Διπλωματική
Εργασία: Μονάδα Φιλοξενίας Ερευνητών στη Χαλκιδική
Φοιτήτρια:
Λύκκα Νεφέλη
Επιβλέπων
Καθηγητής: Ιωαννίδης Κωνσταντίνος
Σχολή: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης | Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Χρονολογία: Ιούλιος 2019
Στην
παρούσα διπλωματική εργασία προτείνεται η δημιουργία συνεδριακού κέντρου και
καταλυμάτων για ερευνητές (Γεωλόγους, Χημικούς μηχανικούς κ.λ.π.) στο νησί
Πούντα, κοντά στο Νέο Μαρμαρά λόγω του ιδιαίτερου ορυκτού ενδιαφέροντος που
παρατηρείται στη χερσόνησο της Σιθωνίας.
Το
κτηριολογικό πρόγραμμα περιλαμβάνει χρήσεις συνεδριακού κέντρου (2000 τ.μ.), με
εκθεσιακό χώρο και αμφιθέατρο, σε
καταλύματα και χώρους αναψυχής (6000 τ.μ.), όπως εστιατόριο, μπαρ – καφέ,
γυμναστήριο, χώροι πισίνας – σπα. Σε
στρατηγικό επίπεδο, προτείνεται ο σχεδιασμός επιπλέον καταλυμάτων τα οποία
όμως θα έχουν ως σημείο αναφοράς την παρούσα πρόταση.
Αφετηρία
της συνθετικής διαδικασίας αποτέλεσε η ερευνητική μου εργασία στην οποία είχα
μελετήσει την έννοια του Ανοίκειου και πως αυτό μπορεί να αποτελέσει εργαλείο
σχεδιασμού, ώστε η εμπειρία του χώρου να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Έτσι,
ορίστηκαν παράμετροι οι οποίες μπορούν
να προκαλέσουν την αίσθηση του ανοίκειου και αποτέλεσαν τις κύριες συνθετικές
αρχές. Αυτές είναι η αντίθεση υλικών, φωτός – σκιάς, κενού – πλήρους,
εσωτερικού – εξωτερικού χώρου και η εναλλαγή της κλίμακας του δομημένου
περιβάλλοντος σε σχέση με τον άνθρωπο, καθώς αυτός κινείται στον χώρο.
Επιπλέον, καθοριστικός παράγοντας αποτέλεσε ο διάλογος του φυσικού τοπίου και
του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Στο επόμενο στάδιο, έγινε συλλογή οπτικού
υλικού στο οποίο να διαφαίνονται τέτοιες ποιότητες, όπως ρωγμές και σκισίματα
σε διάφορα υλικά: πέτρες, δάπεδα, τούβλα, δένδρα, τοίχους. Η παρατήρηση αυτών,
ενέπνευσε τη δημιουργία αφαιρετικών, πειραματικών μακετών, οι οποίες
εξελίχθηκαν στην ογκοπλασία.
Η
έννοια της ρωγμής στη σύνθεση ξεκινά σε επίπεδο masterplan και ορίζει μια
συγκεκριμένη διαδρομή στο νησί με συνεχείς εναλλαγές. Ο επισκέπτης άλλοτε είναι
ελεύθερος να απολαύσει το φυσικό τοπίο χωρίς να έχει κανένα φυσικό ή τεχνητό
οπτικό εμπόδιο και άλλοτε βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλούς πέτρινους τοίχους που τον
σκιάζουν και περιορίζουν το οπτικό του πεδίο. Στο τέλος της διαδρομής, και αφού
έχει διανύσει ένα σκοτεινό τμήμα αυτής , ανακουφίζεται στο αντίκρισμα του
φωτεινού κάδρου της θάλασσας με τα δύο κτήρια που προβλέπει η μελέτη στα δεξιά
και αριστερά του.
Σύμφωνα
με την κτηριολογική μελέτη στο ισόγειο του κτηρίου που συναντά ο επισκέπτης στα
δεξιά του έχουν τοποθετηθεί ο χώρος υποδοχής και καθιστικού των καταλυμάτων καθώς και χώροι εστιατορίου, καφέ, μπαρ. Έχει προβλεφθεί διαφορετική διαδρομή
και είσοδος από τη μαρίνα, ενώ στο υπόσκαφο τμήμα του κτηρίου,στο ίδιο επίπεδο
και με τρίτη είσοδο υπάρχουν βοηθητικοί χώροι και χώροι προσωπικού. Στο
υπόγειο, υπάρχουν χώροι πισίνας και σπα με άμεση σύνδεση από την υποδοχή των καταλυμάτων καθώς και κοινόχρηστο καθιστικό με εξωτερική είσοδο. Στον όροφο
βρίσκονται τα δωμάτια με ένα κοινόχρηστο καθιστικό στο νότο, το οποίο έχει και
οπτική επαφή με το μπαρ του ισογείου. Το δώμα του εν λόγω κτηρίου αποτελεί μια
περιπατητική διαδρομή με καθιστικά και τμήματα πρασίνου που καταλήγει σε χώρο
στάσης με θέα τη θάλασσα. Στο απέναντι κτήριο βρίσκεται η υποδοχή και το
καθιστικό του συνεδριακού κέντρου, ένα μικρό κατάστημα δώρων, αμφιθέατρο και
εκθεσιακός χώρος που αναφέρεται στον ορυκτό πλούτο της περιοχής. Στο υπόγειο
αυτού του κτηρίου και με εξωτερική είσοδο βρίσκονται χώροι γυμναστηρίου, ενώ το
δώμα είναι φυτεμένο και σε συνέχεια με το φυσικό τοπίο.
Όσον
αφορά τη στατική μελέτη οι περιμετρικοί τοίχοι των υπογείων των δύο κτηρίων
είναι πέτρινοι και έχουν στατικό ρόλο, ενώ οι υπόλοιποι όροφοι στηρίζονται σε
κάνναβο μεταλλικών υποστυλωμάτων.
Πρόκειται
για μια αρχιτεκτονική σύνθεση η οποία άλλοτε είναι υπόσκαφη και εναρμονίζεται
με το τοπίο και άλλοτε προβάλει από αυτό ξεκάθαρα. Χαρακτηρίζεται από καθαρές
και απλές γραμμές με έμφαση στη γραμμικότητα με πέτρινα και στοιχεία εμφανούς
σκυροδέματος που μερικές φορές βρίσκονται σε κλίση. Τα ανοίγματα στο νότο
πληρώνονται με υαλοπετάσματα σε υποχώρηση που διαμορφώνουν ημιυπαίθριους
χώρους, ενώ στο βορρά είναι ελάχιστα και προφυλαγμένα. Στη δύση, υπάρχει διπλό
κέλυφος, με το εξωτερικό να αποτελείται από ανοιγόμενες περσίδες και το
εσωτερικό από ανοιγόμενα κουφώματα, προσδίδοντας έτσι ποικιλία στη διαμόρφωση
της όψης αλλά και παραπάνω ελευθερία στον χρήστη. Τέλος, χαρακτηριστική είναι η
διαμόρφωση ενδιάμεσα από τα δύο κτήρια, όπου σκαλιά φέρνουν τον επισκέπτη σιγά
σιγά κοντά στην πέτρα που διαμορφώνει τους υπόγειους χώρους. Ο επισκέπτης
αντικρίζει τους χώρους της πισίνας που άλλοτε είναι υπαίθριοι, άλλοτε
ημιυπαίθριοι και άλλοτε εσωτερικοί, προσδίδοντας έτσι ένα ευχάριστο στοιχείο έκπληξης στη διαδρομή του.
ABSTRACT
The starting point of my
Diploma Design Thesis was my Diploma Research Thesis in which I studied the Uncanny
and how it can become a design tool, so that the experience of the space
becomes more interesting. This defined a few parameters that could be associated
with the sense of the Uncanny and became main guidelines for the design
process. Such parameters were the contrast of materials, the contrast of
light and shadow, the indoors and outdoors, and the unexpected
scale alterations of the built environment in relation to the visitor
walking through it.
The next step was collecting photographs were such
qualities were evident, such as cracks and tears in various
materials; stones, floors, bricks, trees and walls. The
observation of these textures and materiality inspired the creation of abstract
experimental models, that later on birthed the form of the building.
The concept of the crack begins at the master
plan level and defines a specific route on the island with constant alterations
and also affects the relations of the two proposed buildings. The visitor
sometimes has no visual barrier and can appreciate the view and all the natural
elements. Sometimes, though, he is surrounded by tall stonewalls that shield
him from the sun and limit his visual field. In the end of his path, a frame
of the sea with the two buildings, luring him in on either side, is
revealed to him.
The Program of the buildings consists of 7.000 sqm.
and includes accommodation facilities, a conference center and recreational
areas. The difficulty of this project was how in this almost untouched site I
can achieve a balanced dialogue between architecture and landscape. The
response to the site’s conditions was to bury parts of the buildings and use
natural colours so that they disappear into the landscape. Also, linear
concrete elements are used, which underlines the presence of an architectural
project in a natural setting that initially does not appear to be touched by
man. The inside and outside become a constant interpretation of materiality
with a strong sense and appreciation of the light and darkness.
Narrow
outdoors and indoors corridors with a view of the sea and the landscape,
surrounded by stones and concrete and sometimes shielded by blinds create an
almost mystical atmosphere. The scenery in between the two buildings is
set by a dialogue of blind, tilted concrete walls, stone walls on the lower
level and reflections of the buildings on the pool. The windows on the north
are shielded with wooden blinds and on the south big glass windows, at a small
distance from the building’s edge, reveal the breathtaking view of the sea.
The walls on the west are constructed with a double shell. The exterior shell
consists of a concrete wall with moving blinds, while the second wall is made
of concrete and has big glass windows. In this way, the building is shielded
from the warm western sun and provides more flexibility to the users.