Δ046.22 | Συρραφές Αποσπασμάτων| Διαδρομές Ανάδειξης μέσω χωρο-χρονικών κατανοήσεων: Η περίπτωση της Βάθειας.

Φοιτήτριες: Βασιλακάκη Ειρήνη, Φειδοπιάστη Ιωάννα
Επιβλέπων: Τζομπανάκης Αλέξιος
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης


ΣΥΝΟΨΗ

Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας αποτέλεσε η σύνθεση μιας αρχιτεκτονικής πρότασης που θα επαναπροσδιορίσει τον χαρακτήρα του οικισμού της Βάθειας στη Δυτική Μάνη – χαρακτηριστικό δείγμα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής και οργάνωσης της περιοχής -, ενοποιώντας τον αποσπασματικό δημόσιο χώρο εντός του οικισμού, δημιουργώντας συνδέσεις με τις περιπατητικές διαδρομές που τον περιβάλλουν, και δίνοντας νέες χροιές σε υπάρχουσες χωρικές καταστάσεις .Στο επίκεντρο της μελέτης τέθηκε η διαφύλαξη της ιδιομορφίας του οικισμού και η επιλογή εκείνων των αρχιτεκτονικών εργαλείων με τα οποία συνδιαλέγονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως το έντονο ανάγλυφο,η απομόνωση, το άγονο τοπίο, η ισχυρή παρουσία της ξερολιθιάς, ο υπολειμματικός δημόσιος χώρος. Με γνώμονα δύο βασικών διαδρομών μέσα στον οικισμό πραγματοποιείται ένα σύνολο επεμβάσεων ,μικρής κλίμακας, με στόχο την άρθρωση του υπολειμματικού δημοσίου χώρου. Στην απόληξη της βασικότερης διαδρομής σχεδιάζεται μία συνεταιριστική βιοτεχνία παραγωγής αποξηραμένων αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και αιθερίων ελαίων και ένας χώρος με πολιτιστική χρήση.

Ο  παραδοσιακός οικισμός της Βάθειας στη Νοτιοδυτική Μάνη

Σύντομη ιστορία:
Γραπτές αναφορές για τον οικισμό έχουμε από τον 16ο αι1. Όπως και η υπόλοιπη Νοτιοδυτική Μάνη έτσι και η Βάθεια ήταν ένα μέρος αποκομμένο χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους εκάστοτε
κατακτητές της υπόλοιπης Ελλάδας2. Έτσι διατήρησε πολλά από τα χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα στο χρόνο.
Η Βάθεια με την μορφή που έχει σήμερα διαμορφώθηκε κυρίως μετά τον 18ο αι και άκμασε στο δεύτερο μισό του 19ου αι, όταν οι κάτοικοι της ασχολήθηκαν συστηματικά με την καλλιέργεια της ελιάς3.Από το 1950 και μετά ο οικισμός αρχίζει να ερημώνει4. Ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά καθώς οι κάτοικοι του φεύγουν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και το εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας.


Στην εγκατάλειψη του οικισμού συνέβαλε : 

- η μορφολογία του εδάφους που δεν ευνοούσε την εκμηχάνιση της γεωργίας και κατ’ επέκταση τη διατήρηση της αγροτικής παραγωγής ως κύρια πηγή εσόδων5

- και η έλλειψη ορισμένων κέντρων ικανών να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων ( όπως εκπαίδευση, ιατρικά κέντρα, ψυχαγωγία κτλ. )6.


Ο οικισμός το 1980 μένει με 11 κατοίκους εκ των οποίων οι περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες7.

Ο Ε.Ο.Τμέσω του προγράμματος «τουριστικής ανάπτυξης στους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας», αποκαταστεί ένα σύνολο κτισμάτων της Βάθειας και τα μετατρέπει κατά κύριο λόγο σε ξενώνες . Επίσης, ηλεκτροδοτείται και αποκτά σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Η προσπάθεια του Ε.Ο.Τ να ενεργοποιήσει τον οικισμό μέσω του τουρισμού δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο οικισμός παραμένει εγκαταλελειμμένος έως σήμερα.


Μορφολογία αναγλύφου και βαθειανό τοπίο:
Στη περιοχή οι χωρικές εμπειρίες εναλλάσσονται μέσω των σχέσεων του βουνού και της θάλασσας. Ο οικισμός βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου σε υψόμετρο περίπου 180μ. και απέχει από την θάλασσα 1,5χλμ. 

Το έντονο ανάγλυφο της περιοχής και το θαλασσινό περίγραμμα αποτελούσαν ανέκαθεν σταθερά  όρια με αποτέλεσμα οι προσβάσεις προς την ενδοχώρα να μπορούσαν μέχρι πρότινος να γίνουν μόνο από ορισμένα σημεία, όπως όρμους και αραξοβόλια.

Το τοπίο είναι σκληρό, λιτό και άγονο. Η γη είναι πετρώδης και ξερή. Έτσι στην περιοχή παρατηρούνται κυρίως ελιές, αγριελιές, φραγκοσυκιές, κισσοί και φρύγανα. Το έδαφος και το κλίμα της περιοχής μπορούν να υποστηρίξουν την καλλιέργεια και τη συγκομιδή ορισμένων αυτοφυών φυτών[βάλσαμο,φασκόμηλο,ρίγανη,τσάι του βουνού,λεβάντα,δεντρολίβανο,λουΐζα,θυμάρι ,μαντζουράνα ,χαμομήλι,θρούμπι ,γλυκάνισος].



Μονοπάτια:
Η Βάθεια περιβάλλεται από μικρά χωμάτινα μονοπάτια τα οποία δεν είναι στο δίκτυο Ε4 και ενώνουν τον οικισμό με άλλους οικισμούς ή οδηγούν σε τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλους.

Υπάρχουν 2 μονοπάτια που διατρέχουν τον οικισμό και τον συνδέουν με το περιβάλλοντα χώρο.

Το πρώτο ξεκινάει από τον όρμο των Μέσα Κάπων, διατρέχει τη Βάθεια και καταλήγει στον οικισμό Καινούργια χωριά. Το δεύτερο, ξεκινάει από τον οικισμό της Βάθειας και συνεχίζει βόρεια συναντώντας ενδιάμεσα το κύριο οδικό δίκτυο.


Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και δομή του οικισμού:
Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, η οργάνωση και η δομή του οικισμού είναι απόρροια της κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής ιστορικά, που ήταν βασισμένη στα γένη. Ο πυρήνας του οικισμού της Βάθειας ήταν τέσσερα γένη – οικογένειες- με τις αντίστοιχες γειτονιές τους8. Η τοπική αρχιτεκτονική βασίστηκε σε μία τυπολογία με κύριο στοιχείο τον αμυντικό χαρακτήρα συγκροτημάτων από κτίσματα γύρω από κεντρικούς πύργους ή πυργόσπιτα9.

Στον οικισμό δεν υπήρχαν σχολεία, αγορές, μαγαζιά. Τη λειτουργία όλων αυτών κάλυπταν οι ρούγες. Η ρούγα ήταν σημείο συνάντησης τόσο των μελών της γενιάς όσο και όλων των κατοίκων του οικισμού. Ήταν ένας χώρος αδιαμόρφωτος – δρόμος ή άνοιγμα – και είχε το χαρακτήρα της αρχαίας αγοράς, δηλαδή ήταν το σημείο που πραγματοποιούνταν οι συγκεντρώσεις, η παιδεία, οι κοινωνικές επαφές και η ενημέρωση10.






Πρόταση:

Επιχειρούμε να σχεδιάσουμε έχοντας ως βάση δύο διαφορετικά σενάρια:

(1)Το πρώτο αφορά την εμπειρία του περιηγητή και έχει ως στόχο να αρθρώσει υπάρχουσες χωρικές καταστάσεις και να αναδείξει ιδιαίτερες διαδρομές.

(2)Το δεύτερο σενάριο αφορά τους μόνιμους κατοίκους των γύρω περιοχών και την εν δυνάμει επανακατοίκηση του οικισμού. Πιο συγκεκριμένα, σκοπός μας είναι η δημιουργία ενός κέντρου που η χρήση του θα εξυπηρετεί τους κατοίκους των γύρω περιοχών, θα ενισχύει τις σχέσεις μεταξύ των οικισμών και θα μπορέσει να προσφέρει  θέσεις εργασίας.




Ο ασφαλτόδρομος μεταφέρεται εκτός του οικισμού για την καλύτερη ενοποίηση αυτού και η υφιστάμενη διαδρομή πεζοδρομείται.

Ακόμη, επιλέγουμε, ιεραρχούμε και κατηγοριοποιούμε διαδρομές. Ορίζουμε:

- Μία βασική γραμμική πορεία,

- Μία δευτερεύουσα διαδρομή, η οποία μπορεί να αναγνωστεί και ως παραμάνα-καλντερίμι και οδηγεί στην καρδιά του οικισμού,

-Καθώς, και σημειώνονται κάποιες διαδρομές μικρότερης σημασίας που ορίζουμε ως φλέβες.

Στο σημείο όπου συναντώνται οι παραπάνω αναφερθείσες διαδρομές υπάρχει ένας κενός υπολειμματικός χώρος που βρίσκεται υψομετρικά σε χαμηλότερο επίπεδο, ο οποίος στη συνέχεια επιθυμούμε να λειτουργήσει ως κόμβος και να αποτελέσει σημείο στάσης.

Γενικότερα, έχοντας ως γνώμονα αυτές τις δύο βασικές διαδρομές πραγματοποιείται στον οικισμό ένα σύνολο επεμβάσεων  - μικρής κλίμακας – με στόχο την άρθρωση του υπολειμματικού δημοσίου χώρου. Επιχειρούμε να αξιοποιήσουμε σημεία που είχαν ένα σημαίνοντα ρόλο πριν την εγκατάλειψη του οικισμού, όπως οι ρούγες, οι εκκλησίες και τα ελαιοτριβεία και μεταγράφουμε την λειτουργία τους ή εντείνουμε τα χαρακτηριστικά τους.






Σημείο Επέμβασης 1 - Παρατηρητήριο:

Στην είσοδο του οικισμού υπάρχει ένα υφιστάμενο πλάτωμα που λειτουργεί ως παρατηρητήριο καθώς είναι το σημείο που μπορεί κανείς να δει τον οικισμό στο σύνολο του  - Ο οικισμός καδράρεται.

Η γραμμική πορεία ξεχωρίζει από το χώρο της στάσης μέσα από τους διαφορετικούς χρωματισμούς των σκληρών επιφανειών στο έδαφος. Τα στέγαστρα σχεδιάζονται και τοποθετούνται με βάση τις οπτικές φυγές προς τον οικισμό, τη γραμμική πορεία και τη σχέση με το περιβάλλον τοπίο.

Σημείο Επέμβασης 2 – Ρούγα “Καντουνάκι”:

Σε σχέση με την κύρια διαδρομή ο χώρος μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος βρίσκεται υψομετρικά σε χαμηλότερο επίπεδο και ορίζεται από όλες τις πλευρές. Επιθυμία μας είναι να δημιουργήσουμε ένα χώρο -“αγκαλιά”στον περίβολο της εκκλησίας.

Στη πίσω πλευρά του ναού υπήρχε ρούγα την οποία διατηρούμε και προσθέτουμε καθίσματα




Σημείο Επέμβασης 3 – Κόμβος:

Λόγω της έννοιας του κόμβου επιλέγουμε την γεωμετρία του κύκλου στη συγκεκριμένη στάση.
Τα γραμμικά στοιχεία που λειτουργούν ως γεφυράκια εξομαλύνουν την υψομετρική διαφορά

Σημείο Επέμβασης 4 – Λαογραφικό Μουσείο:

Το τελευταίο σημείο πριν την απόληξη της γραμμικής πορείας προς τις κτιριακές δομές είναι ένα παλιό ελαιοτριβείο, το οποίο αποτυπώθηκε. Επιλέχθηκε για το συγκεκριμένο σημείο η πολιτιστική χρήση του λαογραφικού μουσείου. Το μέρος της στέγης που δεν είχε πέσει το συμπληρώνουμε με διαφορετικό υλικό ώστε να είναι εμφανής η νέα επέμβαση. Στο υπόλοιπο μέρος της οροφής όπου η στέγη λείπει σχεδιάζεται ξύλινος σκελετός και στεγάζεται με πανί για τη σκίαση, το οποίο θα μπορεί να συνεχίσει και να κατεβαίνει κατά μήκος του πέτρινου τοίχου και να λειτουργεί ως πανί προβολών.

Ο μύλος, ένα μηχανικό πατητήρι και το πέτρινο τζάκι με το τσικάλι που υπάρχουν εντός του παλιού ελαιοτριβείου παραμένουν. Στις υφιστάμενες οπές στους πέτρινους τοίχους μπορούν να εκτεθούν μικρά αντικείμενα.





Σημείο Επέμβασης 5 – Ρούγα “ΑηΛιας”:

Η θέση της συγκεκριμένης αστεγής εκκλησίας στην καρδιά του οικισμού κάνει το σημείο να φαντάζει κεντροβαρικό, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι εμφανές στον περιηγητή. Ο χώρος που περιβάλει την εκκλησία είναι αδιαμόρφωτος, με χωμάτινα μονοπάτια, και κατακερματισμένος λόγω των υψομετρικών διαδρομών. Στόχος είναι η ενοποίηση του χώρου και η διατήρηση του χαρακτήρα της ρούγας που βρισκόταν εκεί.

Επιχειρώντας τη διαμόρφωση ενός πιο δεμένου ιστού στο σημείο σχεδιάζουμε κάποιες ελαφριές κατασκευές περιπτέρων πάνω στη δευτερεύουσα διαδρομή ώστε να ενισχυθεί παράλληλα ο χώρος της εκκλησίας και μαζί να μπορέσουν να αποτελέσουν ένα σύστημα στάσεων.


Σημείο Επέμβασης 6 – Παρατηρητήριο:

Η δευτερεύουσα διαδρομή καταλήγει σε οπτική φυγή στον ορίζοντα. Επομένως, επιλέξαμε να σχεδιάσουμε ένα παρατηρητήριο που αυτή τη φορά θα κανδράρει το τοπίο.





Συγκρότημα κτιριακών δομών:

Κρίθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η συνάντηση των κτιριακών δομών με τη κύρια γραμμική πορεία πρέπει να είναι άμεσος. Επομένως, για να παραμείνει η πορεία συνεχής και να μη διακόπτεται από τον ασφαλτόδρομο περνάει κάτω από γεφυράκι.

Η γραμμική πορεία που διασχίζει των οικισμό μετατρέπεται σε διαδρομή στο τοπίο. Η διαδρομή ακολουθεί τις υψομετρικές και τα κτίσματα ακολουθούν τη διαδρομή με στόχο την εναρμόνιση τους με το βαθειανό τοπίο. Κύρια σχεδιαστικά εργαλεία αποτέλεσαν : η βύθιση και η οργανικότητα της μορφής, η οποία θέλαμε να μιμείται την οργανικότητα του τοπίου και την οργανική δομή του οικισμού.

Οι πρώτες κτιριακές εγκαταστάσεις που συναντώνται κατά μήκος της διαδρομής έχουν πολιτιστική χρήση ενώ ,στη συνέχεια, οι υπόλοιπες αφορούν τη συνεταιριστική βιοτεχνία Α.Φ.Φ.

Πριν ο οικισμός εγκαταλειφθεί, η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια της ελιάς και η μεταποίηση της. Σήμερα, η παρουσία των φρυγάνων είναι ισχυρότερη από την παρουσία της ελιάς. Για το λόγο αυτό, επιλέγουμε να μεταγράψουμε το ρόλο που είχαν τα ελαιοτριβεία στη βιοτεχνία των Α.Φ.Φ.










2   Λαμπριάδης Δ., Βάθεια Λακωνίας: Η Αναγέννηση που δεν έγινε ποτέ, Ερευνητική εργασία,
Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα,2016, σελ.52

3   Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών Ε.Ο.Τ., Διατήρηση και Ανάδειξη παραδοσιακών οικισμών – Το πρόγραμμα του Ε.Ο.Τ.  (1975-1992), Εκδόσεις του Ε.Ο.Τ., Αθήνα, 1991. σελ.21

4   Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών Ε.Ο.Τ., Διατήρηση και Ανάδειξη παραδοσιακών οικισμών – Το πρόγραμμα του Ε.Ο.Τ.  (1975-1992), Εκδόσεις του Ε.Ο.Τ., Αθήνα, 1991. σελ.21


6   Λαμπριάδης Δ., Βάθεια Λακωνίας: Η Αναγέννηση που δεν έγινε ποτέ, Ερευνητική εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα,2016, σελ.55

7   Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών Ε.Ο.Τ., Διατήρηση και Ανάδειξη παραδοσιακών οικισμών – Το πρόγραμμα του Ε.Ο.Τ.  (1975-1992), Εκδόσεις του Ε.Ο.Τ., Αθήνα, 1991. σελ.21

8   Σαΐτας Γ., Μάνη- Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις “Μέλισσα”, Αθήνα, 2002, σελ.118

9   Σαΐτας Γ., Μάνη- Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις “Μέλισσα”, Αθήνα, 2002, σελ.112

10   Σαΐτας Γ., Μάνη- Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις “Μέλισσα”, Αθήνα, 2002, σελ.112