Διπλωματική Εργασία: Κούριο. "Οδός άνω και κάτω μία"
Φοιτητές: Νικολακέας Σωτήρης, Πηλαβάκη Άντρεα
Επιβλέποντες Καθηγητές: Βοζάνη Αριάδνη, Κούρκουλας Ανδρέας
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου | Μάρτιος 2018
Η παρούσα διπλωματική εργασία διερευνά την εμπειρία της κίνησης στο χώρο,
μέσα από τη δημιουργία μιας στοχαστικής διαδρομής, που βασικό στόχο έχει να
συνδέσει δύο αρχαιολογικούς χώρους. Οι παρεμβάσεις που προτείνονται προέκυψαν
μέσα από προσωπική ανάγνωση και ερμηνεία του τόπου.
Ο τόπος. Περιοχή παρέμβασης αποτελεί το Κούριο, ένα αρχαίο
βασίλειο της Κύπρου, που σήμερα δεν καταλαμβάνει παρά μια μικρή περιοχή στην
επαρχία Λεμεσού. Το Κούριο βρίσκεται σε μικρό υψόμετρο, κοντά στη θάλασσα, και
χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αρχαιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, δύο αρχαιολογικοί
χώροι, που απέχουν μεταξύ τους απόσταση τριών χιλιομέτρων, αποτελούν τα
σημαντικότερα τοπόσημα του Κουρίου.
Οι Αρχαιότητες. Οι δύο αρχαιολογικοί χώροι, που είναι σήμερα
επισκέψιμοι, λειτουργούν ως δύο πόλοι. Από τη μία υπάρχει η Ακρόπολη, που
περιλαμβάνει το αρχαίο ελληνικό θέατρο, και αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας
ζωής, και από την άλλη, το Ιερό του Απόλλωνα Υλάτη, που λειτουργούσε ως το
κέντρο λατρείας τόσο για την περιοχή, όσο και για ολόκληρη την Κύπρο.
Υφιστάμενη κατάσταση:
Το πρόβλημα. Παρά την οργάνωση που υπάρχει στον κάθε
αρχαιολογικό χώρο ξεχωριστά, εντοπίζεται μια προβληματική κατάσταση όσον αφορά
την κίνηση στον ενδιάμεσο χώρο, καθώς και την μετάβαση από τον ένα στον άλλο.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα αυστηρά όρια των αρχαιολογικών χώρων, έχει
ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων ως ‘αντικείμενα’, αποκομμένα από
το τοπίο στο οποίο ανήκουν.
Η πρόταση. Η παρούσα διπλωματική συνιστά μια προσπάθεια
επίλυσης του προβλήματος που αναφέρθηκε, χωρίς όμως να παρεμβαίνει στους
αρχαιολογικούς χώρους, όπου υπάρχει οργανωμένο δίκτυο κίνησης.
Ο πιο πάνω στόχος επιτυγχάνεται μέσα από την χάραξη μονοπατιών, ενώ
ταυτόχρονα, τοποθετούνται μεταλλικές κατασκευές σε κομβικά σημεία της περιοχής,
που σκοπό έχουν να ενισχύσουν την εμπειρία της μετάβασης και να φέρουν τον
επισκέπτη σε επαφή με τον τόπο.
Οι κατασκευές αυτές επιχειρούν να αξιοποιήσουν διάφορα φυσικά φαινόμενα,
όπως είναι ο αέρας, ο ήλιος, το φεγγάρι και η βροχή, και μέσα από αυτό το
χειρισμό των φαινομένων να δώσουν νόημα στην εμπειρία της μετάβασης.
Υλικότητα. Η επιλογή του μετάλλου γίνεται συνειδητά και
επιδιώκει την δημιουργία μιας αντιστικτικής σχέσης ανάμεσα στην στιβαρότητα των
αρχαιοτήτων και την λεπτότητα του μετάλλου· ανάμεσα στην λάμψη του λευκού
μαρμάρου και το σκοτάδι του μετάλλου.
Με τον τρόπο αυτό, γίνεται ξεκάθαρο πως η σύγχρονη παρέμβαση δεν επιχειρεί
να ταυτιστεί με τα αρχαία, αλλά να τα σεβαστεί και να κρατηθεί σε απόσταση από
αυτά.
Το δίπολο. Μελετώντας τα αρχαία, παρατηρούμε πως βρίσκεται
κρυμμένο ένα δίπολο, που αφορά δύο θεότητες, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο.
Ο ένας αρχαιολογικός χώρος, το Ιερό, είναι αφιερωμένος στον θεό Απόλλωνα,
ενώ ο δεύτερος περιλαμβάνει το θέατρο, που ταυτίζεται με τον θεό Διόνυσο.
Προκύπτει, λοιπόν, το δίπολο ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό πνεύμα,
που μετά από μελέτη διαπιστώσαμε πως μπορούσε να αποτελέσει την σχεδιαστική
αφορμή για την εργασία αυτή.
Ανάλυση Υφιστάμενης Κατάστασης:
Ερμηνεία του τόπου. Μετά από περιήγηση στην περιοχή μελέτης, προσεκτική παρατήρηση και
χαρτογράφηση, γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας του τόπου, με την χρήση χωρικών ανάλογων.
Αρχικά, εντοπίζουμε τα σημεία ενδιαφέροντος και στη συνέχεια αποδίδουμε τα
κυριότερα χαρακτηριστικά τους με αφαιρετικό τρόπο. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί
στην καλύτερη κατανόηση των χωρικών ποιοτήτων του τόπου.
Σχεδιαστική Αφορμή. Το δίπολο των δύο θεοτήτων, Απόλλωνα και Διόνυσου, και οι χωρικές τους
ποιότητες αποτέλεσαν την σχεδιαστική αφορμή για την εργασία αυτή. Η χάραξη των
προτεινόμενων μονοπατιών σχετίζεται με το δίπολο Απόλλωνα και Διόνυσου, ενώ οι
κατασκευές μας αποτελούν ένα είδος διαλεκτικής ανάμεσα στις δύο θεότητες, σε
αναφορά κάθε φορά με τα φυσικά φαινόμενα που εμπλέκονται.
Πρόταση - Παρεμβάσεις. Η παρέμβαση θα μπορούσε να αναλυθεί σε τρεις βασικούς άξονες. Αρχικά,
προτείνεται η μετατόπιση του αυτοκινητόδρομου, με σκοπό την διευκόλυνση της
κίνησης των πεζών στην περιοχή. Στη συνέχεια, σχεδιάζονται οι διαδρομές. Η
«απολλώνια» διαδρομή είναι ευθύγραμμη, πιο σύντομη και συνδέει άμεσα τους δύο
αρχαιολογικούς, σε αντίθεση με την «διονυσιακή» πορεία που είναι ακανόνιστη και
επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία στον περιπατητή. Στην περίπτωση αυτή, ο
επισκέπτης συναντά θραύσματα του μονοπατιού τα οποία δεν ορίζουν μια μόνο
διαδρομή.
Η εμπειρία της μετάβασης ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση των μεταλλικών
κατασκευών. Ο τρόπος που οι κατασκευές αυτές αλληλοεπιδρούν με τα φυσικά
φαινόμενα νοηματοδοτεί την πορεία αυτή.