K003.18 Μνήµες αυτοπεποίθησης και δηµιουργίας. Ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης και τα Ξενία του ΕΟΤ

της Ελένης Φεσσά-Εµµανουήλ






Προοίµιο 
Ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) ανήκει στις κορυφαίες µορφές της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής λόγω της στοχαστικής προσέγγισής του   η οποία υπερβαίνει χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του διεθνούς µοντερνισµού: τη ρήξη µε την παράδοση και την υποτίµηση της γεωγραφικής και πολιτισµικής διάστασης της αρχιτεκτονικής (Achleitner, 1965˙ ΦεσσάΕµµανουήλ, 1993β: 23-24). H µελέτη αυτή αυτό επαναπροσεγγίζει το έργο του της δεκαετίας 1957-1967 στον τοµέα του τουρισµού. Αρχίζοντας µε τη σκιαγραφία της συγκρότησης και της φιλοσοφίας του Κωνσταντινίδη και τελειώνοντας µε συµπερασµατικές παρατηρήσεις για τα ξενοδοχεία και µοτέλ Ξενία του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού, που σχεδιάστηκαν από τον ίδιον και άξιους οµοτέχνους του, θα δοθεί έµφαση στις πτυχές εκείνες της ξενοδοχειακής  αρχιτεκτονικής του που επιβεβαιώνουν την εξής γνώµη του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου (1907-1985): «Τα χρόνια, λέω, µας διδάσκουν πως όσο µια τέχνη έχει πιο τοπικό χαρακτήρα τόσο πιο παγκοσµίου ενδιαφέροντος είναι. Πως όσο είναι πιο προσωπική τόσο κι έχει πιο πανανθρώπινη αξία. Κι όσο είναι περισσότερο του καιρού της τόσο και το περιεχόµενό της είναι πιο αιώνιο». (Εγγονόπουλου Ν., 1999: 15 [1938, συνέντευξη] & http://www.engonopoulos.gr/_homeEN) 

O αρχιτέκτων 
Αρχιτέκτων ικανός να συνδυάσει τη θεωρία µε την πράξη, ο Άρης Κωνσταντινίδης διαδραµάτισε σηµαντικό ρόλο στον ποιοτικό εκσυγχρονισµό της ελληνικής αρχιτεκτονικής των ετών 1955-1967 (Achleitner, 1965· ΦεσσάΕµµανουήλ, 1993β, 23-24). Ο χαρακτήρας και η αρχιτεκτονική φιλοσοφία του διαπλάστηκαν µέσα από έντονα βιώµατα. Ως έφηβος συγκλονίστηκε από το δράµα του 1.200.000 Μικρασιατών προσφύγων σε µια Ελλάδα 5.000.000 κατοίκων, εξουθενωµένων από τρεις διαδοχικούς πολέµους (τους Βαλκανικούς του 1912 και 1913 και τον Α´ Παγόσµιο Πόλεµο), έναν εθνικό διχασµό και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ενηλικιώθηκε και άρχισε να εργάζεται κατά τη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέµου, περίοδο µεγάλης δοκιµασίας για την κοινωνία και τους φιλελεύθερους θεσµούς στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο Κωνσταντινίδης σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μονάχου την περίοδο 1931-1936. Κατά τα πρώτα τρία έτη της φοίτησής του οι νέοι καθηγητές  Adolf Abel (1882-1968) και κυρίως Robert Vorhölzer (1884-1954) προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν το συντηρητικό πρόγραµµα των αρχιτεκτονικών σπουδών. Η προσπάθεια όµως αυτή ανεκόπη από του Εθνικοσοσιαλιστές το 1933 (Nerdinger, 1993: 87-109 & 1985: 147-180; http://eng.archinform.net/arch/120.htm; http://www.architektenportrait.de/robert_vorhoelzer/index.html.).  


Ανικανοποίητος από την ακαδηµαϊκή του εκπαίδευση, ο Κωνσταντινίδης επεδίωξε να γνωρίσει τις νέες τάσεις µέσα από προσωπική µελέτη αλλά και ταξίδια στη Γερµανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, αρκετά από τα οποία έγιναν µε τη µοτοσυκλέτα του. Αυτή η διαδικασία αυτοδιδαχής του επέτρεψε να γνωρίσει από πρώτο χέρι την πρωτοποριακή αρχιτεκτονική της Ευρώπης και να συναντήσει τον Mies van der Rohe και άλλες µορφές του µοντέρνου κινήµατος (Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992: 38-56, 274).  Η αρχιτεκτονικά ανενεργός περίοδος της Γερµανο-ιταλικής κατοχής (19411944) και του εµφυλίου πολέµου (1946-1949) υπήρξαν ένα εποικοδοµητικό διάλειµµα. Τα χρόνια αυτά έδωσαν στον Κωνσταντινίδη την ευκαιρία για ένα µοναχικό αλλά γόνιµο οδοιπορικό αυτογνωσίας µε σκοπό την αναζήτηση µιας σύγχρονης αληθινής αρχιτεκτονικής (Κωνσταντινίδης, 1978· Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992: 46-87). Όργωσε την Ελλάδα µε τη φωτογραφική µηχανή και τα µπλόκ σχεδίου του προκειµένου να µελετήσει την αρχιτεκτονική γλώσσα του τόπου του, εφοδιασµένος µε τις αρχιτεκτονικές γνώσεις που απέκτησε στο εξωτερικό.  Έτσι ανακάλυψε την αρχαϊκή λιτότητα, την καθαρότητα και την καλλιτεχνική σωφροσύνη της ανώνυµης αρχιτεκτονικής –τόσο της παραδοσιακής όσο και της σύγχρονης–, αλλά και τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου, όπως για παράδειγµα την ηλιόλουστη αρµονία και πνευµατικότητά του. Συνειδητοποίησε επίσης την πεµπτουσία της µακραίωνης αρχιτεκτονικής παράδοσης της χώρας του και συγκεκριµένα: την ικανότητά της να αφοµοιώνει  επιρροές από τη Δύση και την Ανατολή· τη µετριοπάθεια και την ανοχή της ποικιλίας· και την αρµονική συνύπαρξη των κτισµάτων µε τη Φύση (Κωνσταντινίδης A., 1975: 309-313 1981 & 1992: 274, 117-118· Φεσσά-Εµµανουήλ, 1993β: 15-17· Fessas-Emmanouil, 2010: 5758). 




Η ακεραιότητα, η αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και η πολιτισµική ευαισθησία αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της προσωπικότητάς του. Ο Κωνσταντινίδης είχε δυνατό χαρακτήρα µε εγωκεντρικές πτυχές,  καλλιτεχνικό αισθητήριο και µια φυσική κλίση προς το σχέδιο και την κατασκευή πραγµάτων µε τα χέρια του. Συνδέθηκε φιλικά µε σηµαντικούς Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες και ποιητές –π.χ. τους ζωγράφους Διαµαντή Διαµαντόπουλο και Γιάννη Μόραλη και τους ποιητές Ανδρέα Εµπειρίκο και Οδυσσέα Ελύτη– και παντρεύτηκε τη γλύπτρια Ναταλία Μελά. Ο αρχιτέκτων επηρεάστηκε γόνιµα από µεγάλους στοχαστές της αρχαιότητας και των νεότερων χρόνων. Η ρήση του ποιητή Πινδάρου «Γένοι’ οίος εσσί µαθών» («Είθε να γίνεις αυτός που είσαι µαθαίνοντας») ήταν ένα από τα αγαπηµένα του γνωµικά. Η πίστη του στην αξία της αληθινής (αυθεντικής) αρχιτεκτονικής του παρόντος και του παρελθόντος παραπέµπει σε Γερµανούς ποιητές και στοχαστές, όπως: στον ροµαντικό ποιητή Friedrich Schiller (1759-1805) o οποίος µίλησε για «τη διαχρονική αξία του αυθεντικά λαϊκού»· στο απόφθεγµα του φυσικού επιστήµονα Georg Christoph Lichtenberg (1742-1799) «ό,τι είναι καινούργιο είναι σπάνια αληθινό και ό,τι είναι αληθινό είναι σπάνια καινούργιο»· στη ρήση του ποιητή Rainer Maria Rilke (1875-1926) «όσο κι’ αν µεταµορφώνεται και ο κόσµος γρήγορα / όπως τα σύννεφα στον ουρανό / ότι είναι τέλειο επιστρέφει / στο πολύ παλιό» κ.ά. (Κωνσταντινίδης, 1989: εσώφυλλο-εσωτερική πλευρά˙ Φεσσά-Εµµανουήλ, 1993α: 54-56˙ FessasEmmanouil, 2010: 57-58)    

Ο Άρης Κωνσταντινίδης εργάστηκε ως δηµόσιος υπάλληλος και ως ελεύθερος επαγγελµατίας. Η περιπετειώδης σταδιοδροµία του άρχισε το 1939 και τελείωσε το 1978 . Απασχολήθηκε σε δύο δηµόσιους φορείς –στην Πολεοδοµική Υπηρεσία του Υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης (19361937, 1939-1940) και σε διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Δηµοσίων Έργων (1942-1953)– και διηύθυνε τις υπηρεσίες αρχιτεκτονικών µελετών του Οργανισµού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ, 1955-1957) και του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού (ΕΟΤ, 1957-1967, 1975-1977). Στα χρόνια αυτά θα διακόψει δύο φορές τη δηµοσιουπαλληλική  σταδιοδροµία  του –το 1937 για να κάνει τη στρατιωτική θητεία του και το 1940 για να πολεµήσει στο Αλβανικό µέτωπο– και θα παραιτηθεί τρεις φορές – το 1957 από τον ΟΕΚ και από τον ΕΟΤ το 1967 και το 1977. Κατά την τριετία 1967-1970 εργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης.  Ο κύριος όγκος του αρχιτεκτονικού έργου του πραγµατοποιήθηκε στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Κατά τη δωδεκαετή απασχόλησή του στον ΟΕΚ και τον ΕΟΤ κατόρθωσε να ολοκληρώσει 31 κτίρια ή κτιριακά συγκροτήµατα που αντισπροσωπεύουν το 66% του πραγµατοποιηµένου έργου του. Ο αρχιτέκτων στάθηκε λιγότερο τυχερός στην άσκηση του ελεύθερου επαγγέλµατος, η οποία άρχισε το 1936 και απέδωσε µόνο 16 κτίρια, κυρίως µονοκατοικίες (Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992: 5 -11, 274-275; και Κωνσταντινίδης, 1957). Αυτό οφείλεται στην απροθυµία του να ακολουθεί τις µόδες και να συµβιβάζεται µε τις απαιτήσεις των πελατών του. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970  μέχρι τον θάνατό του, η δραστηριότητα του αρχιτέκτονα στρέφεται αποκλειστικά στις εκθέσεις και διαλέξεις για το έργο του, στην έκδοση βιβλίων και στην μαχητική αρθρογραφία. Κύρια αντικείμενα των δημοσιεύσεών του είναι η διατύπωση των αρχιτεκτονικών του απόψεων και εμπειριών, ο οξύς αντίλογος στις μόδες του μεταμοντερνισμού  και της αποδόμησης και η μετωπική επίθεση στα έργα γοήτρου της μεταπολίτευσης. Το οξύτερο κείμενό του δημοσιεύτηκε  δύο χρόνια πριν  από τον θάνατό του. Τίτλος του  Η άθλια επικαιρότητα. Η χρυσή Ολυμπιάδα –Το Μουσείο της Ακρόπολης.
   
Η  αρχιτεκτονική προσέγγιση του Κωνσταντινίδη
  Κεντρικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής προσέγγισης του Κωνσταντινίδη είναι η βούλησή του να συµφιλιώσει τον µοντερνισµό µε την παράδοση. Αυτό θα του επιτρέψει να ξεφύγει από τις δύο αντιτιθέµενες πορείες της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα: την κυρίαρχη προσπάθεια ευθυγράµµισης µε τα διεθνή ρεύµατα –πρωτοποριακά ή συντηρητικά– και την αµυντική τάση του τοπικισµού – φολκλορικού ή κριτικού.  Θα αποδοκιµάσει µετά λόγου γνώσεως τόσο τη µεταπρατική και ηγεµονιστική «παράδοση της νεωτερικότητας» όσο και την αναχρονιστική γραφικότητα των τοπικιστών. Πιστεύοντας από νωρίς ότι µόνο το µοντέρνο παύει να είναι της µόδας, θα υποστηρίξει ότι η εξέλιξη δεν αποκλείει τις νέες προσεγγίσεις σε νέα θέµατα (Konstantinidis, 1981: 58269; Φεσσά-Εµµανουήλ, 1993: 50). Η αρχιτεκτονική γι αυτόν δεν είναι µόνον υπόθεση κατασκευής, αισθητικής και προσωπικής έκφρασης. Είναι τέχνη πρωτίστως πνευµατική, πολιτισµική και κοινωνική (Konstantinidis, 1987a: 113-117, 163-183).  Η αρχιτεκτονική του Άρη Κωνσταντινίδη κατόρθωσε να είναι σύγχρονη αλλά και διαχρονικής αξίας. Αυτό οφείλεται στη σφαιρική φιλοσοφία του αρχιτέκτονα η οποία εµπεριέχει ανθεκτικές αξίες της εποχής και του τόπου του. Ο Κωνσταντινίδης υποστήριζε ότι το αληθινό αρχιτεκτονικό έργο όσο είναι σύγχρονο —δηλαδή της εποχής του— από την άποψη της τεχνικής οικονοµίας, κατασκευής κ.ά., «άλλο τόσο είναι και αιώνιο από την άποψη της καλλιτεχνικής του ταυτότητας»  (Κωνσταντινίδης, 1987: 162). Πίστευε ότι  σκοπός της αρχιτεκτονικής είναι η δηµιουργία εφήµερων «δοχείων ζωής», δηλαδή οργανικών κατασκευών στα µέτρα του ανθρώπου και όχι ο σχεδιασµός όψεων ή µνηµείων (Κωνσταντινίδης, A., 1987: 243· AD, 1964· Κωνσταντινίδης, 1985· Γεωργουσόπουλος, 1986). Η αρχιτεκτονική φιλοσοφία του υιοθέτησε το κατασκευαστικό, εικονοκλαστικό και αντι-αναγεννησιακό πνεύµα του µοντέρνου κινήµατος, όπως αυτό εκφράστηκε στο πρωτοποριακό έργο των A. Perret, R. Schindler, R. Neutra, J. Duiker και W. Gropius. Συµµεριζόταν επίσης την άποψη του F.L. Wright για την καθοριστική σχέση του τοπίου και του κλίµατος µε την αρχιτεκτονική.  Παράλληλα, η προσέγγιση του Κωνσταντινίδη εµπεριέχει αρχές της µακραίωνης αρχιτεκτονικής παράδοσης της χώρας του, όπως είναι η εναρµόνιση των κτισµάτων µε τη φύση και η τριµερής δοµή του µεγάρου της αρχαιότητας µε τον κλειστό, ηµιυπαίθριο και υπαίθριο (αύλιο) χώρο, αρχές που είχαν επιβιώσει στην ανώνυµη αρχιτεκτονική της Ελλάδας.  



Εµπνεόµενος από την παράδοση αυτή, χωρίς να τη µιµείται, ο Κωνσταντινίδης έκτισε λιτά «δοχεία ζωής» επιλέγοντας τα κατάλληλα για κάθε τοποθεσία µέσα — κατασκευαστικό σύστηµα και δοµικά υλικά. Πίστευε ότι η ανάζήτηση του κοινού ή καθολικού και της τελειότητας στην αρχιτεκτονική σηµαίνει αναζήτηση ενός Τύπου  ή ενός Κανόνα, όπως συνέβαινε λ.χ. στον αρχαίο δωρικό ναό. Επιδιώκοντας τον αρχιτεκτονικό Τύπο ως έκφραση της ιδεώδους µορφής, επινόησε ένα κατασκευαστικό και λειτουργικό σύστηµα ικανό να δώσει λύσεις σε κτίρια διαφορετικών χρήσεων καθώς και κτιριακούς τύπους για κατοικίες, µουσεία, ξενοδοχεία και άλλες λειτουργίες (Κωνσταντινίδης, 1987: 164· Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992:  220 -222· Achleither, 1968). Επιτοµή αυτού του συστήµατος ήταν το πρόπλασµα του ξύλινου σκελετού που υποδεχόταν τους επισκέπτες της αναδροµικής έκθεσης του έργου του Κωνσταντινίδη στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Φεβρουάριο του 1989 (Φεσσά-Εµµανουήλ, 2001: 182, 103).  




Tα ριζοσπαστικά ξενοδοχεία Ξενία
Το πρόγραµµα του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού (ΕΟΤ) που αφορά στην ανέγερση των ξενοδοχείων Ξενία και άλλων τουριστικών µονάδων 
ανήκει στα σηµαντικότερα αρχιτεκτονικά έργα του δηµόσιου τοµέαµετά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο. Το πρόγραµµα άρχισε το 1950 µε πρώτο διευθυντή του Τµήµατος Μελετών του ΕΟΤ τον αρχιτέκτονα Χαράλαµπο Σφαέλλο (19501958). Ωστόσο, ήταν επί διευθύνσεως Άρη Κωνσταντινίδη που τα Ξενία και οι λοιπές τουριστικές εξυπηρετήσεις του ΕΟΤ κέρδισαν τη διεθνή αναγνώριση χάρη στην ποιότητα και την ιδιαιτερότητά τους. Η ιδεολογία, η χαρισµατική ηγεσία, η τυποποίηση και η επικοινωνία αποτελούν έννοιες κλειδιά για την κατανόηση αυτής της επιτυχίας (Φεσσά-Εµµανουήλ, 2001: 117). Ως προϊστάµενος ικανών αρχιτεκτόνων –του Γιώργου Νικολετόπουλου, του Γιάννη Τριανταφυλλίδη, του Διονύση Ζήβα, του Φίλιππου Βώκου, της Καίτης Διαλεισµά κ.ά.–, έδωσε ιδιαίτερη έµφαση σε αξίες και αρχές που ενίσχυσαν τη δηµιουργικότητα των υφισταµένων του. Θιασώτης της πειθαρχηµένης ελευθερίας, διαµόρφωσε ένα σύστηµα σχεδιασµού που διευκόλυνε την αρχιτεκτονική ταυτότητα και ποικιλία των σύγχρονων εγκαταστάσεων του ΕΟΤ. Τέλος, χάρη στον Κωνσταντινίδη, τα ξενοδοχεία Ξενία γνώρισαν µια επιτυχία και δηµοσιότητα χωρίς προηγούµενο για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Πέραν της κοινωνικής και οικονοµικής σηµασίας της, αυτή η σύνθεση ποιοτικής αρχιτεκτονικής και τουρισµού υπήρξε ένα επίτευγµα που διακρίθηκε και σε διεθνές επίπεδο (π.χ. World Architecture 3, 1965: 145-146; Yarwood, 1974: 529, 558;  DBZ, 1970: 79-81). 

 Οι αρετές των ξενοδοχείων και µοτέλ Ξενία εκθειάστηκαν σε πολλές ελληνικές και ξένες δηµοσιεύσεις και εκθέσεις (Κωνσταντινίδης, 1987: 329-352).  Οι αρχιτέκτονες του ΕΟΤ συµµετείχαν στην επιλογή των τοποθεσιών και οικοπέδων η οποία είχε µεγάλη σηµασία, καθώς όλοι τους συµµερίζονταν την άποψη του Κωνσταντινίδη ότι η νέα κατασκευή «δεν πρέπει να προβάλει παράξενη και αταίριαστη, αλλά να δείχνει σαν να υπήρχε από πάντοτε στη θέση που κατασκευάστηκε» (Κωνσταντινίδης, 1987: σ. 185). Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα πολλά ξενοδοχεία Ξενία να κτιστούν σε τοποθεσίες µοναδικού φυσικού κάλλους. Κατασκευασµένα µε σκελετό οπλισµένου σκυροδέµατος και τοίχους πληρώσεως από επιχρισµένη οπτοπλινθοδοµή και σε λίγες περιπτώσεις από λιθοδοµή, τα Ξενία του Κωνσταντινίδη και αρκετών αρχιτεκτόνων του ΕΟΤ ενσωµατώθηκαν οργανικά στο περιβάλλον τους.  Η τυποποίηση και η προσπάθεια να κρατηθεί το κόστος χαµηλά αποτελούν βασικές αρχές σχεδιασµού αυτού του τύπου ξενοδοχείου. Τα υποστυλώµατα του 
σκελετού, και κατ’ εξαίρεση οι λιθόκτιστοι φέροντες τοίχοι, διατάσσονται σε έναν ορθογωνικό ή τετράγωνο κάναβο (=4Χ6 ή 4Χ4). Επάνω σε αυτόν τον κάναβο συντίθενται όλοι οι χώροι, από τα δωµάτια που οργανώνονται συνήθως σε πτέρυγες των εννέα έως τους κοινόχρηστους χώρους, και καλύπτονται µε επίπεδη στέγη. Τη σύνθεση συµπληρώνουν τα υπόλοιπα κατασκευαστικά στοιχεία —παράθυρα, πόρτες, σκάλες, κιγκλιδώµατα στους εξώστες κ.λπ.— που έχουν επίσης κατά κάποιον τρόπο τυποποιηθεί. Με αυτές τις κοινές αρχές σύνθεσης και µε τη χρήση των ίδιων κατασκευαστικών στοιχείων, το κάθε ξενοδοχείο παίρνει διαφορετική µορφή ανάλογα µε το πρόγραµµα, το σχήµα του οικοπέδου, τον προσανατολισµό και τη θέα (Κωνσταντινίδης, 1987: 187-188). Το περίπτερο του ΕΟΤ που σχεδίασε ο Κωνσταντινίδης για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1959, αποτελεί το µανιφέστο αυτού του συστήµατος αρχιτεκτονικής σύνθεσης (Baumeister, 1960: 7678; AD, 1964: 217).  




Ο πρωτεύων ρόλος της κατασκευής, η έντονα αρθρωτή διάταξη των χώρων και η ρυθµική οργάνωση των όψεων στα Ξενία του Κωνσταντινίδη  απαλύνονται συνήθως από τις εξής αρχιτεκτονικές αρετές: τη µουσικότητα της µορφής, την έντεχνη χρήση απλών υλικών –ανεπίχριστου µπετόν, σίδερου, πέτρας, ξύλου, πλακοστρώσεων– και τη χρησιµοποίηση των Πολυγνώτειων χρωµάτων µε έναν κατασκευαστικά αρµόζοντα τρόπο. Ο αρχιτέκτων σχεδίασε επίσης και τα τυποποιηµένα έπιπλα των ξενοδοχείων του. Με δική του πρωτοβουλία ένα µικρό µέρος της δαπάνης των Ξενία εξοικονοµείτο για την αγορά έργων αξιόλογων γλυπτών (Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992: 214-238). Το γεγονός ότι ο Κωνσταντινίδης και οι αρχιτέκτονες του ΕΟΤ είχαν την απόλυτη ευθύνη της µελέτης και επίβλεψης των ξενοδοχείων τους παραπέµπει στην έννοια του «ολικού έργου τέχνης» του Bauhaus.  


Τέσσερα κορυφαία επιτεύγµατα της ριζοσπαστικής προσέγγισής του ήταν τα Ξενία του ΕΟΤ στην Καλαµπάκα (1960), τη Μύκονο ( 1960) το  Παληούρι Χαλκιδικής (1962) και τον Πόρο (1964) και οι ξενώνες του ΕΟΤ στην Επίδαυρο (1960, 1962) (Κωνσταντινίδης, 1981 & 1992:  98-101, 108111, 128-131, 103-105, 152-155)






Ως προς τον χαρακτήρα και τον ρόλο των ξενοδοχειακών µονάδων του ΕΟΤ, ο αρχιτέκτων επισηµαίνει ότι «Τα ξενοδοχεία ‘Ξενία’ ... δεν εξυπηρετούν µονάχα λειτουργικά, µε τις πρακτικές ανέσεις και ευκολίες που προσφέρουν, αλλά γίνονται και πυρήνες για αισθητική απόλαυση και πνευµατική ξεκούραση». Επισηµαίνει επίσης ότι «οι χώροι διαµονής, –σαλόνι, εστιατόριο κ.λπ., έχουνε αναπτυχθεί σε µεγάλη έκταση, ώστε να εξυπηρετούν µεγάλο αριθµό θαµώνων ... Αυτό γίνεται για να µετέχουν στη ζωή του ξενοδοχείου και περαστικοί, –ντόπιοι ή ξένοι–, ώστε στην κάθε ξενοδοχειακή µονάδα να έρχονται σε επαφή οι ένοικοι του ξενοδοχείου και µε εξωτερικά στοιχεία και να συναναστρέφονται µε τους κατοίκους της περιοχής, ώστε να µπορούν και αυτοί να ζήσουν την ατµόσφαιρα του ξενοδοχείου» (Κωνσταντινίδης, 1987: 186-187). Το όραµα του αρχιτέκτονα πραγµατοποιήθηκε κατά τις δεκαετίες του ’60 και ’70, αφού πολλά ξενοδοχεία Ξενία υπήρξαν κέντρα κοινωνικής ζωής της περιοχής τους. 

Επιλεγόµενα 
Τα ξενοδοχεία Ξενία του ΕΟΤ που σχεδίασε ο Κωνσταντινίδης αποτελούν έργα αναφοράς της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα. Αρκετά µάλιστα από αυτά έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα µνηµεία. Στις υποθήκες του αρχιτέκτονα ανήκουν το οµαδικό πνεύµα και το δηµιουργικό κλίµα που καλλιέργησε ως προϊστάµενος του τµήµατος µελετών του ΕΟΤ. Καρπός του κλίµατος αυτού ήταν ένα έργο µε το οποίο η ανασυγκροτούµενη χώρα του κατόρθωσε να είναι παρούσα στη διεθνή σκηνή της τουριστικής αρχιτεκτονικής του ’60. Οι ξενοδοχειακές µονάδες που σχεδιάστηκαν από τον ίδιον και τους αρχιτέκτονες του ΕΟΤ προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Τύπου της εποχής τους ως αξιόλογη αντιπρόταση στον ισοπεδωτικό κοσµοπολιτισµό των ξενοδοχειακών αλυσίδων Hilton, Intercontinental κ.ά. (Κωνσταντινίδης, 1987: 329-352· Echstein, 1968· World Architecture, 1965: 145-146).   

Ως προϊόντα µεταβλητών παραγόντων, οι τουριστικές µονάδες του ΕΟΤ ήταν µοιραίο να υποστούν τη φθορά του χρόνου. Στους παράγοντες αυτούς ανήκουν οι τεχνικές δυνατότητες της εποχής τους, αλλά και  οι οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Το µέλλον εκείνων των ξενοδοχείων Ξενία που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα µνηµεία προδιαγράφεται ζοφερό, καθώς ο εκσυγχρονισµός τους από ιδιώτες επιχειρηµατίες έρχεται σε σύγκρουση µε την προστασία της αρχιτεκτονικής τους ποιότητας.  

Εντούτοις, το επαρκώς τεκµηριωµένο έργο του Κωνσταντινίδη στον χώρο του τουρισµού κ.λπ., ενισχυµένο από τα στοχαστικά κείµενά του, αποτελεί στέρεη βάση για την αντιµετώπιση διαχρονικών προβληµάτων της αρχιτεκτονικής, όπως είναι: η εναρµόνιση κτίσµατος και φύσης˙ η έκφραση του πνεύµατος του τόπου˙ τα ζητήµατα της τυπολογίας, του κανόνα και της ελευθερίας˙ η µελέτη κτιρίων για τους πολλούς, αντί για τους λίγους εύπορους ή ισχυρούς. Τέλος, η φιλοσοφία του αρχιτέκτονα που εκφράστηκε στα ξενοδοχεία Ξενία δεν αφορά µόνον τη συγκεκριµένη γεωγραφική περιοχή που τη γέννησε, αλλά και χώρες µε µακραίωνες και αξιόλογες αρχιτεκτονικές παραδόσεις.   


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1   Η Ελένη Φεσσά-Εµµανουήλ είναι ιστορικός της αρχιτεκτονικής και οµότιµη καθηγήτρια Πανεπιστηµίου Αθηνών

Κείμενο δημοσιευμένο στο academia.edu: https://tinyurl.com/Konstantinidis-Xenia


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ  
• Achleitner, Friedrich (1965), “Ein Griechischer Baumeister. Neues Bauen kritisch betrachtet: Aris Konstantinidis”, in: Die Presse, Wien, 13/14.02.1965. 
• Achleitner, Friedrich (1968), “Vielfalt und Typus. Neues Bauen kritisch betrachtet: Ausstellung Aris Konstantinidis”, in: Die Presse, Wien. 
• AD (1964), “Architecture. The Work of Aris Konstantinidis”, Architectural Design, 5/1964
• Baumeister (1960), 2/1960, σ. 76-78 (Περίπτερο ΕΟΤ στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης).  
• Γεωργουσόπουλος,  Κώστας (1986), «Δοχεία ζωής», Τα Νέα, 14.1.1986. 
• DBZ (1970) –  Baufachbücher  8: Hotel-und Restaurantbauten, Bertelsmann Fachverlag Reinhard Mohn, Gütersloch, σ. 79-81 (Ξενοδοχείο Ξενία Μυκόνου / Xenia Hotel Mykonos) .  • Εγγονόπουλος, Nίκος (1999), οι άγγελοι στον παράδεισο µιλούν ελληνικά … Συνεντεύξεις, σχόλια και γνώµες, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα, σ. 15 (συνέντευξη, 1938). 
• Echstein, Hans (1968), “Moderne Griechische Hotelbauten in: Einklag mit der Landschaft”, Architektur und Wohnform, 6/1968, Stuttgart. 
• Fessas-Emmanouil, Helen (2010), “Il mondo di Aris Konstantinidis”, in: Cofano, Paola & Konstantinidis, Dimitri (eds.), Aris Konstantinidis 1913-1992, Electaarchitettura, Milano, σ. 54-73.  
• Κωνσταντινίδης, Άρης (1957), «Έτσι το θέλουµε εµείς», Αρχιτεκτονική, 5-6 / 1967, σ. 52-53. 
• Κωνσταντινίδης, Άρης (1978), Σύγχρονη αληθινή αρχιτεκτονική, Αθήνα. 
• Κωνσταντινίδης, Άρης (1981 & 1992), Άρης Κωνσταντινίδης. Μελέτες και Κατασκευές, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα. 
• Κωνσταντινίδης, Άρης (1985), “Χτίζω προσωρινά καταφύγια της ζωής”, Το Τέταρτο, 8 / Ιούλιος  1985, σ. 87-93. 
• Κωνσταντινίδης, Άρης (1987), Για την Αρχιτεκτονική: δηµοσιεύµατα σε εφηµερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία, 1940-1982 – Βιβλιογραφία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα.
 • Κωνσταντινίδης, Άρης (1989), Άρης Κωνσταντινίδης, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα, Φεβρουάριος 1989 (Κατάλογος έκθεσης). 
 • Κωνσταντινίδης, Άρης (1981 & 1992), Άρης Κωνσταντινίδης. Μελέτες και Κατασκευές, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα.  
• Nerdinger, Winfried (1993, ed.), Architekturschule München, 18681993. 125 Jahre Technische Universität München, Ausstellungskatalog, Architekturmuseum der Technischen Universität München, Verlag Klinkhardt & Biermann, Leipzig.  
• Peters P. (1939), Hotels Feriendörfer, Baumeister Querschnitte 7, München.  
• World Architecture I, (1964), edited by J. Donat,  London. 
• World Architecture 3, (1965), edited by J. Donat,  London.
• Φεσσά-Εµµανουήλ, Ελένη (1993α), «Άρης Κωνσταντινίδης (19131993). Ενας µεγάλος αρχιτέκτων του 20ού αιώνα», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, 9/1993, p. 50-59.  
• Φεσσά-Εµµανουήλ, Ελένη (1993β), Κτίρια για δηµόσια χρήση στη νεότερη Ελλάδα, 1827-1992, Παπασωτηρίου, Αθήνα. 
• Φεσσά-Εµµανουήλ Ελένη (2001), Δοκίµια για τη Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική,  σ. 96-117 («Η αρχιτεκτονική φιλοσοφία του ριζοσπάστη Άρη Κωνσταντινίδη [1913-1993]»). 
• Yarwood, Dreen (1974), The Architecture of Europe, Chancellor Press, London. 

• http://eng.archinform.net/arch/120.htm;  
• http://www.architekten-portrait.de/robert_vorhoelzer/index.html.).