Διπλωματική Εργασία: Μικρές Κυκλάδες | Διαφορετικής κλίμακας
σχεδιαστικές προτάσεις για τα νησιά των Μικρών Κυκλάδων
Φοιτήτριες: Στεφανία
Κοντίνου-Χίμου, Αλεξάνδρα Ζαχαριάδη
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Δήμητρα Κατσώτα
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών | Ιούνιος
2018
Οι Μικρές Κυκλάδες ανήκουν στο
ευρύτερο σύμπλεγμα των Κυκλάδων και αποτελούνται από την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα,
Άνω και κάτω Κουφονήσι, την Κέρο και τη Δονούσα. Τα πέντε νησιά των Μικρών
Κυκλάδων μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζονται άγονη γραμμή λόγω των μειωμένων
θαλάσσιων συνδέσεων με μεγαλύτερα νησιά αλλά και με την ηπειρωτική χώρα. Παρά
την αδιαμφισβήτητη απομόνωσή τους αυτά τα νησιά λόγω της μεταξύ τους εγγύτητας
δημιουργούν ένα δικό τους δίκτυο στο οποίο η νησιωτικότητα αποκτά θετικό
πρόσημο.
Το θαλάσσιο δίκτυο που συνδέει τα νησιά
εξυπηρετείται από δύο γραμμές, μία από Πειραιά και μία γραμμή εσωτερικού που
συνδέει τις Μικρές Κυκλάδες με τη Νάξο και την Αμοργό. Ως απάντηση στο πρόβλημα της προσβασιμότητας και των
λιμενικών δομών επιλέχθηκε στη Δονούσα να επανασχεδιαστεί το λιμάνι,
ένας σταθμός σύνδεσης με τα υπόλοιπα νησιά. Έχοντας ως αναφορά λιμενικές υποδομές
στις Κυκλάδες εντοπίστηκαν ελλείψεις και αδυναμίες της υπάρχουσας κατάστασης. Απροφύλακτος
από καιρικές συνθήκες μόλος, δύσκολη πρόσδεση πλοίων, απουσία χώρου αναμονής
ταξιδιωτών και χώρου στάθμευσης καθώς και η απουσία του λιμενικού είναι ενδεικτικά κάποιες από τις ελλείψεις. Επίσης, όλες
οι άμεσες ανάγκες ενός ταξιδιώτη κ ενός νησιώτη βρίσκονται διάχυτες μέσα στον
οικισμό με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η παροχή υπηρεσιών.
Η πρόταση συνοψίζεται σε πέντε
κινήσεις: συγκέντρωση βασικών υπηρεσιών στον κύριο χώρο του λιμένα, ενιαία
αντιμετώπιση του παραλιακού μετώπου, διαχωρισμός της κυκλοφορίας των οχημάτων
από αυτή των πεζών, καθορισμός θέσεων διαφορετικών μέσων θαλάσσιας και εναέριας
μεταφοράς και προσαρμογή του νέου παραλιακού μετώπου. Επιμηκύνεται ο λιμενικός
βραχίονας προκειμένου να προσφέρει καλύτερη προστασία απτούς ανέμους.
Αντιμετωπίζεται το παραλιακό μέτωπο ως ενιαία περιπατητική διαδρομή
διαφορετικών επιπέδων που εξυπηρετούν τις θεάσεις του τοπίου. Ο λιμένας
μετατρέπεται σε ενεργό δημόσιο χώρο.
Υπάρχει ήδη πρόβλεψη για τη δημιουργία
υδατοδρομίου σε αρκετά νησιά της χώρας και κυρίως σε αυτά όπου οι θαλάσσιες
συνδέσεις είναι ανεπαρκείς. Η σύνδεση του υδατοδρομίου με το χώρο του λιμένα θα
εξυπηρετήσει τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες τουριστών και νησιωτών. Εκτός από
το υδατοδρόμιο συγκεντρώνονται όλες οι υπηρεσίες άμεσης ανάγκης. εκδοτήριο
εισιτηρίων, λιμενικό, κεπ, χώρος εστίασης, ταχυδρομείο και ιατρείο
προσαρμόζονται στην υπάρχουσα τοπογραφία γι αυτό και είναι εν μέρει υπόσκαφα.
Ακόμα δημιουργείται χώρος αναμονής των ταξιδιωτών στο λιμενοβραχίονα. Οι
διαφορετικές απολήξεις του θαλάσσιου μετώπου δημιουργούν ποικιλομορφία και
εναλλακτικές επιλογές χρήσεις από τους επισκέπτες και τους κατοίκους. Οι νέες
προσθήκες γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να ενσωματώνονται στο ήδη υπάρχον
περιβάλλον και στον οικισμό που τα πλαισιώνει.
Στόχος είναι ο σχεδιασμός ενός λιμένα
ικανού να εξυπηρετήσει τις βασικές καθημερινές ανάγκες του νησιού. Το λιμάνι
πρέπει να αποτελεί το κατώφλι ενός νησιού για τους τουρίστες και τον συνδετικό
κρίκο των νησιωτών με τα υπόλοιπα νησιά και την ηπειρωτική χώρα.
Πρώτη σε παραγωγή τοπικών προϊόντων
είναι η Σχοινούσα αφού έχει τη μεγαλύτερη έκταση καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Γι
αυτό το λόγο προτείνεται ο σχεδιασμός εναλλακτικής αγροτουριστικής μονάδας.
Η συγκεκριμένη μελέτη βασίζεται στην
προβληματική σχετικά με τον υπερκατακερματισμό των οικοπέδων στις μικρές
Κυκλάδες αν κ ανήκουν στο δίκτυο Natura. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι σύμφωνα με το ΦΕΚ
2002 το κατώτατο όριο κατάτμησης οικοπέδων ορίζεται στα 4 στρέμματα και μόλις
το 2011 με καινούριο ΦΕΚ επαναπροσδιορίζεται στα 10 στρέμματα και η μέγιστη
επιτρεπόμενη επιφάνεια δόμησης παραμένει η ίδια.
Η πρόταση συνοψίζεται στην κοινή
αντιμετώπιση, όπου είναι δυνατόν, όμορων οικοπέδων. Προτείνεται υπόσκαφη γραμμή
κατοίκησης και κτίζονται μόνο 2.068 τμ. Στο επιλεγμένο οικόπεδο αξιοποιήθηκε η
φυσική κλίση του εδάφους και οι υφιστάμενες ξερολιθιές ή θραύσματα αυτών. Γίνεται
προσπάθεια διατήρησης της φυσικής συνέχειας των ξερολιθιών με σκοπό την ομαλή
ενσωμάτωση στο τοπίο. Στο υψηλότερο επίπεδο προτείνεται η κατοίκηση της τελευταίας
ξερολιθιάς με κατοικίες για τους εκάστοτε επισκέπτες αλλά και για τους
υπεύθυνους διαχείρισης της μονάδας καθώς και δημόσιοι χώροι.
Στα διαφορετικά επίπεδα μελετήθηκαν φυτεύσεις που
ευδοκιμούν στις Μικρές Κυκλάδες και καθορίστηκε η έκταση των καλλιεργειών.
Ενδεικτικά κάποια χαρακτηριστικά είδη είναι οι ελιές, φραγκοσυκιές, συκιές,
φάβα, κάπαρη και σουσάμι. Επιλέχθηκαν φυτεύσεις προκειμένου σε όλη τη διάρκεια
του χρόνου να μπορεί να υπάρξει δραστηριότητα στη μονάδα και σίγουρα επιμήκυνση
της καλοκαιρινής περιόδου. Στο ψηλότερο σημείο του οικοπέδου και κοντά στην
είσοδο του κτήματος βρίσκεται το κτίριο υποδοχής καθώς και αποθήκες, βοηθητικοί
χώροι – εργαστήρια με ημιυπαίθριους χώρους εργασίας.
Οι κατοικίες και οι δημόσιοι χώροι
εκτείνονται σε μία ενιαία όψη που διακόπτεται από κλίμακες που συνδέουν τα δύο
επίπεδα. Η επιλογή των υλικών σχετίζεται άμεσα με την υπάρχουσα ξερολιθιά
προκειμένου να μην διαταράσσεται το φυσικό τοπίο. Κάθε μονάδα κατοίκησης
διαθέτει εσοχή που μετατρέπεται σε ημιυπαίθριο χώρο προσφέροντας ένα σκιασμένο
σημείο εκτόνωσης. Υπάρχουν δύο τυπολογίες κατοίκισης. Η πρόσβαση γίνεται από το
υψηλότερο επίπεδο μέσω μίας εσωτερικής αυλής η οποία εξυπηρετεί θέματα αερισμού
και φωτισμού δευτερευόντων χώρων. Στο δημόσιο τμήμα υπάρχει χώρος εστίασης,
αίθουσα συνεδριάσεων και χώρος έκθεσης προϊόντων που παρασκευάζονται στην
αγροτουριστική μονάδα.
Οι ένοικοι καλούνται να συμμετάσχουν
σε ποικίλες δραστηριότητες είτε στα κτήματα είτε στην παραγωγή τοπικών
προϊόντων. Οι
αγροτουριστικές μονάδες προωθούν μία ποιοτική μορφή τουρισμού απτήν οποία επωφελείται
το νησί και γι αυτό αξίζει νησιά όπως η Σχοινούσα να επενδύσουν προς σ αυτή την
κατεύθυνση.
Η διαφορά στη δόμηση αυτών των νησιών είναι
εμφανής στο πέρασμα των ετών και εντονότερη και πάλι στα Κουφονήσια λόγω της
αυξημένης τουριστικής ζήτησης. Τα Κουφονήσια λόγω της ήδη αυξημένης δόμησης που
παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αποτελούν ιδανική περίπτωση μελέτης
επανάχρησης υπαρχουσών δομών.
Επιλέχθηκε περιοχή μελέτης στο κέντρο
του οικισμού με πέντε κτίσματα στο πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της χώρας όπου η
δραστηριότητα ξενοδοχειακών καταλυμάτων, χώρων εστίασης και εμπορικών
καταστημάτων είναι έντονη. Οι πλειοψηφία των επιλεγμένων κτισμάτων αποτελούν
είτε εγκαταλελειμμένες είτε κακοσυντηρημένες δομές. Στόχος της παρέμβασης είναι
να δοθεί ένας πολιτιστικός χαρακτήρας που λείπει από το νησί των Κουφονησιών
αφού προσανατολίζεται σε μαζικού τουρισμού προσθήκες.
Η στρατηγική σχεδιασμού αποσκοπεί στην διατήρηση του
χαρακτήρα του οικισμού, στην ενοποίηση των υπαρχουσών δομών και στη δημιουργία
εσωτερικών αυλών δημόσιου χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο ο πολεοδομικός ιστός του
νησιού δεν διαταράσσεται. Το κτηριολογικό πρόγραμμα διαμορφώθηκε με βάση τις
ιδιαιτερότητες του νησιού και γενικότερα του συμπλέγματος των Μικρών Κυκλάδων.
Γνωρίζοντας ότι τα νησιά αυτά ανήκουν στο δίκτυο Natura ένας φορέας διαχείρισης και ενημέρωσης είναι πραγματικά ωφέλιμος.
Επιπρόσθετα λόγω της ύπαρξης αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και κυρίως της
αρχαιολογικής έρευνας που εξελίσσεται στην Κέρο προτείνεται χώρος για
περιοδικές εκθέσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Στη σχεδιαστική επίλυση δόθηκε έμφαση
στην εύκολη πρόσβαση των επισκεπτών και στις θεάσεις από και προς τις
εσωτερικές αυλές. Η περιήγηση σε διαφορετικούς χώρους (κλειστούς και ανοιχτούς)
προτείνει μια νέα σύνθεση σύμφωνα με τα κυκλαδίτικα πρότυπα. Το βατό δώμα που
αποτελεί χαρακτηριστικό της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής λειτουργεί ως χώρος
εκτόνωσης και αποτελεί μέρος του δημόσιου χώρου. Οι εσωτερικές αυλές δρουν ως
ανάσα στον πυκνό ιστό της χώρας δίνοντας την ευκαιρία στους επισκέπτες
(νησιώτες και τουρίστες) να βιώσουν πιο άμεσα την εσωστρέφεια της κυκλαδίτικης
χώρας.
Στα Κουφονήσια που είναι ένα νησί που ήδη έχει αρχίσει να
υπερδομείται εξαιτίας του μαζικού τουρισμού, η αλλαγή του χαρακτήρα του μπορεί
να συντελεστεί με την προώθηση πολιτιστικών δρώμενων που προσελκύουν ένα είδος
ποιοτικότερου τουρισμού και πιο στοχευόμενου.
Τα νησιά των Μικρών Κυκλάδων
χαρακτηρίζονται ως περιοχές Natura 2000 (εκτός της Δονούσας) και παράλληλα
βιότοποι Corine. Γι αυτό παρατηρείται μεγάλη βιοποικιλότητα από άγρια πτηνά
αλλά και φυτά. Στην Ηρακλειά η μισή έκταση του νησιού χαρακτηρίζεται καταφύγιο
άγριων ζώων.
Η τελευταία παρέμβαση αφορά στην Ηρακλειά. Ένα
νησί που παραμένει αυθεντικό και ανεπηρέαστο από τα μεγάλα κύματα τουρισμού.
Λόγω της ιδιαίτερης τοπογραφίας του διαθέτει δίκτυο περιπατητικών διαδρομών.
Μέσω τεσσάρων σημειακών παρεμβάσεων κατά μήκος των διαδρομών επιχειρείται η
ανάδειξη του τοπίου. Πρόκειται για μονοπάτια που έχουν διαμορφωθεί με φυσικό
τρόπο χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες παρεμβάσεις. Η σηματοδότηση τους παραμένει
διακριτική και πολλές φορές απουσιάζει εντελώς. Οι διαδρομές της Ηρακλειάς
ανήκουν στο πεζοπορικό δίκτυο των ελληνικών νησιών με 8 διαδρομές που καλύπτουν
το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού.
Η πρώτη παρέμβαση λειτουργεί ως
ένδειξη εκκίνησης κάθε διαδρομής. Στο μεταλλικό στοιχείο αναγράφονται
πληροφορίες της κάθε διαδρομής έτσι ώστε ο περιπατητής να είναι ενήμερος για τη
δυσκολία αλλά και τα βασικά σημεία του μονοπατιού. Η δεύτερη παρέμβαση
τοποθετείται στο ξέφωτο των διαδρομών προκειμένου να υποδεικνύει στους
επισκέπτες το σημείο θέασης. Σε διάφορα σημεία της διαδρομής υπάρχει στο έδαφος
ένδειξη χιλιομέτρων, κλίσης και υψομέτρου για να ενημερώνεται τακτικά ο
περιπατητής. Στα δύσβατα σημεία των διαδρομών
απότομης κλίσης τοποθετούνται προστατευτικοί χειρολισθήρες έτσι ώστε να
διευκολύνεται η διέλευση.
Οι παρεμβάσεις στην Ηρακλειά έχουν ως
στόχο να πλαισιώσουν το τοπίο και όχι να το επισκιάσουν γι αυτό το λόγο
προτείνονται διακριτικές κινήσεις. Κινήσεις που αναδεικνύουν και βελτιώνουν το πεζοπορικό δίκτυο.
Το όραμα για τις Μικρές Κυκλάδες
συνοψίζεται σε ένα σύνολο αποφάσεων που σχετίζονται με πιλοτικά προγράμματα,
έρευνες ανάδειξης των αναγκών των νησιών αλλά και σχεδιαστικές προτάσεις.