Δ049.19 | Μελέτη Νεκρόπολης Δήμου Γλυφάδας


Τίτλος: Μελέτη Νεκρόπολης Δήμου Γλυφάδας
Φοιτήτρια: Ζήση Κωνσταντίνα
Επιβλέπων καθηγητής: Γεώργιος Πανέτσος
Σχολή: Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Χρονολογία: Οκτώβριος 2019





Η διπλωματική εργασία αφορά στο σχεδιασμό ενός σύγχρονου μητροπολιτικού νεκροταφείου, το οποίο χωροθετείται στο Λεκανοπέδιο Αττικής.Αντικείμενό της αποτελεί η πρόταση ενός μοντέλου ταφής, το οποίο αφενός θα συμβάλλει στην επίλυση των βασικών λειτουργικών προβλημάτων των υφιστάμενων κοιμητηρίων και αφετέρου,θα επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα του χώρου των νεκρών και τη σχέση του με την πόλη.
Ειδικότερα, προτείνεται το μοντέλο της Νεκρόπολης, το οποίο συλλαμβάνεται ως μία πόλη των νεκρών, σε αντιπαραβολή με αυτή των ζωντανών και χωροθετείται σε υφιστάμενους «ανενεργούς» χώρους,εντός ή εγγύς του αστικού ιστού.
Βασικά χαρακτηριστικά του αποτελούν η συγκέντρωση των υποδομών σε μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα, ηκαθ' ύψος ανάπτυξη του ταφικού χώρου, η αερόβια σήψη, ο εσωστρεφής χαρακτήρας και η παράλληλη δημιουργία πάρκου.
Η χωροθέτηση της Νεκρόπολης  σε «ανενεργούς» χώρους λύνει το έντονο πρόβλημα της δυσκολίας εύρεσης κατάλληλου οικοπέδου, ενώ παράλληλα αξιοποιεί εκ νέου τους χώρους αυτούς. Επιπλέον, η επιλογή ενός οικοπέδου σε άμεση σχέση με τον αστικό ιστό αποτελεί βέλτιστη λύση, καθώς καθιστά το νεκροταφείο εύκολα προσβάσιμο από τους πολίτες. Τέλος, η παράλληλη δημιουργία πάρκου αναβαθμίζει το αστικό περιβάλλον.
Η πυκνή δόμηση του χώρου επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών της Νεκρόπολης σε σημαντικά μικρότερη έκταση γης από αυτή που καταλαμβάνουν τα υφιστάμενα νεκροταφεία. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται εφικτή η χωροθέτησή της σε εκτάσεις εντός του αστικού ιστού. Επιπλέον, εξαιτίας της μικρής έκτασης του οικοπέδου δεν απαιτείται η χρήση οχημάτων για την μετακίνηση στον ταφικό χώρο.
Η αποδέσμευση της ταφής από το χώμα, μέσω της χρήσης κρυπτών, παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα: α) η επιλογή του οικοπέδου δεν εξαρτάται από την καταλληλότητα του εδάφους για την αποσύνθεση, β) αποφεύγεται η πιθανότητα μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα, γ) η διαδικασία της αποσύνθεσης της σορού επιτυγχάνεται εγγυημένα εντός της τριετίας –σύμφωνα με πόρισμα της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται το αντιαισθητικό γεγονός της επαναταφής των αδιάλυτων σωμάτων και δ) δημιουργείται υγειονομικό και αισθητικό περιβάλλον, χωρίς σωρούς από χώματα και περίεργες κατασκευές στα ταφικά μνημεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του εν λόγω ταφικού μοντέλου αποτελεί η Νεκρόπολη Δήμου Γλυφάδας, η οποία χωροθετείται σε πρώην λατομικό χώρο στα όρια του αστικού ιστού.
Πρωταρχικό στόχο της μελέτης αποτελεί η ένταξη της Νεκρόπολης στο φυσικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση του πρώην λατομικού χώρου. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει η δημιουργία πάρκου στο δώμα του ταφικού χώρου, σε συνέχεια του ελαιώνα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο λατομείο και τον αστικό ιστό.


Η δομή της Νεκρόπολης έχει ως γνώμονα τη σταδιακή μετάβαση του επισκέπτη από το χώρο των ζωντανών προς το χώρο των νεκρών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της χωροθέτησης των χρήσεων σε τρεις διακριτές μεταξύ τους ζώνες:
Η πρώτη ζώνη χωροθετείται έξω από την κεντρική πύλη και περιλαμβάνει τους «κοσμικούς» χώρους, δηλαδή τους χώρους εκείνους που απευθύνονται αποκλειστικά στους ζωντανούς(καταστήματα, κτήριο διοίκησης, κυλικείο και θυρωρείο).
Η δεύτερη ζώνη χωροθετείται αμέσως μετά την κεντρική πύλη και περιλαμβάνει τους «ιερούς» χώρους, δηλαδή τους χώρους εκείνους στους οποίους υπάρχει πλέον η παρουσία του νεκρού (Ναός, νεκροθαλάμοι, χώρος πολιτικής κηδείας, χωνευτήριο και οστεοφυλάκιο).
Η τρίτη ζώνη πρόκειται για τον ταφικό χώρο, δηλαδή τον κατεξοχήν χώρο των νεκρών.
Άλλο βασικό στοιχείο της δομής της Νεκρόπολης αποτελεί ο πλήρης διαχωρισμός των κτηρίων κύριας χρήσης από αυτά που στεγάζουν τις βοηθητικές. Στις βοηθητικές χρήσεις περιλαμβάνονται ο χώρος προετοιμασίας του νεκρού, ο ψυκτικός θάλαμος, το γραφείο του τεχνικού προσωπικού, το εργαστήριο/ συνεργείο, το πλυντήριο οστών, οι αποθήκες, οι χώροι παραμονής και υγιεινής των εργαζομένων, οι χώροι συλλογής απορριμμάτων και οι δεξαμενές ύδρευσης και πυρόσβεσης. Οι προαναφερθέντες χώροι είναι προσβάσιμοι μόνο από τους υπαλλήλους του νεκροταφείου και των γραφείων τελετών και ως εκ τούτου, διαχωρίζονται πλήρως από τους χώρους κίνησης των επισκεπτών.







Η απόδοση της συμβολικής διάστασης γίνεται βιωματικά, μέσω της εμπειρίας του επισκέπτη, αξιοποιώντας στοιχεία του περιβάλλοντος, όπως είναι το φως, η γη και ο ουρανός.
Ειδικότερα, η συμβολική διάσταση εκφράζεται μέσω των αντιθέσεων «ουρανού-γης» και «φωτός- σκιάς», οι οποίες παραπέμπουν στο δίπολο «ζωή-θάνατος».
Δημιουργείται ένας περίπατος, ο οποίος ξεκινάει από την κεντρική πύλη και το φουαγιέ και καταλήγει στο κυλικείο. Πάνω σε αυτόν οργανώνεται μία ακολουθία χώρων με διαφορετική ποιότητα και συμβολική διάσταση. Η μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο δεν είναι προφανής εκ των προτέρων, δημιουργώντας μυστήριο και έκπληξη, όπως ακριβώς και ο θάνατος.
Το φουαγιέ πρόκειται για περίκλειστο στεγασμένο χώρο, που δίνει την εντύπωση ότι έχει λαξευτεί μέσα στο έδαφος. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν τόσο οι αδρές επιφάνειες των κτηρίων που το πλαισιώνουν, όσο και το τμήμα του βραχώδους εδάφους που παραμένει ορατό. Επιπλέον, το φυτεμένο δώμα των νεκροθαλάμων/χώρου πολιτικών κηδειών ενισχύει την εντύπωση ότι βρισκόμαστε κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Επιδιώκεται ο επισκέπτης να νοιώσει σαν να έχει ταφεί ο ίδιος. Το φως εισέρχεται από ψηλά σε τρία συγκεκριμένα σημεία. Το πρώτο βρίσκεται στο χώρο με το καθιστικό, το δεύτερο γύρω από το Ναό και το τρίτο πάνω από τον όγκο που στεγάζει τους νεκροθαλάμους και το χώρο πολιτικών κηδειών.
Οι νεκροθάλαμοι όπως και ο χώρος πολιτικής κηδείας πρόκειται επίσης για χώρους που δίνουν την αίσθηση ότι είναι σκαμμένοι στο έδαφος. Βασικό αισθητικό και συμβολικό στοιχείο των χώρων αυτών αποτελεί η θέα προς ένα μικρό βραχόκηπο, ο οποίος διαθέτει στο πίσω μέρος του μία ψηλή ξύλινη επιφάνεια με τρεχούμενο νερό. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα γαλήνιο περιβάλλον για τον αποχαιρετισμό των αγαπημένων προσώπων, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνεται η σχέση του νεκρού με τη γήινη πραγματικότητα, καθώς δεν έχει συντελεστεί ακόμα η νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Ναός διαχωρίζεται από τον περιβάλλοντα χώρο, μέσω ενός φωτεινού στεφανιού, που δημιουργείται από τα ανοίγματα της οροφής. Σε αντίθεση με το φουαγιέ και τους χώρους αποχαιρετισμού του νεκρού, που τονίζουν τη γήινη πραγματικότητα, στο Ναό εκφράζεται για πρώτη φορά το υπερβατικό στοιχείο. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο γυάλινος ημισφαιρικός θόλος που τον στεγάζει. Το αμμοβολημένο γυαλί διαχέει άπλετο φως στο εσωτερικό χωρίς να επιτρέπει την οπτική επαφή με το περιβάλλον. Δημιουργείται έτσι ένας απόκοσμος κατάφωτος χώρος, ο οποίος συμβολίζει το μέρος που υποδέχεται την ψυχή μετά την εξόδιο ακολουθία.
Ο διάδρομος που οδηγεί στους ταφικούς τομείς δίνει την εντύπωση ορύγματος μέσα στη γη, με μοναδική οπτική φυγή προς τον ουρανό. Στα όρια του βρίσκονται οι πύλες που οδηγούν στους ταφικούς τομείς, οι οποίοι διαμορφώνονται ως περίκλειστες αυλές. Οι τάφοι πρόκειται για κρύπτες που τοποθετούνται στα όρια της κάθε αυλής και αναπτύσσονται καθ' ύψος σε πέντε σειρές. Στο κέντρο της αυλής διαμορφώνονται καθιστικά σε συνδυασμό με φύτευση, ενώ ο υπόλοιπος χώρος παραμένει κενός για να διευκολύνει τη συνάθροιση.
Τόσο ο διάδρομος όσο και οι ταφικοί τομείς τονίζουν την έννοια της ταφής, βρισκόμενοι βαθειά μέσα στη γη, όπου φιλοξενείται το σώμα των νεκρών. Αντιθέτως, η θέα προς τον ουρανό δίνει την αίσθηση της φυγής της ψυχής μετά το πέρας της φυσικής υπόστασης.
Ως τελευταίος σταθμός της πορείας του επισκέπτη στη Νεκρόπολη ορίζεται το κυλικείο. Χωροθετείται στην κορυφή του πρανούς του λατομείου, αξιοποιώντας την πανοραμική θέα προς τον ελαιώνα και την Πόλη. Με αυτό τον τρόπο επαναφέρει τον επισκέπτη πίσω στα εγκόσμια. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει επίσης η πρόβλεψη διαφορετικής πορείας εξόδου, η οποία οδηγεί κατευθείαν στην Κεντρική Πύλη.
Η Νεκρόπολη συγκροτήθηκε ως μία λιτή μονολιθική κατασκευή από εμφανές σκυρόδεμα. Οι εξωτερικοί χώροι με τις αδρές επιφάνειές τους καλούνται να ενισχύσουν την αίσθηση του χθόνιου λαξευμένου χώρου μέσα στο βράχο, σε αρμονία με την εμφανή τομή του λατομείου. Αντιθέτως, το εσωτερικό των κτηρίων καλύπτεται από λείο σκυρόδεμα. Με αυτό τον τρόπο διαχωρίζονται οι εσωτερικοί χώροι από τους χώρους κίνησης και τονίζονται η μετάβαση από τους μεν στους δε. Όλα τα ανοίγματα φέρουν οξειδωμένη λαμαρίνα (corten), γεγονός που επιτείνει την αίσθηση της φθοράς. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο σκελετός του γεωδαιτικού θόλου του Ναού, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από ανοξείδωτο φωτεινό μέταλλο. Τόσο το σχήμα όσο και η επιλογή των υλικών του Ναού συμβολίζουν το Τέλειο του Θείου και το Άφθαρτο της ψυχής, σε αντίθεση με την προσωρινότητα του φθαρτού ανθρωπίνου σώματος. Ο συμβολισμός της υλικής και της μη υλικής υπόστασης εκφράζεται ως έντονη αντίθεση του Σκότους και του Φωτός και του Χθόνιου και του Ουράνιου στοιχείου.