Δ058.20 | Παρα-τυπ(ο)ίες, Μορφές και μεταγραφές (αυθαίρετων) επεμβάσεων στο «Μεγάλο Αλετρυβιδειό» στις Στέρνες Ακρωτηρίου


Διπλωματική εργασία: Παρα-τυπ(ο)ίες, Μορφές και μεταγραφές (αυθαίρετων) επεμβάσεων στο «Μεγάλο Αλετρυβιδειό» στις Στέρνες Ακρωτηρίου
Φοιτητές: Ελευθέριος Μαντζουνέας, Μαρία Νεφέλη Ξουράφη
Επιβλέπων: Τζομπανάκης Αλέξιος
Σχολή: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης, 2020




Στην παρούσα διπλωματική εργασία βασική αφορμή αποτέλεσε η συνάντηση με το νεοελληνικό χωριό που μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα συνονθύλευμα από τα απότοκα της αστικοποίησης, τα υπολείμματα μιας ξεθωριασμένης παράδοσης και την σύγκρουση καθημερινής πρακτικής με νομοθεσίες και πολιτικές του χώρου.

Το χωριό ως ανθρώπινο κατασκεύασμα διαμορφώνεται από μία αρχιτεκτονική άτυπη, λαϊκή, μαστορική, ανώνυμη. Η ανώνυμη αρχιτεκτονική εμπεριέχει επεμβάσεις σε κτίρια που αποκλίνουν από τον αρχικό τους τύπο και τον τροποποιούν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας. Αυτές οι αυθαίρετες επεμβάσεις διαμορφώνουν ένα παλίμψηστο διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Πως όμως μπορεί αυτή η πολυπλοκότητα της αυθαιρεσίας να μετατραπεί σε σχεδιαστικό εργαλείο;  Ξεκινώντας με την καταγραφή του αρχιτεκτονικού αποθέματος του χωριού, συγκεκριμένα των Στερνών Ακρωτηρίου, δημιουργούμε ένα αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο της αυθαιρεσίας, το οποίο στη συνέχεια αξιολογούμε και τελικά μέσα από την επανερμηνεία του το ανάγουμε σε συνθετικό μέσο. 




Στον χάρτη του οικισμού, παρατηρούμε χαρακτηριστικά ,πως ο τοπικός δρόμος που συνδέει Χανιά με Μαράθι, διαπερνά τον οικισμό και διαχωρίζει τον συνεκτικό από τον διάχυτο ιστό του στα νότια.




Μεταπολεμικά και μετά από διαδικασίες ανοικοδόμησης, ξεκινά η διάχυση του ιστού του οικιστικού συνόλου. 






Τα σημεία ενδιαφέροντος που παρατηρούμε και επεξεργαζόμαστε στην πρόταση είναι: τρεις εκκλησίες διαφορετικού χαρακτήρα μεταξύ τους, δύο άμορφες μάζες από μπάζα και σκουπίδια, και ένα συγκρότημα ανενεργών κτιρίων.




To Μεγάλο Αλετρυβειδιό κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα (υστεροενετικό και πρωτοοθωμανικό). Πρόκειται για περιτοιχισμένο συγκρότημα με αίθριο και κεντρική χαρακτηριστική πύλη. Ο όροφος του κτιρίου είναι κατεστραμμένος, αλλά παρατηρούνται ερειπωμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία με ενετικές επιρροές.




Οι χρονικές περίοδοι που χωρίζουμε το κτίριο είναι τρεις: υστεροενετικά έως και πρώιμα οθωμανικά χρόνια, η περίοδος μεταξύ 18ου έως και 20ου αιώνα, και αυτή από το 1940 έως και σήμερα.




Η συλλογή της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, συγκεντρώνει άγνωστα αρχιτεκτονικά έργα ντόπιων κατοίκων – τεχνιτών, και αντικατοπτρίζει την σύγχρονη πραγματικότητα του νεοελληνικού χωριού.




Οι προθέσεις στην κλίμακα της περιοχής μελέτης αφορούν την διαμόρφωση, ενός συστήματος δημοσίων χώρων και την επανάχρηση ανενεργού κτιρίου. Το κτίριο προτείνουμε να λειτουργήσει ως ένας κόμβος δύο νέων δικτύων του χωριού. Αυτά τα δίκτυα, αποκαθιστούν τη σχέση των δυο ιστών του οικισμού. Επιπλέον ενισχύονται από διαφορετικής κλίμακας και χαρακτήρα ανοιχτούς δημόσιους χώρους.

Διατηρούμε την συνύπαρξη διαφορετικών τυπολογικών ενοτήτων, και τη χρησιμοποιούμε για τον σχεδιασμό του συγκροτήματος. Χρησιμοποιώντας το κτίριο και το αίθριο, προστατεύουμε το δίκτυο από την ένταση και τις ροές του κεντρικού δρόμου. 








Η επόμενη τυπολόγηση, αφορά την αντιμετώπιση του κτιριακού αποθέματος από τον επώνυμο αρχιτέκτονα, και τους διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης των αυθαίρετων επεμβάσεων που προϋπάρχουν σε αυτό. Εμείς, επανερμηνεύοντας τις αυθαίρετες επεμβάσεις, τις μεταγράφουμε στο κτιριακό απόθεμα.




Bασικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, είναι ο τοίχος της πύλης που μοιάζει με σκηνικό, λόγω της απώλειας ανατολικής και δυτικής στήριξης. Πρώτον προτείνουμε αυτός να γίνει τοίχος-κτίριο, δηλαδή να παραλάβει χώρους προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο μέτωπο στο βασικό δίκτυο που περνάει από το αίθριο. Δεύτερον, για να οριστεί καλύτερα το αίθριο, μεταγράφουμε την τυπική διάταξη «π» του αιθρίου, αποκαθιστώντας την ασάφεια στα ανατολικά. Τρίτον, διατηρούμε τον χαρακτήρα του κεντρικού τοίχου- διαχωριστικό. Τέταρτον, για να τονίσουμε τις διαφορετικές μορφές που αντιπαρατίθενται στο νότιο τμήμα του κτιρίου, τις συντηρούμε, τις συμπληρώνουμε και ενισχύουμε τη μορφολογία τους.