική τοποθέτηση των όγκων του
συγκροτήματος, δημιουργούνται μικρές ‘’πλατείες’’ στα ενδιάμεσα κενά τους,
προσδίδοντας την αίσθηση του χωριού. Στους εξωτερικούς χώρους μπορούν να
φιλοξενηθούν εκδηλώσεις κατά τους θερμούς μήνες του έτους.
Η κυβιστική μορφή των όγκων αποτελεί μια αναφορά στην
παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής. Οι γήινοι τόνοι, τα φυσικά υλικά και το
μέσο ύψος των 7.20 μέτρων εντάσσει το συγκρότημα στο περιβάλλον του. Τα μεγάλα
ανοίγματα στην άνοψη όλων των κτιρίων αποτελούν άλλη μια αναφορά στη σημερινή
κατάσταση στην περιοχή. Με την εγκατάλειψη του οικισμού, οι κάτοικοι πήραν μαζί
τους τις στέγες των σπιτιών, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν για οικοδομικά
υλικά στη νέα τοποθεσία. Για αυτό το λόγο σήμερα υπάρχουν μόνο τα πέτρινα
κελύφη των κτιρίων.
Η κτιριακή δομή του project αποτελείται από
τέσσερα βασικά δομικά στοιχεία. Αρχικά, είναι ο κύριος όγκος του κτιρίου, όπου
σχεδιάζεται με οπλισμένο σκυρόδεμα και επίχρισμα λευκού σοβά. Εξωτερικά
τοποθετούνται πανέλα κατασκευασμένα από σκυρόδεμα, το οποίο αναμειγνύεται με
χρώμα τσιμέντου σε σκόνη, στην απόχρωση της ώχρας. Το οπτικό αποτέλεσμα αυτής
της διαδικασίας τοποθετεί το έργο στο περιβάλλον του, με σεβασμό,
προσαρμόζοντάς το σε αυτό, αναφορικά με την χρωματική παλέτα. Στον οικισμό,
πλέον, παρατηρεί κανείς μόνο τα κελύφη των πετρόκτιστων κτιρίων που
ξεπροβάλλουν από το φυσικό περιβάλλον. Η πέτρα κυριαρχεί στο τοπίο, μαζί με τη
φύση, ενώ κάτω από το φως του ήλιου αναδεικνύεται η υφή της και τα χρώματά της
σε ένα φάσμα μεταξύ κίτρινου, μπεζ και ώχρας. Τα πανέλα ουσιαστικά
‘αγκαλιάζουν’ τον λευκό όγκο με τις καθαρές γεωμετρίες δημιουργώντας μία
χρωματική αντίθεση μεταξύ του απόλυτου λευκού του εσωτερικού και της ώχρας
εξωτερικά. Στη συνέχεια, τα περιμετρικά δοκάρια, κατασκευασμένα και αυτά από
σκυρόδεμα, ‘δένουν’ την κατασκευή, καθώς ενώνουν τα πανέλα με τον κύριο όγκο.
Τέλος, στα μεγάλα ανοίγματα στο επάνω τμήμα των κτιρίων, τα οποία αποτελούν
αναφορά στη σημερινή κατάσταση του οικισμού, τοποθετείται σύστημα σκίασης με
γυαλί. Επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέλθει στο εσωτερικό των κτιρίων, χωρίς
ωστόσο να προκαλεί προβλήματα θάμβωσης και αύξησης της θερμοκρασίας κατά τους
θερμούς μήνες του έτους.