Διπλωματική εργασία:
Μετόχι Βοτύρηδων στο Άνω Μεραμπέλο: Πρόταση αποκατάστασης και ανάπτυξης ήπιων
μορφών κτηνοτροφίας
Φοιτητές: Αγγελοπούλου
Μαρία – Χριστίδης Χρήστος
Επιβλέπων καθηγητής:
Σκουτέλης Νικόλαος
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης,
2020
Το
Μετόχι των Βοτύρηδων βρίσκεται στην περιοχή της παραλίας των Ανωγείων στο Άνω
Μεραμπέλο, και στη βορειοδυτική επαρχία του νομού Λασιθίου,στην απομονωμένη
αυτή μεριά της Βόρειας Κρήτης, λίγα χιλιόμετρα Ανατολικά από το χωριό της
Μίλατου. Συγκεκριμένα είναι τοποθετημένο στην έξοδο του φαραγγιού Μαλλιάρη,σε
υψόμετρο 40 μέτρωνπάνω από την επιφάνεια της θάλασσας,ενώ εντάσσεται σε μια
ιδιαίτερη μορφολογικά περιοχή που παρουσιάζει έντονες υψομετρικές διαφορές.Tο
Μετόχι των Βοτύρηδων, υπακούει στις γενικές αρχές που διέπουν την αρχιτεκτονική
των ορεινών οικισμών της Κρήτης. Ακολουθεί γραμμική ανάπτυξη, κατα μήκος αγροτικού
δρόμου,και απαρτίζεται απόέξι μικρούς και εσωστρεφείς χώρους με ελάχιστα
ανοίγματα. Η κάτοψη του μετοχιού διαρθρώνεται χωρίς περιπλοκότητα έχοντας ώς
βασικό στόχο την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών, οι οποίες δημιουργούνταν από
τις ασχολίες των κατοίκων. Η άμεση σχέση του ανθρώπου με την κτηνοτροφία
φαίνεται από τις μικτές ώς επι τω πλείστων χρήσεις των χώρων,σχέσεις που
χαρακτηρίζονται από την σύνθεση των χώρων διαμονής των ζώων με τον χώρο
διαμονής των ανθρώπων και των αποθηκευτικών χώρων. Ανεξάρτητο απο το γραμμικό
συγκρότημα βρίσκεται σε απόσταση 55 μέτρων, ακόμα ένα µικρό σε µέγεθος κτήριο
το οποίο πιθανότατα ανήκε σε άλλο ιδιοκτήτη.
Η πρόταση επιδιώκει στη δημιουργία
μιας διασύνδεσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Εμπνευσμένη από την μικροκοινότητα
των μετοχιών, την αδιάσπαστη σύνδεση της ζωής των κατοίκων τόσο με τη φύση όσο
και με την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα, προτείνεται η δημιουργία
νέων κτισμάτων για την εξυπηρέτηση κτηνοτροφικής και μεταποιητικής μονάδας,
κατοικιών μόνιμης διαμονής.Προτείνεται επίσηςη αποκατάσταση και η μετεξέλιξη των
υφιστάμενων κελυφών για σκοπούς προσωρινής διαμονής, με στόχο να προσελκύσει,
να φιλοξενήσει, να μυήσει αλλά και να εκπαιδεύσει επισκέπτες σε ένα εναλλακτικό
τρόπο ζωής. Η πρόταση αποσκοπείστην αξιοποίηση του υφιστάμενου οικιστικού
αποθέματος και προσαρμογή του στις νέες ανάγκες, αλλά και τη συμπλήρωση του με
νέα κτήρια και χρήσεις.
Το υφιστάμενο
απόθεμα του οικισμού θα φιλοξενήσει λειτουργίες ξενώνων και χώρων εξυπηρέτησης
επισκεπτών. Τα νέα προτεινόμενα κτίσματα θα οργανωθούν για να εξυπηρετήσουν
χώρους εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, βοηθητικούς χώρους, μικρή μεταποιητική
μονάδα ζωικών προϊόντων, ιπποφορβείο, ζωοστάσιο και κατοικίες. Η λειτουργική χωροθέτηση των παραπάνω αποσκοπεί
στον διαχωρισμό των χρήσεων παραγωγής και εκτροφής από τις υπόλοιπες χρήσεις. Ο
υφιστάμενος αγροτικός δρόμος λειτουργεί σαν άξονας χωροθετικού διαχωρισμού του
συγκροτήματος σε δύο ενότητες, αφ΄ενός τις χρήσεις ξενώνων, χώρων εκπαίδευσης
και επεξεργασίας, και αφ’ ετέρου των κατοικιών και των χρήσεων εκτροφής και
παραγωγής.
Στην πρώτη ενότητα γίνεται
προσπάθεια για τον λειτουργικό διαχωρισμό των ξενώνων,των χρήσεων εκπαίδευσης και
τις χρήσεις μεταποίησης προιόντων,και των βοηθητικών χώρων, χωρίς να διασπάται
η κτιριακή σύνθεση. Στην δεύτερη ενότητα ο λειτουργικός διαχωρισμός των
κατοικιών από τις χρήσεις εκτροφής και παραγωγής, επιτυγχάνεται μέσω της
υψομετρικής υποβάθμισης των κατοικιών έτσι ώστε να αφομοιωθούν στο περιβάλλον
με σκοπό να αυτονομηθούν και να μην συμπλέκονται.
Για την επέμβαση επιλέχθηκειστορική
διευθέτηση των λειτουργιών βασιζόμενη στα χαρακτηριστικά των μετοχιών η οποία
αποτυπώνεται στις µικτές ως επί το πλείστον χρήσεις των χώρων, χωρίς περιπλοκές
µε κύριο στόχο την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών. Οι χώροι εκπαιδευτικών
δραστηριοτήτων αποφασίστηκε να τοποθετηθούν στο νότιο τμήμα του υφιστάμενου κελύφους,
υποβαθμισμένοι υψομετρικά. Οι βοηθητικοί χώροι τοποθετούνται σε παράθεση με τοκτήριο
εκπαιδευτικών δραστηριοτήτωνδημιουργώντας εξωτερικούς
χώρους εκτόνωσης μεταξύ των δύο κτηρίων, λαμβάνοντας τον ρόλο τοίχου
αντιστήριξης γι’αυτό και μεγάλο μέρος του καλύπτεται από χώμα. Η μεταποιητική
μονάδα αναπτύσσεται γραμμικά κατα μήκος του δρόμου ώς συνέχεια του υφιστάμενου
κελύφους με σκοπό την συνέχιση της γραμμικότητας της πρόσοψης και για εύκολη πρόσβαση.
Για το υφιστάμενος κέλυφος αποφασίστηκε να γίνει λειτουργική αναβίωση των χώρων
με νέα μορφολογία, φιλική πρός τους χρήστες, μέσω της καθ’ ύψους ανάπτυξης των
χώρων.
Οι δύο ιδιωτικές κατοικίες,
δημιουργήθηκαν για την μόνιμη διαμονή των ιδιοκτητών, καθώς η καθημερινή
φροντίδα των ζώων είναι απαραίτητη. Οι κατοικίες τοποθετούνται σε υψομετρική
υποβάθμιση με σκοπό την αφομοίωση τους στο υφιστάμενο ανάγλυφο για την
απομόνωση τους από τις υπόλοιπες χρήσεις. Οι κατοικίες αναπτύσσονται σε δύο
επίπεδα, με τους χώρους των υπνοδωματίων να υποβαθμίζονται από το υπόλοιπο
κτίριο. Ανάμεσα στα δύο αυτά κτίρια δημιουργείται μια υπόγεια δεξαμενή συλλογής
νερού η οποία χρησιμοποιείται για το πότισμα των καλλιεργειών ή για προσωπική
χρήση των ιδιοκτητών, ως αναφορά στις στέρνες που βρίσκονται στην περιοχή.
Προκειμένου να διαχωριστούν οι
λειτουργίες εκτροφής και παραγωγής από τις υπόλοιπες χρήσεις, το ιπποφορβείο
χωροθετείται ανεξάρτητο, και ενσωματώνει κτιριολογικά το ανεξάρτητο υφιστάμενο
κέλυφος. Το υφιστάμενο κέλυφος διαμορφώνεται ως χώρος εξυπηρέτησης ενώ η
επέμβαση του περιορίζεται στην ενίσχυση του δομικού συστήματος και στην
εσωτερική αναδιαμόρφωση των χώρων. Στη θέση της υπαίθριας μάντρας τοποθετούνται
δύο νέα κτήρια για την εξυπηρέτηση αναγκών λειτουργίας του ιπποφορβείου. Για
την διαμόρφωση του χώρου στέγασης των αλόγων δημιουργήθηκε ένας απλός
ορθογώνιος όγκος με επικάλυψη μεταλλικής οροφής. Στο βορειοδυτικό τμήμα του
κτιρίου δημιουργείται περιφραγμένος χώρος αυλισμού των αλόγων, ενώ στο
νοτιοανατολικό τοποθετείται ακόμα ένας περιφραγμένος χώρος για την σωματική τους
άσκηση. Μια ανοικτή δεξαμενή για
αποθήκευση του βρόχινου νερού για το πότισμα των ζώων και τον καθαρισμό
χωροθετείται στην βορειοανατολική πλευρά του.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της
περιοχής βρέθηκαν παλιές ταΐστρες αμνοεριφίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η
περιοχή είναι κτηνοτροφικά δραστήρια. Στο πλαίσιο της επαναφοράς αυτής της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, δημιουργείται ένα σύγχρονο ποιμνιοστάσιο
χωρητικότητας μέχρι και 80 αιγοπροβάτων.