Τίτλος: Νέος Κρατικός Αερολιμένας Πάρου
Φοιτήτριες: Κρανιώτη Αρετή, Ντέλη
Μαρινίκη, Πατίρη Διονυσία
Επιβλέπων Καθηγητής: Παπαΐωάννου Τάσης
Σύμβουλος Καθηγητής: Καραδήμας Κώστας
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Σεπτέμβριος 2018
Ο σχεδιασμός του νέου αεροσταθμού της Πάρου αποτέλεσε το κύριο θέμα της διπλωματικής εργασίας. Η γοητεία που παρουσιάζουν τα αεροδρόμια αποτέλεσε αφετηρία για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, ενώ η επιλογή της Πάρου σαν περίπτωση μελέτης έγινε μετά από συζητήσεις με υπαλλήλους της ΥΠΑ, ώστε η εργασία να ανταποκρίνεται σε ένα υπάρχον πρόβλημα. Η Πάρος αποτελεί έναν ιδιαίτερα δημοφιλή προορισμό, τόσο σε ευρωπαικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά τα εγκαίνια του νέου αεροδρομίου το 2016, το νησί δέχεται πτήσεις και από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα η επιβατική κίνηση από αέρος να αυξάνεται κατακόρυφα κάθε χρόνο και ο τερματικός σταθμός των 600 τμ να μην επαρκεί για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού. Σε αυτό το πλαίσιο, και θεωρώντας απαραίτητη την αναβάθμιση των επίγειων υποδομών του αεροδρομίου εκπονήθηκε η παρούσα διπλωματική εργασία σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση έγινε μια πρόβλεψη για την αεροπορική κίνηση του νησιού σε βάθος 20ετίας και σε δεύτερη φάση έγινε ο σχεδιασμός ενός νέου αεροσταθμού 8.500 τμ.
Αναλύοντας, λοιπόν, την επιβατική κίνηση της Πάρου τα τελευταία χρόνια, μελετώντας την μεταβολή της κίνησης άλλων αεροδρομίων των Κυκλάδων και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παλλινδρόμησης, ήταν εφικτό να προσδιοριστεί η ετήσια κίνηση για το έτος 2037 στους 430.000 επιβάτες.
Με δεδομένη την επιβατική κίνηση και ακολουθώντας τις απαραίτητες προδιαγραφές από τους ΥΠΑ, ICAO, IATA καταρτίστηκε το κτιριολογικό πρόγραμμα του αεροσταθμού. Εξαιτίας του μεγέθους του, το κτίριο είναι δύσκολο να ενταχτεί στην αρχιτεκτονική της Πάρου, για αυτό έγινε μια προσπάθεια ένταξής του στην κλίμακα του τοπίου. Η στέγαση του κτιρίου ξεκινάει και τελειώνει στο έδαφος. Η συνολική γεωμετρία του στεγάστρου, με τις εντάσεις προς τον αέρα και τις απολήξεις στο έδαφος, ανταποκρίνεται στις κινήσεις των επιβατών, αναχωρούντων και αφικνούμενων, εκφράζει τους περιορισμούς που υπάρχουν σε επίπεδο κάτοψης εξαιτίας των σημείων ελέγχου και για την αποφυγή ύπαρξης διασταυρούμενων ροών και βοηθά στην ένταξη του κτιρίου στο τοπίο. Η τελική μορφή του στεγάστρου προκύπτει από την οργάνωση των ροών σε επίπεδο κάτοψης και τομής αλλά επηρεάζεται και από την οργάνωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή την υψομετρική διαφορά των 5μ. ανάμεσα στο επίπεδο πρόσβασης από την πόλη, landside, και το επίπεδο κίνησης αεροσκαφών, airside. Έτσι, από την πλευρά των αναχωρήσεων το στέγαστρο σβήνει στο έδαφος από τη μεριά της πόλης και εκτονώνεται στη μεριά του αέρα, δίνοντας έμφαση στην πορεία των επιβατών και τονίζοντας τη θέα προς τα αεροσκάφη, τη θάλασσα και την Αντίπαρο. Από την μεριά των αφίξεων το στέγαστρο παρουσιάζει ένταση στην μεριά της πόλης, που είναι και ο προορισμός των ααφικνούμενων επιβατών, και σβήνει στο επίπεδο της πίστας των αεροσκαφών.
Ο αεροσταθμός αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα. Στο ανώτερο από αυτά στεγάζονται οι απαραίτητοι χώροι γραφείων ενώ τα άλλα δύο επίπεδα στεγάζουν τις υπηρεσίες των αναχωρήσεων και αφίξεων. Η κλίμακα του κτιρίου και το μεγάλο μήκος του δημιούργησαν την ανάγκη στέγασης μεγάλων ανοιγμάτων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω του μεταλλικού φέροντα οργανισμού, που διαρθρώνεται με δικτυωματικούς φορείς, και του μεταλλικού στεγάστρου. Οι κύριοι δικτυωματικοί φορείς αποτελούνται από υποστυλώματα σε ζεύγη σε σχήμα V, που διατάσσονται κάθετα στην επιμήκη διεύθυνση του κτιρίου σε κάναβο ανά 20μ., και από δικτυωματικές δοκούς και ακολουθούν τις κλίσεις του στεγάστρου. Εκτός από το κεντρικό κτίριο του αεροσταθμού μελετήθηκαν και οι θέσεις των βοηθητικών κτιρίων του αεροδρομίου.
Η πρότασή αυτή για τον νέο αεροσταθμό έρχεται σαν μια λύση στο πρόβλημα που υπάρχει αυτή τη στιγμή, διότι η αυξανόμενη συνολικά τουριστική κίνηση καθιστά αναγκαία την αναβάθμιση των υποδομών του νησιού, συμπεριλαμβανομένου και του αεροδρομίου.