Διπλωματική εργασία: Τομή στο κύμα. Kέντρο ξυλοναυπηγικής στο λιμένα Σούδας.
Carve the wave. Boatbuilding center for
wooden vessels at the port of Souda.
Φοιτήτριες: Πολύζου
Ηλέκτρα, Σκάσση Αναστασία Μαρίνα
Επιβλέποντες:
Γ.Αγγελής και Ι.Ζαχαριάδης
Σχολή: ΕΜΠ,
2020
“Αυτή
η στιγμή είναι αφιερωμένη στα χιλιάδες καΐκια που άμυαλα δολοφονήθηκαν από την
αμέλεια και την άγνοια των διοικούντων παίρνοντας μαζί τους μεγάλο μέρος από
τον ελληνικό πολιτισμό, τη θάλασσα και τις ελπίδες μας.”
Ξεκινώντας
με αυτή τη φράση του Κ. Γουζέλη επισημαίνουμε ότι η διπλωματική αυτή εργασία
αποτελεί μια προσπάθεια κατασταλτικού παράγοντα, όσον αφορά την καταστροφή και
τη λήθη των ξύλινων παραδοσιακών σκαφών. Περιστρέφεται γύρω από τη συγκρότηση
ενός κέντρου ξυλοναυπηγικής στον παλαιό λιμένα της Σούδας, σημείο αρκετά
κομβικό, αλλά συγχρόνως και παραγκωνισμένο από τον ιστό της πόλης. Η πρόταση,
σε ό,τι αφορά την χωροθέτηση και τον διαχωρισμό των λειτουργιών στο σημείο
μελέτης, αφορά στη δημιουργία μιας διμερούς δομής. Οι λειτουργίες που εντοπίζονται
είναι η λειτουργία του ναυπηγείου μαζί με ένα δημόσιο υπαίθριο χώρο ναυπήγησης
και επισκευής των σκαφών, και αυτή της σχολής ξυλοναυπηγικής. Ωστόσο, ο βασικός
στόχος της λύσης ήταν ο συνδυασμός κατά το δυνατόν αυτών των λειτουργιών. Η
πρόθεση ήταν ο χώρος του ταρσανά να καταστεί άμεσα επισκέψιμος, να λειτουργήσει
δηλαδή ως ένα ανοιχτό μουσείο που διδάσκει και αναδεικνύει συνεχώς τόσο την
τέχνη της ξυλοναυπηγικής όσο και την μακρά ιστορία της Κρήτης στον τομέα αυτό.
Η
σημασία του οικοπέδου του οποίου επιλέξαμε να εγκατασταθούμε συνθετικά, είναι
διττή. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για ένα τόπο που βρίσκεται στα ξέφτια της
πόλης, απομακρυσμένο από την έντονη ζωή της, τοποθετημένο απέναντι από αυτήν με
μια λωρίδα θάλασσας και κυμάτων να τα διαχωρίζει. Ο δεύτερος λόγος επιλογής του
λιμανιού έγκειται στο γεγονός ότι ολόκληρη η γειτονική περιοχή αποτελεί ένα
μεγάλο αυτοσχέδιο καρνάγιο. Τα καρνάγια αποτελούν από τις απαρχές του χρόνου
βιωματικά κατασκευασμένους χώρους. Θετική επίδραση στην επιλογή του οικοπέδου,
επίσης, είχε η εν λειτουργία Ιχθυόσκαλα μαζί με το λιμάνι μπροστά της που
βρίσκονται ακριβώς δίπλα στο χώρο επιλογής μας, στο τέλος του ίδιου κόλπου. Χώρος
και αυτός, γεμάτος ξύλινα αλιευτικά σκάφη.
Κομβικό
σημείο της συνθετικής διαδικασίας αποτέλεσε η επιλογή θέσης και προσανατολισμού
πάνω στην ακτογραμμή του λιμανιού. Προσανατολισμού με βάση το λιμάνι ή με βάση
την πόλη; Όσον αφορά τον προσανατολισμό, το συγκρότημα λαμβάνει τις περασιές
και τις χαράξεις του λιμανιού στο οποίο εγκαθίσταται. Ο ρόλος του διττός και
εδώ. Η σχέση με την πόλη και το βορρά. Η σχέση με τη θάλασσα. Η “κατοίκιση”
έγινε στον αυχένα του λιμανιού, κοντά στο σιλό. Αυτό συντέλεσε στην αρμονική
συσχέτιση και ένταξη μέσα στο τοπίο. Η τοποθέτηση μας στον κόμβο του λιμανιού,
ενώ δηλαδή βρίσκεσαι ακόμη στην προέκταση της πόλης πριν βρεθείς να περπατάς
αντίκρυ της, βοηθάει στο να διατηρήσουμε ανοιχτό το λιμάνι αφήνοντας άθικτο τον
υπάρχων χαρακτήρα του.
Η
παρέμβαση περιλαμβάνει τη συνέχιση της μεταβαλλόμενης γραμμής του παλιού
λιμανιού πάνω στο οποίο θα κατοικήσουμε. Πρόκειται για ένα συνεχή διάλογο
μεταξύ ξηράς και θάλασσας, κυμάτων και μπετού, πόλης και λιμανιού. Εντάσσεται
στο χρονικό μιας παράδοσης, τοποθετώντας κάτι νέο σε αυτήν, συνεχίζοντας το
ναυπηγικό παλίμψηστο της ελληνικής παράδοσης. Μέσα λοιπόν από αυτή την παράταση
ζωής για τα καΐκια, γιατί να μην υπάρξει και μια για το λιμάνι;
Φέροντας
αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μας, ξεκινήσαμε τη συνθετική διαδικασία
προσπαθώντας να τα αναδείξουμε και να τα μεταφράσουμε σε αρχιτεκτονικούς χώρους.
Για το λόγο αυτό, οι όγκοι της σχολής και του ναυπηγείου έρχονται να
τοποθετηθούν κατά μήκος του λιμανιού καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση. Οι λόγοι
είναι δύο. Αρχικά, για να δημιουργήσουν, σε συνδυασμό με το σιλό, την όψη του
λιμανιού από την πόλη. Με το σιλό να εκτείνεται καθ’ ύψος και τη σύνθεσής μας
κατ’ έκταση, δημιουργούμε ένα μέτωπο που υπογραμμίζει το μήκος του λιμανιού.
Οι δύο όγκοι, ναυπηγείου και σχολής έρχονται να τοποθετηθούν παράλληλα ο ένας
με τον άλλο, έτσι ώστε να δημιουργούν ένα χώρο κλειστό, προστατευμένο που στο
εσωτερικό του θα περικλείει όλη τη ζωή της σχολής και του ναυπηγείου. Το κέντρο
της σύνθεσης ανοίγεται και προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινότητα που θα
επιτρέψει σε φοιτητές, ναυπηγούς και περαστικούς να ενταχθούν στον μικρόκοσμο
του καϊκιού που εκεί
αποτελεί τον πρωταγωνιστή.
Ο
πυρήνας της συνθετικής χειρονομίας, πρόκειται για μια τομή, που χαράσσεται στην
επιδερμίδα του λιμανιού, διασπώντας το, προκειμένου να υποδεχτεί τα
ταλαιπωρημένα καϊκια πριν αυτά γιατρευτούν, αλλά και να απελευθερώσει τα νέα.
Περιλαμβάνει, αρχικά, τη δημιουργία ενός κέντρου ξυλοναυπηγικής που θα
απαρτίζεται από ένα εκπαιδευτικό τμήμα, το οποίο επιχειρεί να επεκτείνει το
έργο της σχολής Ναυπηγών μέσα από το Πολυτεχνείο των Χανίων. Ταυτόχρονα,
αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη της περιοχής για ένα σύγχρονο, εξοπλισμένο και
στεγασμένο χώρο ναυπήγησης, αλλά και τη συμβολή που αυτό θα είχε στην ενίσχυση
του αρχικού στόχου, οδηγηθήκαμε στον σχεδιασμό ενός ναυπηγείου, αποκλειστικά
για τη δημιουργία και συντήρηση ξύλινων σκαφών.
Ένα
προκήπιο με τα εγκαταλελειμμένα καΐκια που βρέθηκαν στην περιοχή, ένα
φάρο-παρατηρητήριο που φέρει στο νου, σε συνδυασμό με την όψη του βορρά, μια
μοναστηριακή εικόνα, μια ημιυπαίθρια στοά που σε τοποθετεί πιο κοντά στο νερό,
ένα μπαλκόνι με θέα τον ημιυπαίθριο χώρου του ναυπηγείου, αλλά και ένα στέγαστρο
που πλαισιώνει όλες τις εργασίες που γίνονται, έρχονται να ενισχύσουν και να
εμπλουτίσουν αυτή την αξία του χώρου. Πρωταρχικές ιδέες για το σχεδιασμό που
ακολούθησε. Το μπαλκόνι συμβάλλει στην συνεχή συσχέτιση των φοιτητών με το
ναυπηγείο συμβάλλοντας στην βιωματική μάθηση που θεωρούμε απαραίτητη για το
συγκεκριμένο αντικείμενο, ενώ το στέγαστρο, που έρχεται χρονικά και
εννοιολογικά μετέπειτα για να καλύψει τις απαραίτητες ανάγκες των εργαζομένων, ενδυναμώνει
αυτή την εσωτερικότητα του θέματος και τονώνει τη ζωή που αναπτύσσεται κάτω από
αυτό.
Στο
σύνολό της, η πρότασής μας ανάγεται σε τοπιακό ζήτημα, χαρακτηριστικό που
προυπήρχε του κτιριακού σχεδιασμού. Αναζητούμε ένα νέο τόπο ανασυγκρότησης της
ναυπηγικής τέχνης και της ναυτοσύνης της περιοχής, μέσα από την δημιουργία της
νέας ακτογραμμής του λιμανιού, αλλά και κορυφογραμμής προς την πόλη. Μέσα σε
ένα τοπίο που λάνθανε λόγω των επιστρώσεων του χρόνου και της εξέλιξης της
δραστηριότητας της ναυπηγικής, ερχόμαστε λοιπόν και εγκαθίσταμε. Το κτίριο
συνεισφέρει στον τερματισμό της πόλης. Τα στοιχεία που το αποτελούν δεν
συντάσσουν ακόμη μια κτιριολογική στρατηγική, αλλά επιχειρούν να απαντήσουν σε
ερωτήματα τόσο λειτουργικά, όσο και τοπιακά, επιχειρώντας την ίδια ώρα τη
μετάβαση από την αστική κλίμακα της πόλης, στην κλίμακα του λιμανιού και από
αυτή στην κλίμακα του ναυπηγού και του φοιτητή. Η σχισμή που δημιουργείται
προκειμένου να υποδεχτεί τα καΐκια, αποτελεί μια πράξη τοπιακής χάραξης.
Χωρίζει και συνταιριάζει. Αποτελεί το όριο προς τη θάλασσα και την ένωση με
αυτήν.
Δανειζόμενες
κάτι από τα λόγια του δασκάλου μας Τ. Παπαϊωάννου και συνδυάζοντάς το με αυτά
που πραγματεύεται η διπλωματική αυτή, θα λέγαμε ότι είναι σημαντικό να
συνεχίσουμε το περπάτημα πάνω στα χνάρια που άλλοι, πριν από εμάς, άφησαν πάνω
στο έδαφος, συνεχίζοντας αυτόν τον παλίμψηστο της ναυτικής τέχνης. Χιλιάδες
καϊκια καταστράφηκαν σπάζοντας τα όνειρα ενός κόσμου για φυγή προς το μύθο, για
την αναζήτηση του απρόσμενου. Με προτάσεις σαν αυτή ελπίζουμε κάτι τέτοιο να
διορθωθεί και να αναγεννηθεί. Εξάλλου, κάτι από της θάλασσας το DNA υπάρχει
μέσα μας για να μας κάνει να χαμογελάμε με οικειότητα και νοσταλγία προς αυτή
κάθε φορά που την αντικρίζουμε.