Τίτλος: Υπόγειες Ιχνηλασίες | Μούτταλος
Φοιτήτρια: Μαργαρίτα Λεριού
Επιβλέπων καθηγήτρια: Αλεξάνδρα Αλεξοπούλου
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ημερομηνία παρουσίασης: Σεπτέμβριος 2017
Η παρούσα διπλωματική εργασία προτείνει τη δημιουργία ενός τόπου μνήμης στην Πάφο της Κύπρου και συγκεκριμένα στην περιοχή του Μουτάλλου, μιας γραφικής συνοικίας που ξεχωρίζει για έναν ιδιαίτερο βράχο με φυσικές σπηλιές. Η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη «μούττη», ή αλλιώς «μύτη» γιατί η περιοχή είναι χτισμένη στη μύτη ενός λόφου που χωρίζει την πόλη στην Πάνω και στην Κάτω Πάφο.
Ο βράχος γίνεται το υπόβαθρο της έρευνας μου και ο χώρος μελέτης των μελλοντικών επισκεπτών του. Η σημερινή του όψη μοιάζει παγωμένη στο χρόνο και η σύγχρονη ιστορία της γίνεται ορατή μέσα από τα απομεινάρια του παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που στιγμάτισαν οι Τουρκοκύπριοι, κύριοι κάτοικοι της συνοικίας, μέχρι το 1974, όταν με την Τουρκική εισβολή οι ίδιοι διώχθηκαν από την πόλη για να μεταφερθούν στο βόρειο τμήμα του νησιού και τη θέση τους να πάρουν οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Η ταυτότητα του Μουτάλλου λοιπόν είναι η ιστορία και οι άνθρωποί του. Είναι μια ιστορία ταμπού, μια βαθιά πληγή…ένα υπόγειο ζήτημα. Έτσι επιλέγω την υπόσκαφη αρχιτεκτονική. Μια αρχιτεκτονική που δεν επιβάλλεται με την παρουσία της αλλά δίνει διακριτικά την επιλογή για να την επισκεφθεί κανείς και να ανακαλύψει το εσωτερικό της.
Στόχος μου λοιπόν είναι η δημιουργία ενός τόπου μνήμης που θα διηγηθεί σταδιακά την ιστορία των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων της Κύπρου, να ανακαλέσει το παρελθόν ώστε να δώσει νόημα στο μέλλον και να διαμορφώσει μια νέα ταυτότητα κοινή και για τις δυο πλευρές. Ο επισκέπτης λοιπόν θα περάσει μέσα από μια υπόγεια αφηγηματική πορεία που ταξιδεύει πίσω στο χρόνο κάνοντας στάσεις σε σημαντικές τομές της ιστορίας και θα έρθει αντιμέτωπος με τις αναμνήσεις και τα βιώματά του.
Έτσι η πορεία ξεκινά με την ομαλή ένταξη του επισκέπτη στην τεχνητή σπηλιά που δημιουργώ εσωτερικό του βράχου. Η πρώτη στάση τον μεταφέρει πίσω στη δεκαετία του ’30 και στη «συμβίωση». Το εσωτερικό μοιάζει οικείο. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ με τον παραδοσιακό τρόπο της χόβολης που ετοιμάζεται στο βάθος καλεί τους επισκέπτες να τον γευτούν γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Η σκηνή θυμίζει την περίοδο πριν από το ’60, τότε που οι δύο κοινότητες συμβίωναν αρμονικά.
Συνεχίζοντας, ο επισκέπτης περνάει στη λαβυρινθώδη διαδρομή του ’60. Η πορεία του είναι καθορισμένη και δίχως επιλογές. Το εσωτερικό σκοτεινό και οι τοίχοι φτάνουν τα 8 μέτρα ύψους, ενώ το πέρασμα παραμένει ασφυκτικά στενό με την οπτική του περιπατητή να είναι περιορισμένη. Την περίοδο εκείνη ο κυπριακός λαός αποπροσανατολίζεται και οι αντιλήψεις και οι πράξεις του υπονομεύονται από τους μεγάλους καθοδηγητές. Οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων κλονίζονται.
Στο βάθος και λίγο πριν το τέλος της διαδρομής ένα κύμα φωτός περιμένει τον επισκέπτη.Είναι η στιγμή που ο ίδιος θα κάνει μια στάση στο Μάρτιο του ’64 ο οποίος χαράσσεται με την ένοπλη σύγκρουση των δυο πλέον πλευρών. Έτσι καταλήγει να περνά μέσα από ένα χαμηλοτάβανο τούνελ στο οποίο ξαφνικά το φυσικό φως περνά στο εσωτερικό μέσω μιας «βομβαρδισμένης επιφάνειας». Οι πυκνές δέσμες φωτός αφήνουν το αποτύπωμα τους στο βράχο όπως το ίχνος που άφησε μέχρι και σήμερα η «μάχη του κτήματος».
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μάχης αποδεικνύεται καταστροφικό και «η πρώτη διχοτόμηση» είναι πλέον γεγονός. Μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις δημιουργήθηκαν οι «θύλακες» με αποτέλεσμα η συνοικία του Μουττάλου να κλείσει τα σύνορά της και να κρατήσει στο εσωτερικό τους Τ/Κ κατοίκους της χωρίς να επιτρέπεται η είσοδος στους Ε/Κ. Η ζωή και η καθημερινότητα των Τ/Κ πλέον αποτελεί ένα μυστήριο για πολλούς και τα ίδια τα άτομα μοιάζουν με θολές φιγούρες κλεισμένες σε έναν οριοθετημένο πια τόπο. Μιας παρόμοιας λογικής εγκατάσταση τοποθετείται λοιπόν στο κέντρο του επόμενου δωματίουη οποία δημιουργεί ένα εσωτερικό όριο στο χώρο που χωρίζει τους επισκέπτες σε δύο ομάδες. Μπαίνοντας κανείς στο εσωτερικό έχει την ευκαιρία να περπατήσει στο χώρο και να γνωρίσει τη ζωή των Τ/Κ κατοίκων τα χρόνια εκείνα που ήταν αποκομμένοι από τους υπόλοιπους. Την ίδια στιγμή, όσοι βρίσκονται από την εξωτερική πλευρά μπαίνουν στη θέση των Ε/Κ και το μόνο που καταφέρνουν να δουν από όσους βρίσκονται μέσα είναι περιορισμένες, θολές σκιές.
Συνεχίζοντας, ο επισκέπτηςκαταλήγει στην καρδιά του βράχου. Ένα βαθύ, ψυχρό, κενό δωμάτιο το οποίο μοιάζει να έχει δεχτεί βομβαρδισμούς από ψηλά αφήνει το αποτύπωμά του παγωμένο στο σήμερα. Είναι το «τελικό χτύπημα». Το κενό δηλώνει την απουσία. Το κομμάτι που λείπει είναι ένα κομμάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει συμπληρωθεί. Η οπή στην οροφή αφήνει τον αέρα να διαπεράσει το εσωτερικό και σε συνδυασμό με το βάθος δημιουργεί ένα ψυχρό περιβάλλον, παγωμένο στο χρόνο, όπως παγωμένος παρέμεινε και ο τόπος αυτός μετά την εισβολή του ‘74, με τους ιδιοκτήτες του να απουσιάζουν και τους σημερινούς οικοδεσπότες σαν να μην ήρθαν ποτέ.
Η μόνη διέξοδος είναι λοιπόν «η εγκατάλειψη». Πλέον ξεκινά η αυστηρή και ασφυκτική ανάβαση που συμβολίζει την μετακίνηση των Τ/Κ από την Πάφο στο βόρειο τμήμα του νησιού. Την ανοδική πορεία του επισκέπτη συνοδεύει η παράλληλη αλλά αντίθετη κίνηση του νερού, που κυλάει απότομα για να συναντήσει το αυλάκι που είναι στρωμένο με χαλίκι. Παράλληλα λοιπόν οι Ε/Κ πρόσφυγες εγκαταλείπουν τα χωριά τους.
Ο επισκέπτης πλέον βρίσκεται στη διαδικασία της εξόδου. Εγκαταλείποντας την πρώτη στάθμη μεταφέρεται σε μια μικρογραφία του σήμερα και στην «προσωρινή μονιμότητα». Ο χώρος μετατρέπεται σε μια ανοιχτή έκθεση της καθημερινότητας των νέων κατοίκων της περιοχής που φαίνεται να προσπαθούν να μεταφέρουν τη ζωή του «εκεί» στο εδώ.
Τελικά ο περιπατητής αφήνει πίσω του τα μνημονικά ίχνη και ετοιμάζεται για την ανύψωση και το μοναδικό δρόμο που υπάρχει για την «έξοδο».Εξωτερικά, ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να περπατήσει το χαμηλότερο επίπεδο του βράχου και να επισκεφτεί τις φυσικές σπηλιές που αξιοποιούνται για να φιλοξενούν περιοδικές εκθέσεις και εγκαταστάσεις διαφόρων παραδοσιακών χειροτεχνείων που γίνονται σε συνεργασία των δύο κοινοτήτων στα πλαίσια της επαναπροσέγγισης. Ακόμα, υπάρχει η επιλογή να συνεχίσει την ανοδική του πορεία και να βρεθεί στο ανώτατο επίπεδο του βράχου και ανεμπόδιστα να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα και τη θέα ολόκληρης της πόλης.
Έτσι η διαδρομή έχει ολοκληρωθεί.