Διπλωματική εργασία: ΛΟΥΤΡΑ
ΝΙΣΥΡΟΥ | αρθρώνοντας χωρο-χρονικές αντιθέσεις ενός αποσπασματικού τοπίου
Φοιτήτριες: Ζώτου Σοφία, Παπακωνσταντίνου-Μπράτη Ιωάννα
Επιβλέπων Καθηγητής: Τζομπανάκης Αλέξιος
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης | Δεκέμβριος
2018
Τα Δημοτικά Ιαματικά Λουτρά Νισύρου χαρακτηρίζουν από το
1885 το βόρειο μέτωπο του νησιού. Η περιοχή επέμβασης αναγνωρίζεται ως ένας
υπολειμματικός χώρος πλέον, οργανωμένος σε πολλαπλά χωρικά επίπεδα και με
αποτυπώματα διαφορετικών χρονικών περιόδων, με διακριτές συρραφές και όρια που
προκύπτουν από αυτές. Το ιστορικό συγκρότημα σήμερα υπολειτουργεί, με ένα μόνο
από τα κτίρια του να χρησιμοποιείται και τους λουόμενους να εξυπηρετούνται
στοιχειωδώς.
Η Νίσυρος είναι ένα εξ’ ολοκλήρου ηφαιστειογενές νησί του
νότιου Αιγαίου, το οποίο δηλώνει από μακριά την ταυτότητά του. Πρόκειται για
ένα μεγάλο ηφαιστειακό οικοδόμημα, και μάλιστα, το νεότερο ενεργό ηφαίστειο του
Αιγαίου. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων και βρίσκεται βορειοδυτικά της
Ρόδου, ανάμεσα στην Κω, την Τήλο και την Αστυπάλαια. Μέσα από μία αλληλουχία
χαρτών και γραφημάτων, αποτυπώνεται η σύγχρονη κατάστασή του.
Το χωρικό
ανάγλυφο του νησιού είναι έντονο και ποικιλόμορφο. Το κύριο χαρακτηριστικό της
διαμορφωμένης νισυριακής γης είναι ο μεγάλος αριθμός πεζουλών, που είναι και ο
μεγαλύτερος στα Δωδεκάνησα. Η εκτεταμένη κάλυψη του νησιού με πεζούλες βοηθά
την καλλιέργεια του εδάφους, το οποίο είναι πολύ εύφορο λόγω της ηφαιστειακής
του προέλευσης. Οι πεζούλες συγκρατούν το χώμα κατά την περίοδο των βροχών, και
με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η διάβρωση του εδάφους. Επιπλέον, η ύπαρξη
πολλών πεζουλών προσδίδει στο νησί την εικόνα ενός αρχιτεκτονήματος,
δημιουργώντας ταυτόχρονα πλήθος λιθόστρωτων μονοπατιών, τα οποία προσελκύουν φυσιολάτρες
και περιπατητές από όλο τον κόσμο. Λόγω της ηφαιστειακής δραστηριότητας στη
Νίσυρο, υπάρχουν θερμές πηγές, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι στα Λουτρά, στους
Πάλλους και στο Αυλάκι. Τέλος, η Νίσυρος είναι γνωστή και ως «πράσινο ηφαίστειο»,
καθώς στο νησί καταγράφονται στο σύνολο πάνω από 451 είδη. Τα καλλιεργούμενα
δέντρα είναι κατά κύριο λόγο αμυγδαλιές, ελαιόδεντρα, συκιές, βελανιδιές και
τερέβινθοι. Επικρατεί η μεσαίου ύψους φύτευση, όπως ασπάλαθοι, σπάρτα, δάφνες,
καθώς και θάμνοι, όπως αστοιβίδες, αγριολεβάντες κ.ά.
Στο
επίκεντρο της μελέτης τίθεται η διαφύλαξη της ιδιομορφίας του νησιού, και η
επιλογή εκείνων των αρχιτεκτονικών εργαλείων με τα οποία συνδιαλέγονται τα
ιδιαίτερα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του.
Εστιάζοντας στο βόρειο μέτωπο του νησιού, παρατηρείται
ότι η περιοχή των Λουτρών τοποθετείται κεντροβαρικά ανάμεσα στους οικισμούς του
Μανδρακίου και των Πάλλων. Απομονώνοντας την ακτογραμμή είναι φανερές οι
εξάρσεις της και οι ασυνέχειες της. Έντονες είναι και οι χωρικές εξάρσεις των
βουνών και των λόφων. Ο σχηματισμός του ανάγλυφου έχει μία ξεκάθαρη δομή,
διαμορφώνοντας έναν σαφώς οριοθετημένο χώρο. Για το λόγο αυτό, οι εξάρσεις
αυτές συνιστούν ουσιαστικά ένα όριο, που δημιουργεί κοιλότητες, στις οποίες ανά
σημεία αποκαλύπτονται το νισυριακό έδαφος και το στοιχείο του νερού, ενώ σε
άλλα φιλοξενούνται οι υποδομές των οικισμών. Η τρίτη κοιλότητα εντοπίζεται στην
περιοχή μελέτης.
Μακροσκοπικά, προτείνεται η ανάδειξη των Λουτρών ως
συνδετικό στοιχείο της πρωτεύουσας του νησιού και του οικισμού των Πάλλων, με
σκοπό την αποκατάσταση της ασυνέχειας του βόρειου μετώπου. Η λειτουργική και
αντιληπτική ενοποίηση των οικισμών επιχειρείται μέσω της προτεινόμενης ενίσχυσης
του υπάρχοντος μονοπατιού, που περνά από διάφορα σημεία ενδιαφέροντος, τα οποία
αποτυπώνονται και στον αντίστοιχο χάρτη.
Η ιστορία των Λουτρών ξεκινά το 1870. Η πρώτη πτέρυγα
κατασκευάζεται το 1885, και έκτοτε πραγματοποιούνται επεκτάσεις των
εγκαταστάσεων. Το 1915, όταν ολοκληρώνεται το σύνολο των επεκτάσεων,
παρατηρείται η μεγαλύτερη ανάπτυξή τους, όσον αφορά την προσέλευση λουόμενων. Η
λουτρόπολη Νισύρου γίνεται ευρέως γνωστή στα Δωδεκάνησα, την Αίγυπτο και τη
Μικρά Ασία. Η χρήση τους ως λουτρά διακόπτεται κατά την περίοδο της Ιταλικής
κατοχής, οπότε και σημειώνονται σημαντικές φθορές. Ωστόσο, το 1948 επαναλειτουργούν
ως λουτρά. Το 1990 αφαιρείται η σκεπή τους και το μεσοπάτωμα, με αποτέλεσμα οι
πτέρυγες Αρμένικα και Καλησπέρη να μετατραπούν σε ερείπια, κατάσταση στην οποία
βρίσκονται μέχρι και σήμερα. Το 2004 πραγματοποιείται η εκκίνηση της διαδικασίας
αποκατάστασής τους με την προσθήκη στεγών η οποία, όμως, σταματά εκεί. Σήμερα,
μόνο το ανατολικό κτήριο λειτουργεί και χρησιμοποιείται ως κατάλυμα, ενώ στο
δυτικό τμήμα φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις καλλιτεχνών και μαθητών του
Δημοτικού Σχολείου Νισύρου.
Σε ένα επόμενο επίπεδο ανάγνωσης αποκωδικοποιούνται τα
στοιχεία του τοπίου και εντοπίζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ευρύτερη
περιοχή μελέτης, ώστε να ιεραρχηθούν οι αρχές για την ενεργοποίηση της.
Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας αποτελεί η σύνθεση μιας αρχιτεκτονικής
πρότασης που θα επαναπροσδιορίσει τον χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής,
ενοποιώντας το αποσπασματικό τοπίο και αποκαλύπτοντας τις ξεχασμένες μνήμες.
Αναζητούνται οι τρόποι που μείζονες αντιθετικές έννοιες μπορούν να συνυπάρξουν και να
αναπαρασταθούν χωρικά: φυσικό-ανθρωπογενές, εσωτερικό-εξωτερικό,
υφιστάμενο-μεταγενέστερο κ.ά.
Η εστιασμένη σχεδιαστική πρόταση αφορά στη σύνθεση ενός συνεκτικού συνόλου δημόσιου
χαρακτήρα, ικανού να αποκαταστήσει χωρικές ή χρονικές σχέσεις που έχουν χαθεί,
να δημιουργήσει νέες, και να υποδεχτεί χρήσεις πολιτισμού, έρευνας και
θεραπείας. Το σύνολο των στοιχείων της και των στρατηγικών αποτυπώνεται
στο σχέδιο γενικής διάταξης. Από πολύ νωρίς, κύριο μέλημα της συνθετικής
διαδικασίας αποτελεί ο συγκερασμός των φυσικών με τα ανθρωπογενή στοιχεία. Για
το λόγο αυτό, αποφασίζεται και η συνέχιση των ροών των φυτεύσεων, τόσο ως προς
τα ύψη, αλλά και ως προς τα είδη που ευδοκιμούν στην περιοχή.
Επιλέγεται υψηλή φύτευση κατά μήκος των μονοπατιών,
αμυγδαλιά στο μονοπάτι που κατεβαίνει από τον οικισμό του Εμπορειού, ενώ
τερέβινθος και πρίνος στην παραθαλάσσια-περιπατητική διαδρομή σύνδεσης Μανδρακίου-Πάλλων.
Μεσαίου ύψους φυτεύσεις τοποθετούνται στις νοητές συνέχειες των λόφων, σχηματίζοντας
«φρύδια» κατά μήκος των πεζουλών. Διαμορφώνεται σημείο στάσης των περιπατητών
στο δώμα των απαραίτητων δεξαμενών ιαματικού ύδατος και καλλιέργειες θεραπευτικών
βοτάνων, αξιοποιήσιμων από το προτεινόμενο θεραπευτήριο. Επιπροσθέτως, η
κατάληξη της ανατολικής κάθετης πορείας
είναι μία μικρή προβλήτα από την οποία προτείνεται να φεύγουν καθημερινά
μικρά σκάφη αναψυχής προς τη νήσο του Γυαλιού.
Η άρθρωση των ετερόκλητων συστημάτων και των μεμονωμένων
θραυσμάτων τοπίου αποδίδεται ως μία ενιαία κίνηση, η οποία μέσω του πύργου
κατακόρυφης κίνησης διαπερνά τον in situ εκθεσιακό
και την πτέρυγα Αριστοκρατικά, το θεραπευτήριο και καταλήγει στο σημείο στάσης με
τις καλλιέργειες. Στα κτίρια των υφιστάμενων λουτρών τοποθετείται σκελετός
προσαρτώμενος στη στέγη, η οποία αποτελεί και τη μοναδική μεταγενέστερη
προσθήκη, με στόχο την αντιστρεψιμότητα της επέμβασης και την παρατήρηση των
εκθεμάτων που φιλοξενούν και σήμερα.
Η συνολική σύνταξη του χώρου βασίζεται σε μία μετάβαση
από τη μία κατηγορία χώρου στην άλλη. Οι σχέσεις ανάμεσα στον
εσωτερικό-εξωτερικό χώρο, οι καθ ύψος συνδέσεις και οι συνεχείς εναλλαγές
ποιοτήτων καθορίζονται από διαφορετικούς παράγοντες κάθε φορά, στοχεύοντας
παράλληλα και στην ενεργοποίηση του βιώματος του επισκέπτη.
Ο ημιϋπαίθριος κυβικός όγκος της κρήνης λειτουργεί ως
αρθρωτής της υφιστάμενης και της προτεινόμενης κτιριακής δομής, αφού σχεδιάζεται
στο ίχνος της προγενέστερης δεξαμενής ιαματικού ύδατος, εξασφαλίζει τη σύνδεση
των διαφορετικών χωρικών επιπέδων και, εν τέλει, την ενοποίηση του ευρύτερου
συστήματος. Από αυτόν πραγματοποιείται η πρόσβαση στο θεραπευτήριο και η
διαμπερής εσωτερική κίνηση σε όλους τους επιμέρους του τομείς.
Το επίμηκες κτίριο μήκους 130 μέτρων απορρέει από το ίδιο
το τοπίο και αφορά σε τρεις τομείς διαφορετικού είδους θεραπείας. Βασική
συνθετική αρχή της εσωτερικής του διάρθρωσης είναι η εναλλαγή του πλήρους με το
κενό. Η γραμμική διασπορά των κυβικών όγκων που παράγεται από την εναλλαγή
αυτή, οριοθετεί από τη μία πλευρά την εγκατάσταση από την παραλία, ενώ από τη
δεύτερη δημιουργεί το τελευταίο «φυσικό» όριο, υπό τη μορφή πεζούλας,
φιλοξενώντας τους χώρους θεραπείας σταθερού ύψους.
Η χωρική δυναμική του εδαφικά προσδιορισμένου κτιρίου
επεκτείνεται εκτός των ορίων των εσωτερικών του χώρων και το φυσικό στοιχείο
οριοθετείται, τελικά, εντός του.